Η υποψήφια για Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας “Promising Young Woman” με την Carey Mulligan είναι μια αναζωογονητική απόπειρα προσέγγισης της κουλτούρας του βιασμού από μια πρωτοφανώς ειλικρινή οπτική γωνία φέρνοντας αντιμέτωπους τους θεατές με σκληρές αλήθειες.
Τα πρώτα πλάνα της ταινίας απεικονίζουν μια σειρά από αντρικά σώματα, εστιασμένα σε καβάλους και πισινούς, καθώς αυτά λικνίζονται στο ρυθμό της μουσικής πάνω στην πίστα ενός κλαμπ. Αυτά τα σώματα όμως απέχουν μίλια μακριά από όσα μας έχουν συνηθίσει αντίστοιχες σκηνές σε άλλου είδους ταινίες. Δεν πρόκειται για προσεκτικά επιλεγμένα νεανικά θεϊκά κορμιά βγαλμένα από επεξεργασμένα εξώφυλλα, αλλά για το τυπικό καθημερινό σώμα του μέσου άντρα, με λίγη κοιλίτσα και λίγη περιφέρεια που το κάνει να ασφυκτιά μέσα στο σφιχτό παντελόνι, το σώμα του άντρα που στην πραγματικότητα θα δεις μέσα σε ένα κλαμπ.
Αυτό είναι μόνο το πρώτο διακριτικό σημάδι ότι η ταινία που θα δεις ακολουθεί μια διαφορετική οπτική γωνία για το τι συμβαίνει μέσα σε ένα κλαμπ και τη λογική που κυριαρχεί στον αντρικό νου όταν θέλει να προσεγγίσει ερωτικά μία γυναίκα.
Η Carey Mulligan υποδύεται την Κάσι, μια κοπέλα με γλυκό στρογγυλό πρόσωπο που κινείται βάση μίας καλά οργανωμένης στρατηγικής. Τα βράδια συχνάζει ολομόναχη σε διάφορα κλαμπ παριστάνοντας τη μεθυσμένη στα όρια της λιποθυμίας με στόχο να ελκύσει τους άντρες αυτούς που θα προσπαθήσουν να την εκμεταλλευτούν. Σε αντίθεση όμως με ακραίες απεικονίσεις ερωτικών διαστροφών σε ταινίες όπως το “Ms.45” (1981) και το “Hard Candy” (2005), το “Promising Young Woman” εστιάζει στον άντρα της παρέας, τον κολλητό, τον βιαστή της διπλανής πόρτας, που θα προσφερθεί να βοηθήσει την Κάσι ως δικαιολογία για να την οδηγήσει σπίτι του, θα αγνοήσει τη μπερδεμένη παραζάλη της με λόγια όπως «μη φοβάσαι, είσαι ασφαλής» και θα την διατηρήσει σε αυτή την κατάσταση με αλκοόλ και ναρκωτικά, προτού προβεί σε παραβιαστικές κινήσεις στο σαν ασπόνδυλο σώμα της. Αναγνωρίζοντας την οικειότητα με την οποία αντιδρά ο εγκέφαλός μας σε αυτά τα περιστατικά, οι εν λόγω σκηνές μέσα στην άχαρη κωμικότητά τους αποκτούν μία πρωτοφανή ενοχλητική διάσταση ενώ το άβολο μειδίαμα που ακολουθεί όταν οι αποσβολωμένοι άντρες έρχονται αντιμέτωποι με μια καθόλα νηφάλια και απειλητική Κάσι όταν σταματά να υποκρίνεται πηγάζει από τον τρόμο που έχει αντικαταστήσει το θάρρος τους και την γελοία άρνηση των πράξεών τους.
Δεν χρειάζεται παραπάνω από μια φωτογραφία που απεικονίζει την Κάσι παρέα με μια άλλη κοπέλα για να καταλάβουμε το κίνητρο αυτής της παρακινδυνευμένης εμμονής. Η Κάσι εκδικείται με τον τρόπο της το αρχέτυπο του άντρα-βιαστή που στο παρελθόν προξένησε κακό στην καλύτερή της φίλη, με το περιστατικό αυτό να έχει σημαδέψει ανεξίτηλα και τη δική της ζωή, όχι μόνο στα πλαίσια των βραδινών της εξορμήσεων αλλά και στην ανθρώπινη καθημερινότητά της. Εχοντας εγκαταλείψει την σχολή ιατρικής όπου ήταν αριστούχος, πλέον εργάζεται σε καφετέρια και ζει χωρίς φίλους μαζί με τους γονείς της που αδυνατούν να την προσεγγίσουν.
Στα πλαίσια της δημιουργίας της νυχτερινής της περσόνας, η Κάσι κατασκευάζει έξυπνα την εξωτερική εμφάνιση του party-girl με τεχνικές μακιγιάζ για «χείλη για πίπα» που βρίσκει σε βίντεο στο YouTube για να εκπροσωπήσει τον συνδυασμό της ‘σέξι και εύκολης’ που θα τραβήξει την προσοχή του αντρικού πληθυσμού. Η συχνή τοποθέτησή της στο κέντρο του κάδρου είτε όταν στέκεται με τα χέρια ανοιχτά σε σταυρωμένη στάση στον καναπέ του κλαμπ ή όταν ένα ρολόι τοίχου πλαισιώνει το κεφάλι της σαν φωτοστέφανο, μας θυμίζει υπογείως ότι η Κάσι βρίσκεται στη διαδικασία μιας σταυροφορίας, για την οποία αρχικά μόνο φανταζόμαστε ποια είναι πρακτικά τα αποτελέσματά της, διερωτώμενοι αν αυτό που κυλά στη μπλούζα της καθώς γυρίζει σπίτι είναι αίμα ή κέτσαπ από το χοτ-ντογκ που τρώει.
Παράλληλα όμως με τα τυχαία θύματα που αφήνει να την ‘ψωνίσουν’ από τα κλαμπ, η Κάσι διεξάγει την προσωπική της βεντέτα δημιουργώντας περίπλοκα σχέδια για να εκδικηθεί τα άτομα του περίγυρού της που στο παρελθόν συνέργησαν ή σιώπησαν κατά τον βιασμό της καλύτερής της φίλης από έναν συμφοιτητή τους. Διαμέσου αυτών των συναντήσεων, η ταινία στήνει ένα ρομάντζο μεταξύ της Κάσι και ενός νεαρού γιατρού, ο βαθμός της αθωότητας του οποίου ενώ καθίσταται σαφής από την ταινία, είναι βέβαιο ότι θα διχάσει και θα αναγκάσει τους θεατές να κοιτάξουν στον καθρέφτη και θα τους φέρει αντιμέτωπους με σκληρές αλήθειες.
Το σινεμά μας έχει συνηθίσει σε κλισέ συνθήκες σχετικά με τη μεθυσμένη κοπέλα και το σεξ εδώ και δεκαετίες μέσα από ανάλαφρες ταινίες όπως τα αγαπημένα “Animal House” (1978) και “Sixteen Candles” (1984). Εδώ, η σκηνοθέτης και σεναριογράφος Emerald Fennell επιχειρεί ένα συνδυασμό αυτής της νοοτροπίας με το είδος του rape-revenge, προσεγγίζοντας τη βαριά θεματική της με μια στιλιζαρισμένη σκηνοθετικά ελαφράδα επιτυγχάνοντας μια αναζωογονητικά ειλικρινή οπτική πάνω στην κουλτούρα του βιασμού. Η χαμαιλεόντια ερμηνεία της Μάλιγκαν κουβαλά πάνω της όλη τη συναισθηματική σύνδεση με την ταινία, πλάθοντας έναν ευάλωτο χαρακτήρα με θυμό, άκρατο πόνο και στεγνό κυνισμό, ενώ καθώς η ταινία κινείται στα μονοπάτια του καθαρού θρίλερ προς το προδιατεθειμένα σοκαριστικό φινάλε, η ερμηνεία της παίρνει αναπάντεχες στροφές κάνοντας πιστευτές τις ανατροπές του σεναρίου ακόμα και όταν είναι απούσα από την οθόνη.
Αν στο παρελθόν οι ταινίες που άγγιζαν το θέμα του βιασμού μπορούσαν να κατηγορηθούν ως exploitation, εκμεταλλευόμενες με εμφανή τρόπο το θέμα τους για να σοκάρουν, με τα σημερινά δεδομένα είναι προδεδικασμένο ότι θα ανοίξουν έναν ευρύ κύκλο αντικρουόμενων απόψεων. Το “Promising Young Woman” καταφέρνει να είναι επιτυχημένο ακριβώς γιατί δεν χρησιμοποιεί τον βιασμό για να σε σοκάρει ούτε για να σου διδάξει ότι είναι κακός. Αντιθέτως, σου δείχνει πώς το σύστημα έχει ‘νομιμοποιήσει’ τον βιασμό επιτρέποντας τη μη ανάληψη ευθυνών από τους δράστες μπροστά στη δικαιοσύνη. Πηγαίνοντας όμως ένα παράτολμο βήμα παραπέρα, φέρνει στην επιφάνεια τα πάντα που συντελούν στη διασπορά της κουλτούρας του βιασμού, από την καθημερινή θήρευση στα κλαμπ μέχρι τη συνεργία των αμέτοχων παρατηρητών, αναγκάζοντας το κοινό να αντικρίσει κατάματα όλες τις συμπεριφορές και αντιδράσεις που έχουμε κανονικοποιήσει.
Ορέστης Μαλτέζος