Ο θάνατος του David Bowie στις 10 Ιανουαρίου 2016 μοιάζει ακόμα υπερβολικά πρόσφατος για να τον αποδεχτούμε. Κοιτάζοντας αναδρομικά το έργο του στη μουσική, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, η απώλεια του ήρωα μας χτύπησε έντονα σε προσωπικό επίπεδο αφήνοντας παράλληλα και ένα κενό στην κουλτούρα που διαμόρφωσε.
Από το 1962, όταν και πρωτοξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία ως μουσικός, η μουσική και η περσόνα που δημιούργησε διατηρούνται αμφότερες αγέραστες και κατορθώνουν να μένουν στο προσκήνιο χωρίς την ανάγκη να υφίστανται παραποιήσεις.
Τα δύο μουσικά ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του ’70, το κινηματογραφικό “Ziggy Stardust and the Spiders from Mars” και το τηλεοπτικό “Cracked Actor”, ακολουθούν από κοντά δύο χαρακτηριστικές περιόδους της καριέρας του Bowie, η πρώτη τις συναυλιακές εμφανίσεις του υπό την περσόνα του Ziggy Stardust το 1973, και η δεύτερη το διάσημο Diamond Dogs Tour σε μια δύσκολη φάση όπου ο Bowie υπέφερε από σωματική εξασθένιση, παράνοια και εξάρτηση από την κοκαΐνη. Παρ’ όλα αυτά, η περιοδεία καθιέρωσε τον Bowie ως σουπερστάρ τη χρονική στιγμή που έκανε τη μετάβασή του από το glam rock στο plastic soul, έχοντας αποχωριστεί διαπαντός τον Ziggy.
Τότε επανασυστήθηκε στο κοινό με την περσόνα του ‘The Thin White Duke’, μια προέκταση του εξωγήινου χαρακτήρα που υποδύθηκε στην ταινία “The Man Who Fell To Earth”, η οποία αποτέλεσε την πιο διαχρονική και αξιομνημόνευτη εμφάνισή του, με την έντονη γοητεία, την κυριολεκτικά αλλόκοσμη εμφάνιση, και τα χαρακτηριστικά ζυγωματικά του σε πρώτο πλάνο. Δεν είναι τυχαίο που στην επετειακή προβολή της ταινίας στο Βρετανικό Μουσείο το 2014, υπήρξε κοσμοσυρροή κάθε είδους θεατών, από έφηβα κορίτσια μέχρι μεσήλικες ετεροφυλόφιλους άντρες.
Τη δεκαετία του ’80, οι εμφανίσεις του David Bowie στην οθόνη ήταν άφθονες και ποικίλες, από μαγνητοσκοπημένα αποσπάσματα συναυλιών, μέχρι τη συμμετοχή του στην σοκαριστική ταινία “Christiane F.” που παρουσίαζε τη ζωή ενός ναρκομανούς ανήλικου κοριτσιού στο Βερολίνο με είδωλο τον David Bowie, στην οποία υποδύθηκε τον εαυτό του. Ταυτόχρονα πρωταγωνίστησε στο Broadway στην παράσταση “The Elephant Man”, διάσημη βιογραφία του ακραία παραμορφωμένου Τζόζεφ Μέρικ, τον οποίο υποδύθηκε ένα χρόνο μετά ο Αντονι Χόπκινς στον κινηματογράφο.
Χαρακτηριστικοί ρόλοι εκείνης της περιόδου ήταν στην ταινία του Τόνι Σκοτ, “The Hunger”, όπου ο Bowie και η Κατρίν Ντενέβ υποδύονται δύο βαμπίρ που μπλέκονται σε ένα ερωτικό τρίγωνο με τη Σούζαν Σάραντον, στην ταινία του Ναγκίσα Οσίμα «Καλά Χριστούγεννα, κύριε Λόρενς” ως αιχμάλωτος πολέμου σε ένα ιαπωνικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, στην ταινία φαντασίας του Τζιμ Χένσον «Λαβύρινθος» ως Τζάρεθ ο βασιλιάς των γκόμπλιν όπου με την ξανθιά περούκα και τα έντονα φρύδια του άφησε άλλη μια εμφάνιση-παρακαταθήκη στην ιστορία, αλλά και στην διαβόητη ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε «Ο Τελευταίος Πειρασμός» υποδυόμενος έναν Πόντιο Πιλάτο με βρετανική προφορά και μαλλί-φράντζα.
Τα κινηματογραφικά 90s για τον Bowie υπήρξαν ελαφρώς πιο νηφάλια με πιο χαρακτηριστικές δουλειές μία σύντομη εμφάνιση στο “Twin Peaks: Fire Walk With Me” του David Lynch, και στο “Basquiat” όπου υποδύθηκε τον Αντι Γουόρχολ, ενώ με την έλευση της νέας χιλιετίας, φάνηκε να διασκεδάζει κάνοντας εμφανίσεις σε ταινίες όπως το “Zoolander” ως κριτής πασαρέλας, και “Μπομπ Σφουγγαράκης: Η Ταινία” δίνοντας τη φωνή του στον Lord Royal Highness. Χαρακτηριστική εξαίρεση όμως αποτελεί η εμφάνισή του ως Νίκολα Τέσλα στην ταινία “The Prestige” του Christopher Nolan, ενώ ο θάνατός του στέρησε την ευκαιρία στον σκηνοθέτη Ντένις Βιλνέβ να συνεργαστεί μαζί του στην ταινία “Blade Runner 2049” όπου θα κρατούσε τον ρόλο του κακού, τον οποίο έπαιξε τελικά ο Τζάρεντ Λίτο.
Ατελείωτες θα ήταν οι αναφορές στις μουσικές συμμετοχές του Bowie στον κινηματογράφο, 450 συνολικά, με ίσως πιο διάσημη στην pop κουλτούρα το τραγούδι ‘Cat People (Putting Out Fire)’ από την ταινία “Cat People” του Πολ Σράντερ το 1982.
https://www.youtube.com/watch?v=N4d7Wp9kKjA
Οπως το κόλλημα των έφηβων πρωταγωνιστών στην ταινία “The Perks of Being a Wallflower” με το τραγούδι ‘Heroes’ και τη σημασία που απέκτησε για την ανακάλυψη του εαυτού τους, έτσι ο Bowie μίλαγε και συνεχίζει να μιλά σε αυτόν τον απροσάρμοστο άγνωστο που κρύβουμε μέσα μας.
Μας έκανε να νιώθουμε κουλ με τις αντιφάσεις του χαρακτήρα μας, την σεξουαλικότητά μας, τις ατέλειές μας, μας έδειξε ότι είναι οκ να γελάμε με τον εαυτό μας και, όλως παραδόξως, να αποτυγχάνουμε. Γιατί ο Bowie δεν ήταν ποτέ ένας από τους κορυφαίους ηθοποιούς. Αλλά ποτέ δεν σταμάτησε να προσπαθεί.
Ορέστης Μαλτέζος Εικόνα εξωφύλλου: Χρύσα Αντωνιάδη