FILE - Musician Bob Dylan performs with The Band at the Forum in Los Angeles on Feb. 15, 1974. Transcripts of lost 1971 Dylan interviews with the late American blues artist Tony Glover and letters the two exchanged reveal that Dylan changed his name from Robert Zimmerman because he worried about anti-Semitism, and that he wrote "Lay Lady Lay" for actress Barbra Streisand. The items are among a trove of Dylan archives being auctioned in November 2020 by Boston-based R.R. Auction. (AP Photo/Jeff Robbins, File)

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: 70 αγαπημένα τραγούδια του Bob Dylan

Είναι ο άνθρωπος που διηγείται ιστορίες όπως κανείς, ο μουσουργός λίγων χιλιάδων σελίδων ποιημάτων που έχει γράψει, ο ερμηνευτής που δίνει νόημα σε κάθε λέξη που προφέρει, διατηρώντας το ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος των τραγουδιών του και ενθουσιάζοντας σε μόνιμη βάση· εκείνος που, μετά τον αμιγώς ακουστικό folk/country ήχο των τεσσάρων πρώτων δίσκων του, δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ηλεκτρικούς ενισχυτές, εισπράττοντας την παρατεταμένη μήνη των φονταμενταλιστών οπαδών του… ορθόδοξου folk περί τα μέσα της δεκαετίας του ’60, έναν από τους λόγους για τους οποίους δεν περιόδευσε για περίπου οκτώ χρόνια έκτοτε. Το 2016 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, πρωτοφανές για κάποιον ο οποίος πορεύτηκε ως μουσικός και όχι ως συγγραφέας, με την αιτιολογία ότι δημιούργησε νέους ποιητικούς τρόπους έκφρασης στην ευρύτερη αμερικανική μουσική παράδοση.

Ο Bob Dylan δεν υπήρξε ποτέ ο καλλιτέχνης των hits και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι η πανθομολογούμενη αναγνώριση, και τελικά το μέγεθός του, διαμορφώθηκαν κατ’ ουσίαν μέσα από αμιγώς ποιοτικά χαρακτηριστικά. Κι ενώ μόλις τέσσερα τραγούδια στις Η.Π.Α. και μόλις έξι στο Ηνωμένο Βασίλειο κατόρθωσαν να μπουν στα σχετικά top 10 των charts, όλα μάλιστα στα ‘60s, πέντε και εννιά δίσκοι αντίστοιχα έγιναν no. 1! Ο αειθαλής 82χρονος -σήμερα- Αμερικανός μετρά, ούτε λίγο ούτε πολύ, 40 studio albums στην καριέρα του(!), 21 εκ των οποίων στα πρώτα 20 χρόνια της δισκογραφικής διαδρομής του, στο διάστημα 1962-1981. Προσθέτοντας σ’ αυτά τα σχεδόν 100 singles, τα 20 και πλέον EPs, τα 17 bootlegs, τα 15 live albums και τις δεκάδες συλλογές, αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι ο κλάδος των… Ντυλανολόγων (Dylanologists) έχει υλικό για πολλές ζωές! Το 2020 ο Dylan πούλησε τα δικαιώματα όλων των τραγουδιών του (περισσότερα από 600!) στη Universal, έναντι ποσού το οποίο εκτιμάται ότι αγγίζει τα 400 εκ. δολάρια!

Ο εμβληματικός καλλιτέχνης εμπνέεται από αμέτρητα πράγματα σε στιχουργικό επίπεδο, ενίοτε δανείζεται στοιχεία ή και φράσεις κειμένων κυριολεκτικά κάθε εποχής, τα εντάσσει μέσα στο αμίμητο προσωπικό του στυλ και τα αποδίδει με μοναδικό τρόπο. Εκ των πρωτεργατών των αντιπολεμικών κινημάτων στα ‘60s, γράφει μεταξύ άλλων για γεγονότα που συγκλόνισαν την αμερικανική κοινωνία ή που ανέδειξαν τις τεράστιες ανισότητες οι οποίες υπάρχουν στο εσωτερικό της, μιλάει για τον έρωτα, την εγχώρια ύπαιθρο, τον Θεό των χριστιανών, σχολιάζοντας άλλοτε με δραματικότητα, άλλοτε με χιούμορ. Εκκινώντας από τη folk και την country, ταξιδεύει μέσα σε ουκ ολίγα μουσικά genres, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν η rock, η gospel, τα blues αλλά και η αναβίωση της traditional pop με έναν υπέροχο τρόπο κατά την προηγούμενη δεκαετία.

Η φωνή του Dylan εξελίχθηκε ραγδαία στην εντυπωσιακή διαδρομή του, από την καμπανιστή εφηβική των μικράτων του έως τη βραχνή, ενίοτε σκληρή και πάγια τραχιά χροιά των τελευταίων αρκετών δεκαετιών. Ήδη από τα τέλη των ‘80s η αλλαγή είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, όπως και η κατεύθυνση προς την οποία πρόκειται να κινηθεί, ενώ ακόμη και στα ‘70s υπάρχουν σαφείς διαφοροποιήσεις έναντι της προηγούμενης δεκαετίας. Όλα αυτά βεβαίως δεν σημαίνουν κάτι για την ποιότητα των ερμηνειών του, όσο κι αν κάποιοι προσπάθησαν να πουν κάτι. Ο Dylan έχει έναν μαγικό τρόπο να φέρνει κάθε τραγούδι στα μέτρα του και τον εαυτό του στα μέτρα κάθε τραγουδιού, σε όποια περίοδο κι αν ερμηνεύει. Ξεκινώντας αποκλειστικά με μια κιθάρα και τη χαρακτηριστική φυσαρμόνικά του στα πρώτα τέσσερα άλμπουμ, συνεργάστηκε περιοδικά με διάφορους καλλιτέχνες, τόσο στις επόμενες δισκογραφικές δουλειές του όσο βεβαίως και στις περιοδείες του, μεταξύ των οποίων ίσως ξεχωρίζει η σύμπραξη με τον σπουδαίο Mark Knopfler των Dire Straits αλλά και τον Tom Petty. Αυτές, δίχως να υπολογίζονται ορισμένα ντουέτα του με τον «μεγάλο» Johnny Cash αλλά και η συνύπαρξή του στο supergroup Traveling Wilburys (1988-1991) παρέα με το τρίτο «σκαθάρι» των Beatles, George Harrison, και άλλους.

Ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για τον εαυτό του και όλους τους υπόλοιπους, ο Bob Dylan δεν σταμάτησε ποτέ να παράγει νέο υλικό και να περιοδεύει, σ’ αυτό που από το 1988 μέχρι σήμερα έχει παραμείνει γνωστό ως Never Ending Tour· μια καλτ επιμονή των Μέσων Ενημέρωσης, την οποία αγκάλιασαν οι fans του βραχύσωμου Αμερικανού, παρότι ο ίδιος ήδη από το 1993 έχει διευκρινίσει ότι η συγκεκριμένη περιοδεία ολοκληρώθηκε το 1991, με την αποχώρηση του κιθαρίστα George Edward Smith από το σχήμα, συνεχίζοντας έκτοτε με άλλες ονομασίες. Παρεμπιπτόντως, ως lead guitarist, ο Smith είχε ήδη ένα εξαιρετικά πλούσιο παλμαρέ, όντας σε πέντε studio albums των Hall & Oates (1979-1984), παίζοντας επίσης σε δίσκους σπουδαίων καλλιτεχνών, όπως οι Mick Jagger, Tom Waits και Carly Simon. Το 2019 ο Dylan συμπλήρωσε 3.000 συναυλίες, μόνο στο πλαίσιο του Never Ending Tour! Μάλιστα η επίσημη ιστοσελίδα του ανανεώνει συνεχώς τη λίστα των εκατοντάδων τραγουδιών του, αναγράφοντας εάν και πόσες φορές έχει ερμηνεύσει το καθένα, πότε ήταν η πρώτη φορά και πότε η τελευταία!

Στην πορεία θα δοθούν ουκ ολίγες ευκαιρίες να αναφερθούμε στη συντριπτική πλειοψηφία των στούντιο δίσκων του καλλιτέχνη, εν προκειμένω ωστόσο πρέπει να γίνει ξεχωριστή μνεία σε τρεις συγκεκριμένους: την τριετία 2015-2017 ο Dylan αφιερώθηκε σε διασκευές τραγουδιών που ανήκουν στην ευρύτερη κατηγορία των American standards, γνωστής και ως traditional pop· κλασικών jazz κομματιών ως επί το πλείστον, μπαλάντες οι οποίες γεννήθηκαν στις Η.Π.Α., κατά κύριο λόγο μεταξύ των ‘20s-‘60s του προηγούμενου αιώνα, τη συντριπτική πλειοψηφία των οποίων έχει ερμηνεύσει κάποια στιγμή και ο αξεπέραστος Frank Sinatra. Παίζοντας με τη λέξη «cover» και διαπιστώνοντας ότι αυτά τα τραγούδια έχουν διασκευαστεί αμέτρητες φορές, ο Dylan ανέδειξε το σκεπτικό της προσέγγισής του, η οποία στοχεύει να τα ξεθάψει από τον τάφο τους και να τα φέρει στο σύγχρονο φως της ημέρας. Κι αν η δήλωσή του αφορούσε το πρώτο άλμπουμ από τα τρία που κυκλοφόρησε, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τα δύο επόμενα. Ο λόγος εν πρώτοις για το Shadows in the Night, ένα project κατεξοχήν ερωτικό, θεματικά, που συνοδεύτηκε από το Fallen Angels την επόμενη χρονιά και το Triplicate αμέσως μετά. Το τελευταίο ολοκλήρωσε την άτυπη τριλογία του σπουδαίου δημιουργού, ενώ, όπως προοιωνίζεται ο τίτλος, πρόκειται για ένα απολαυστικό τριπλό βινύλιο, συνολικής διάρκειας 95 λεπτών!

Από τους ανωτέρω τρεις δίσκους δεν συμπεριλαμβάνουμε κάποιο τραγούδι στη λίστα μας. Ο λόγος είναι ότι πρόκειται για τρία «διαμάντια» του Bob Dylan, εκ των οποίων δεν ξεχωρίζουμε κανένα απολύτως. Είναι τα βινύλια που σε καλούν, σχεδόν επιτακτικά, να αποκτήσεις πικάπ, εάν δεν έχεις, και να καθίσεις αναπαυτικά στο σαλόνι με ένα μπράντι ανά χείρας, κλείνοντας τα τηλέφωνα και απολαμβάνοντας την ονειρική βραχνή φωνή των ύστερων του εμβληματικού ερμηνευτή -εν προκειμένω, να σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή ή να φέρει εκείνη στο σήμερα. Με υπέροχη ενορχήστρωση, απογυμνωμένα από κάθε τι περιττό, τα 52 κομμάτια των 36ου, 37ου και 38ου studio albums του Dylan κυμαίνονται οριακά υπεράνω κάθε κριτικού σχολιασμού. Αντιστοίχως, έχουμε εξαιρέσει το 34ο, που είναι η καλλιτεχνική άποψη του Dylan για τα Χριστούγεννα, μέσα από το one-of-a-kind Christmas in the Heart (2009), για τα 15 διασκευές του οποίου πρέπει ξεχωριστό αφιέρωμα! Ανάμεσα σε εκατοντάδες τραγούδια του Αμερικανού, η διαλογή 70 αγαπημένων μας εξελίχθηκε σε μια μεγάλη πρόκληση, η οποία διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι ο μόνος περιορισμός που τέθηκε ήταν να μας αρέσουν πραγματικά, όσα κι αν «έβγαιναν» συνολικά! Η σειρά τους ανταποκρίνεται σε μια προσωπική playlist που εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή ροή, τουλάχιστον όπως τη φανταστήκαμε!

  1. Masters of War (04:34) – The Freewheelin’ Bob Dylan (1963)

Ένα χρόνο μετά το δισκογραφικό ντεμπούτο του, ο Bob Dylan επανήλθε με την πρώτη δουλειά στην οποία παρουσιάζει σχεδόν αποκλειστικά δικά του τραγούδια, τουλάχιστον στιχουργικά στην παρούσα φάση, καθώς οι κακές γλώσσες του προσάπτουν διαχρονικά ότι «έχει κατακλέψει τον κόσμο» γενικότερα! Ιδίως η πρώτη πλευρά του βινυλίου έχει να επιδείξει ορισμένα από τα πλέον κλασικά κομμάτια του Αμερικανού, ενός δίσκου ο οποίος κατόρθωσε να βρεθεί συνολικά για δύο εβδομάδες στην κορυφή των βρετανικών charts, δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ενώ πλασαρίστηκε για πρώτη φορά και στα αμερικανικά (no. 22). Το Masters of War βασίζεται στη μουσική του Nottamun Town, παραδοσιακού τραγουδιού, του οποίου η πρωτόλεια μορφή επιστρέφει ίσως μέχρι και τον 18ο αιώνα! Στα μέσα του 20ού τα δικαιώματα είχε αποκτήσει πλέον η Jean Ritchie, μια από τις σπουδαιότερες καλλιτέχνιδες ever στο χώρο της folk, μέσα από τη version που είχε τραγουδήσει το 1950, και με την οποία ο Dylan χρειάστηκε να έρθει σε εξωδικαστικό συμβιβασμό για την οικειοποίηση της ενορχήστρωσης.

Οι καταγγελτικοί στίχοι, που εισάγει ο σπουδαίος δημιουργός, πλάθουν ένα κατεξοχήν αντιπολεμικό -ειρηνευτικό, σύμφωνα με τον ίδιο- κομμάτι στην ταραχώδη, μακρά περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, με αφορμή τη νέα πυρηνική απειλή που είχε σκεπάσει τον πλανήτη ελέω της τοποθέτησης σοβιετικών πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές στην Κούβα στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς, ως απάντηση στις αντίστοιχες ενέργειες των Η.Π.Α. σε Ιταλία και Τουρκία το 1961. Ο Dylan χρειάζεται οκτώ στροφές προκειμένου να περιγράψει όλα όσα θέλει, κι αυτή δεν είναι παρά η αρχή της στιχουργικής του κυριαρχίας. “And I hope that you die / And your death will come soon / I will follow your casket / By the pale afternoon / And I’ll watch while you’re lowered / Down to your deathbed / And I’ll stand over your grave / ‘Til I’m sure that you’re dead”. Βάσει της επίσημης ιστοσελίδας του, έχει ερμηνεύσει ζωντανά το Masters of War συνολικά 884 φορές(!) μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, γεγονός που το τοποθετεί στη 15η θέση της σχετικής λίστας.

  1. Blowin’ in the Wind (02:48) – The Freewheelin’ Bob Dylan (1963)

Στις λίστες με τα κορυφαία δεύτερα άλμπουμ όλων των εποχών, το συγκεκριμένο φιγουράρει κατά κανόνα σε περίοπτη θέση, ενώ το 1999 πιστοποιήθηκε πλατινένιο στην Αμερική. Ανοίγει με ένα από τα πλέον εμβληματικά τραγούδια του Dylan, ο οποίος και σ’ αυτήν την περίπτωση «δανείζεται» τη μουσική, εν προκειμένω από το No More Auction Block, ένα παλιό νέγρικο τραγούδι που γράφτηκε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα από πρώην σκλάβους, οι οποίοι κατέφυγαν στον Καναδά μετά την κατάργηση της δουλείας στην Αγγλία. Ο καλλιτέχνης είχε τραγουδήσει το κομμάτι στο Gaslight Cafe (1958-1971) της Νέας Υόρκης το 1962, ενώ το Blowin’ in the Wind ήρθε να του προσδώσει νέα πνοή, επικαιροποιώντας στιχουργικά το μήνυμά του, ως ένας από τους κυριότερους εκφραστές της ιδιαίτερης κατηγορίας των protest songs, στην οποία διέπρεψε ο Αμερικανός ιδίως στις πρώτες δυο-τρεις δουλειές του. Ως single κυκλοφόρησε σχεδόν τρεις μήνες μετά τον δίσκο και πρόκειται για ένα από τα… χιλιοπαιγμένα κομμάτια του στις συναυλίες, καθώς με 1585 φορές συμπληρώνει το σχετικό top 5! “The answer, my friend, is blowin’ in the wind”.

  1. House of the Risin’ Sun (05:20) – Bob Dylan (1962)

Ο Bob Dylan συστήνεται στο χώρο της δισκογραφίας με το ομώνυμό του άλμπουμ, διασκευάζοντας κατά κύριο λόγο παραδοσιακά folk κομμάτια και παρουσιάζοντας μόλις δύο δικά του. Για την ιστορία, με ισάριθμα original θα ξεκινούσαν και οι Rolling Stones δύο χρόνια αργότερα. Η παραγωγή του Bob Dylan ήταν τόσο low budget (περίπου 400 δολάρια), ώστε το γεγονός ότι πούλησε ελάχιστες χιλιάδες αντίτυπα (2.500-5.000) δεν προκάλεσε ουσιαστική ζημία στη δισκογραφική. Το House of the Risin’ Sun απαντάται ως The Rising Sun Blues πριν από τριάντα χρόνια, πιθανότατα όμως οι ρίζες του επιστρέφουν πολύ πιο πίσω. Η ενορχήστρωση της εκτέλεσης του Dylan ανήκει στον τότε φίλο του, Dave Van Ronk, παρότι δεν φαίνεται να τον ρώτησε πριν ηχογραφήσει! Η φωνή του, νεανική και ακατέργαστη, γίνεται στριγκιά στο δεύτερο μισό, αλλά ο ίδιος το ζει, κι εμείς μαζί του! “I’m a goin’ back to New Orleans / My race is almost run / I’m goin’ back to end my life / Down in the Rising Sun”.

  1. Girl from the North Country (03:22) – The Freewheelin’ Bob Dylan (1963)

Έπεται του Blowin’ in the Wind και προηγείται του Masters of War. Έχοντας ταξιδέψει στο Λονδίνο την προηγούμενη χρονιά, ο Dylan εμπνέεται από τη διασκευή του -συνομήλικού του (έχουν τρεις μέρες διαφορά)- Martin Carthy στο Scarborough Fair. Το τελευταίο είναι παραδοσιακό αγγλικό κομμάτι, στίχοι του οποίου απαντώνται στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα! Ο Carthy το ηχογράφησε τελικά μόλις το 1965, ενώ ένα χρόνο αργότερα οι Simon & Garfunkel το κατέστησαν ευρύτερα γνωστό με τη δική τους εκτέλεση, η οποία ως single σκαρφάλωσε στην 11η θέση των αμερικανικών charts (1968). Πριν από αυτούς, ο Dylan το είχε ήδη αξιοποιήσει, βασιζόμενος στην ενορχήστρωση του Carthy και γράφοντας το Girl from the North Country, ένα υπέροχο folk κομμάτι για τον έρωτα που έχει πια χαθεί, απομένοντας να περιπλανιέται μελαγχολικά στις τέσσερεις εποχές του κόσμου αυτού. Το 1969 ο Αμερικανός star επανεκτέλεσε το track, αυτή τη φορά μαζί με τον Johnny Cash, και το συμπεριέλαβε ως εναρκτήριο στο άλμπουμ Nashville Skyline· ωστόσο η αυθεντική version είναι καλύτερη και στο αρμόζον ύφος, όπως συμφωνεί και ο «πολύς» Keith Richards των Rolling Stones. Με 569 ζωντανές ερμηνείες, το τραγούδι συμπεριλαμβάνεται με χαρακτηριστική άνεση στο σχετικό top 40 του Dylan (no. 29).

  1. Ballad of Hollis Brown (05:06) – The Times They Are A-Changin’ (1964)

Το τρίτο studio album του Bob Dylan κυκλοφόρησε 8,5 μήνες μετά το προηγούμενο, όντας το πρώτο με αμιγώς δικά του τραγούδια, τουλάχιστον ως προς την απόδοση των σχετικών credits! Συνεχίζοντας ακάθεκτος, με μόνη συντροφιά την κιθάρα και τη φυσαρμόνικά του, πιστός στον ήχο με τον οποίο είχε συστηθεί στη μουσική κοινότητα, ο δίσκος έμελλε να εξελιχθεί και αυτός σε έναν από τους κλασικούς, αν και σε γενικές γραμμές δεν θεωρείται του ίδιου επιπέδου με τον προκάτοχό του. Παρά ταύτα, σε ό,τι μας αφορά, δεν ξεχωρίζουμε λιγότερα τραγούδια. Το Times They Are A-Changin’ ανέβηκε στο no. 4 των βρετανικών charts, ενώ συμπλήρωσε το top 20 των αμερικανικών. Το Ballad of Hollis Brown είναι ένα από τα «σκοτεινότερα» τραγούδια του Dylan στο σύνολο της διαδρομής του, με εξαίρεση τους δύο τελευταίους αισιόδοξους στίχους. Περιγράφει το οικονομικό αδιέξοδο του αντιήρωα της ιστορίας, ο οποίος αδυνατεί να θρέψει τη γυναίκα και τα πέντε παιδιά του, παρά τις προσπάθειές του. Ο θάνατος ζυγώνει μέρα με τη μέρα στη φάρμα τους στη Νότια Ντακότα, και ο Hollis Brown θα ξοδέψει το τελευταίο δολάριο για τις επτά σφαίρες της καραμπίνας του… Το τραγούδι ακολουθεί καθ’ όλη τη διάρκεια ένα επαναλαμβανόμενο μουσικό μοτίβο, επιτρέποντας στην αφήγηση των έντεκα στροφών να αναλάβει κυρίαρχο ρόλο έως το μοιραίο τέλος.

  1. Blind Willie McTell (05:52) – The Bootleg Series Volumes 1–3 (Rare & Unreleased) 1961–1991 (1991)

Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έχει γράψει ποτέ, και με διαφορά για το πλέον αδικημένο, καθώς ο Bob Dylan θεώρησε ότι δεν ανταποκρίνεται στο ύψος των απαιτήσεων της αφιέρωσής του, προκειμένου να συμπεριληφθεί στο άλμπουμ Infidels το 1983, όταν και το ηχογράφησε. Στο πιάνο βρίσκεται ο ίδιος, στην κιθάρα ο υπέροχος Mark Knopfler, και το αποτέλεσμα είναι μυσταγωγικό, μια προσευχή στον ομώνυμο καλλιτέχνη των blues, ο οποίος γεννήθηκε το 1898 ή το 1903 και πέθανε τρία χρόνια πριν από τον παρθενικό δίσκο του Dylan (1959). Η ανασφάλεια του τελευταίου για την επάρκεια της φωνής του -μολονότι δεν έχει δίκαιο- περνά και μέσα στους στίχους, από την επωδό “And I can tell you one thing / Nobody can sing the blues / like Blind Willie McTell”. Η αίσθηση μέτρου του κομματιού είναι εξαιρετική, καθώς η προοδευτική κλιμάκωσή του δεν ξεφεύγει ποτέ από το πλαίσιο. Ο Blind Willie McTell, όπως έγινε γνωστός, γεννήθηκε τυφλός από το ένα μάτι και έχασε πλήρως την όρασή του μέχρι τα τέλη της παιδικής ηλικίας του. Αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει ένας εξαιρετικός -αρχικά περιπλανώμενος- μουσικός, παίζοντας 12χορδη κιθάρα, παρουσιάζοντας περίπου 25 singles στην περίοδο 1927-1935 και λίγα ακόμη το 1950, και επηρεάζοντας καλλιτέχνες όπως ο Dylan ή ο Taj Mahal. Το Blind Willie McTell συμπεριλήφθηκε τελικά στο πρώτο bootleg album του Dylan, όταν και διαπιστώθηκε από όλους το μεγάλο… φάουλ που είχε γίνει οκτώ χρόνια νωρίτερα!

  1. Desolation Row (11:21) – Highway 61 Revisited (1965)

Το έκτο studio album του Αμερικανού θεωρείται από αρκετούς ίσως το κορυφαίο του. Είναι σίγουρα αυτό από το οποίο έχουμε κρατήσει τα περισσότερα τραγούδια στο συγκεκριμένο αφιέρωμα. Είχε προηγηθεί το «μεταβατικό» Bringing It All Back Home λίγους μήνες νωρίτερα, που ισορροπούσε για πρώτη φορά μεταξύ ακουστικού και ηλεκτρικού ήχου, ενώ πλέον το Highway 61 Revisited μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα κατά βάση rock εγχείρημα. Στις Η.Π.Α. έγινε ο πρώτος δίσκος του Dylan στο top 5 των charts (no. 3), ενώ από το 1997 θεωρείται πλατινένιος. Στο Ηνωμένο Βασίλειο σκαρφάλωσε ως το no. 4, ενώ από το 2022, στην εποχή της ψηφιοποίησης πλέον, έχει λάβει επίσης πιστοποίηση platinum. Κατ’ εξαίρεση, το Desolation Row είναι το μοναδικό αποκλειστικά ακουστικό κομμάτι του άλμπουμ, με διαφορά το μεγαλύτερο σε διάρκεια της δικής μας λίστας και το μεγαλύτερο του νεαρού δημιουργού έως εκείνη τη στιγμή.

Σε δέκα μεγάλες στροφές, πλήρεις σουρεαλιστικών στίχων, παρελάσουν ιστορικά, θρησκευτικά και μυθικά πρόσωπα, από τον Einstein ως τη Σταχτοπούτα, από τον Dr. Filth -που μάλλον περιγράφει τον εγκληματία ναζί του Άουσβιτς, Josef Mengele- ως τον Ρομπέν των Δασών, από τον Casanova ως την Ophelia, από τη Bette Davis ως τον Άβελ, τον Κάιν, τον Νώε κ.ο.κ.. Ίσως όμως, και σε αντίθεση με το γενικότερο ύφος του τραγουδιού, η πρώτη στροφή να αναφέρεται σε κάτι πολύ πιο σκοτεινό, στο λιντσάρισμα τριών μαύρων στο Duluth της Μινεσότα, οι οποίοι εργάζονταν σε περιπλανώμενο τσίρκο, κατηγορήθηκαν για τον βιασμό μίας λευκής και τους κρέμασαν εν έτει 1920, πουλώντας σε καρτ ποστάλ τις σχετικές φωτογραφίες. Κιθάρα στο Desolation Row παίζει ο Charlie McCoy, ο οποίος θα συνεργαζόταν μελλοντικά με τον Dylan αρκετές φορές ακόμη, και με πολλούς άλλους καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο «βασιλιάς» του rock & roll, Elvis Presley, η σπουδαία Joan Baez, τέως σύντροφος του Dylan, και η Nancy Sinatra. Με 581 live εκτελέσεις, το κομμάτι βρίσκεται στο σχετικό top 40 του δημιουργού (no. 28).

  1. One of Us Must Know (Sooner or Later) [04:55] – Blonde on Blonde (1966)

Το έβδομο studio album του Dylan ακολούθησε δέκα μήνες μετά το προηγούμενο, συνεχίζοντας στο ίδιο κορυφαίο επίπεδο αφενός, όντας το πρώτο διπλό αφετέρου. Το Blonde on Blonde σκαρφάλωσε στην τρίτη θέση των βρετανικών charts και έγινε το τρίτο συνεχόμενο που μπήκε στο top 10 των αμερικανικών (no. 9), Στους αριθμούς που έχουν μια επιπλέον σημασία, πιστοποιήθηκε πλατινένιο εν τέλει στη χώρα του το 1999 και για δεύτερη φορά το 2003, ενώ στην ψηφιακή εποχή έγινε platinum και στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 2013. Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν στη Νέα Υόρκη, ωστόσο το αδιέξοδο στο οποίο οδηγήθηκε ο δημιουργός, βλέποντας ότι η συνεργασία με τους τρέχοντες μουσικούς-μέλη των Hawks δεν αποδίδει, τον οδήγησε να αποδεχτεί την πρόταση του παραγωγού, Bob Johnston, και να εξακολουθήσει στο Nashville, παρότι ο manager του Dylan, Albert Grossman, ήταν κάθετα αντίθετος. Το μόνο που διασώθηκε από τις αρχικές προσπάθειες, κι αυτό με δυσκολία, ήταν το συγκεκριμένο τραγούδι, που κυκλοφόρησε ως lead single τέσσερεις μήνες πριν από τον δίσκο, περιγράφοντας το τέλος μιας σχέσης, για το οποίο ο καλλιτέχνης δεν πίστεψε… εγκαίρως ότι θα ήταν οριστικό.

  1. Positively 4th Street (03:54) – non-album single (1965)

Ηχογραφήθηκε παράλληλα με τα τραγούδια του Highway 61 Revisited, εν τούτοις δεν συμπεριλήφθηκε ούτε στο συγκεκριμένο άλμπουμ, ούτε στο επόμενο. Μέσα από δώδεκα μικρά τετράστιχα ο Bob Dylan απευθύνεται ενδεχομένως -και οπωσδήποτε με τον πλέον δηκτικό αλλά και ευθύ τρόπο- προς όσους στράφηκαν εναντίον του αφ’ ης στιγμής θέλησε να ξεφύγει από τα στενά όρια της folk, αφήνοντας κατά μέρος στην παρούσα φάση την εξεζητημένη εκφραστικότητά του. Να, όπως εμείς, κάπως. Ο Al Kooper παίζει όργανο, ξεχωρίζοντας καθ’ όλη τη διάρκεια. Δημιουργός, πολυοργανίστας, παραγωγός και τραγουδιστής ο συγκεκριμένος, το 2023 εισήχθη στο Rock & Roll Hall of Fame, βραβευόμενος στην κατηγορία Musical Excellence.Το Positively 4th Street έγινε το δεύτερο single του Dylan που μπήκε στο top 10 των εγχώριων charts (no. 7) και το τέταρτο στο Μεγάλο Νησί (no. 8). Ο ίδιος ο τίτλος δεν εμφανίζεται ποτέ στους στίχους, επιτρέποντας πλήθος εικασιών για την αναφορά του, με διάφορα επιχειρήματα να συγκεντρώνουν αρκετές πιθανότητες. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Dylan θα δήλωνε ότι, έναντι της δικής του, προτιμά την ερμηνεία του τραγουδιού από τον Johnny Rivers, ο οποίος το συμπεριέλαβε στο Realization (1968), το πιο επιτυχημένο άλμπουμ της καριέρας του.

  1. All Along the Watchtower (02:31) – John Wesley Harding (1967)

Το όγδοο studio album του Dylan παρουσιάστηκε 18 μήνες μετά το προηγούμενο, επιστρέφοντας σε πιο ακουστικά, folk/country μονοπάτια. Σάρωσε στην Αγγλία, παραμένοντας στην κορυφή των charts για 13 εβδομάδες συνολικά(!), επίδοση-ρεκόρ για τον Αμερικανό. Στις Η.Π.Α. ανέβηκε στη δεύτερη θέση, σημειώνοντας το καλύτερο πλασάρισμα του καλλιτέχνη εντός συνόρων έως εκείνη τη στιγμή, έγινε άμεσα χρυσό και πλατινένιο το 2001. Ο τίτλος του δίσκου προέρχεται από τον John Wesley Hardin (1853-1894/5), Τεξανό έκνομο ο οποίος, όταν σε ηλικία 23 ετών καταδικάστηκε σε 24 χρόνια φυλάκισης για δολοφονία, ισχυρίστηκε ότι έχει σκοτώσει 42 άτομα, με τοπική εφημερίδα να του αποδίδει συνολικά 27 θανάτους. Η σειρά του να συναντήσει τον δημιουργό του ήρθε εν τέλει σ’ ένα σαλούν στο Ελ Πάσο, και σ’ αυτό τον «βοήθησε» ο John Selman.

Ως single, το All Along the Watchtower κυκλοφόρησε δέκα μέρες μετά το άλμπουμ, ωστόσο γνώρισε ευρύτερη απήχηση όταν το διασκεύασε ο «τεράστιος» Jimi Hendrix την αμέσως επόμενη χρονιά, παρουσιάζοντάς το ως single και συμπεριλαμβάνοντάς το ένα μήνα αργότερα στο Electric Ladyland, το τρίτο και τελευταίο studio album των Jimi Hendrix Experience. Ο Δημήτρης Πουλικάκος προσάρμοσε πρώτος ελληνικό στίχο, σ΄ αυτό που με τη δική του φωνή έγινε γνωστό τελικά ως Γύρω-γύρω στη σκοπιά. Ο Διονύσης Σαββόπουλος τον τροποποίησε και συμπεριέλαβε το κομμάτι υπό τον τίτλο Ο Παλιάτσος κι ο Ληστής στο άλμπουμ Μπάλλος εν έτει 1971. Εξαιρετικές ερμηνείες έκαναν κατά τις επόμενες δεκαετίες τόσο οι αδελφοί Κατσιμίχα όσο ο ένας και μοναδικός, Βλάσης Μπονάτσος. Πρόκειται για το κορυφαίο -μακράν- τραγούδι του Bob Dylan σε live εμφανίσεις, καθώς από το 1974, όταν και το ερμήνευσε στην πρώτη περιοδεία του μετά το 1966, το έχει πει 2268 φορές(!), σχεδόν 200 περισσότερες από το αμέσως επόμενο!

  1. Stuck Inside of Mobile with the Memphis Blues Again (07:05) – Blonde on Blonde (1966)

Οι αλληγορίες του Dylan, στα καλύτερά τους! Σε ένα απολαυστικό rock & roll επτάλεπτο, μέσα από εννιά στροφές, ο εμβληματικός καλλιτέχνης γράφει ορισμένα από όσα σκέφτεται και αφήνει άπαντες να αναρωτιούνται σε τι ακριβώς αναφέρεται! Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνεται και ο «τεράστιος» John Lennon, ο οποίος σε ένα στιχουργικό παραλήρημα 4,5 λεπτών, που τιτλοφορείται Satire 2 και συναντούμε στο John Lennon Anthology (1998), διακωμωδεί τον τηλεοπτικό τρόπο παρουσίασης των ειδήσεων, ενώ, μιμούμενος τον Dylan, καταλήγει προς το τέλος με τον στίχο Stuck Inside of a Lexicon with the Roget’s Thesaurus Blues Again”… πριν περιλάβει και τον George Harrison! Ένα… cameo από τις εικόνες του Αμερικανού κάνει ο William Shakespeare, ο οποίος τον επηρέασε ιδιαίτερα στη διαδρομή του, ενώ το τραγούδι είναι ένα από τα πλέον… αγαπημένα του, καθώς με 748 ζωντανές εκτελέσεις βρίσκεται στη 19η θέση της σχετικής λίστας. “Oh, Mama, can this really be the end / to be stuck inside of Mobile / with the Memphis blues again”!

  1. On the Road Again (02:35) – Bringing It All Back Home (1965)

Είναι το «αιρετικό» πέμπτο studio album του Bob Dylan, το οποίο ξεφεύγει -όχι οριστικά- από τους folk/country δρόμους των προηγούμενων, ξεπερνώντας τον αποκλειστικό συνδυασμό ακουστικής κιθάρας και φυσαρμόνικας και προσθέτοντας ηλεκτρικό ήχο. Το γεγονός τον έφερε αντιμέτωπο με τους φανατικούς της folk, οι οποίοι τον θεώρησαν προδότη, μέσες-άκρες, και τον αποδοκίμαζαν στις επόμενες συναυλίες του. Ο Αμερικανός θα σταματούσε τις περιοδείες ένα χρόνο αργότερα και για οκτώ έτη, με αρχική δικαιολογία ένα «μυστήριο» τροχαίο ατύχημα με τη μοτοσυκλέτα του. Πλην όμως, με τη νέα μουσική κατεύθυνσή του, που προέκυψε -συμπτωματικά ή όχι- κάποιους μήνες μετά τη διά ζώσης γνωριμία του με τους Beatles, το Bringing It All Back Home έγινε το δεύτερο no. 1 άλμπουμ του Dylan στην Αγγλία και το πρώτο που μπήκε στο top 10 των Η.Π.Α. (no. 6), όπου πιστοποιήθηκε χρυσό το 1967 και πλατινένιο το 2001.

Το On the Road Again είναι ένα σουρεαλιστικό blues rock, που ξεκινά με ένα υπέροχο hook της φυσαρμόνικας του δημιουργού, πριν γειωθεί στον πιο basic ήχο του συγκεκριμένου genre. Οι στίχοι περιγράφουν τις πλέον αδιανόητες καταστάσεις που -δεν- μπορεί να αντιμετωπίσει κάποιος ο οποίος φιλοξενείται στο σπίτι της συντρόφου του, όπου κατοικεί και όλη η υπόλοιπη οικογένειά της, και όλοι αυτοί μέσα στο μυαλό του Dylan, που αρχίζει να παίρνει… περίεργες στροφές μετά το πιο στοχευμένο, protest πρόσφατο παρελθόν του. Και παρότι δεν ερμήνευσε ποτέ live το συγκεκριμένο τραγούδι, αυτό δεν μας εμποδίζει να το ξεχωρίσουμε! “Then you ask why I don’t live here / Honey, I gotta think you’re really weird”!

  1. Odds and Ends (01:47) – The Basement Tapes (1975)

Μπορεί ο Αμερικανός δημιουργός να έμεινε επί οκτώ χρόνια μακριά από τις συναυλίες, ωστόσο το διάστημα αυτό ήταν από τα πλέον παραγωγικά της πορείας του, παρουσιάζοντας ισάριθμους δίσκους. Ακόμη περισσότερο, το 1967 ηχογράφησε πάνω από 100 τραγούδια μαζί με τα μέλη του σχήματος που λίγο αργότερα έγιναν γνωστά ως The Band, προερχόμενα τα περισσότερα από τους Hawks. Η μεγάλη πλειοψηφία των κομματιών παρουσιάστηκε στη συλλογή The Bootleg Series Vol. 11: The Basement Tapes Complete, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα (2014), ωστόσο ορισμένα εξ αυτών επρόκειτο να κυκλοφορήσουν ως το 16ο studio album του Dylan και τρίτο διπλό, The Basement Tapes. Λίγο πριν το release έγιναν overdubs και ο δίσκος διατέθηκε με κάθε επισημότητα, σημαίνοντας υφολογικά μια επιστροφή στις ρίζες της αμερικανικής rock.

Ο ήχος του project είναι τραχύς και ακατέργαστος, τα tracks τείνουν να θυμίζουν demo σε αρκετές περιπτώσεις, αλλά δεν παύουν να έχουν μια αυθεντικότητα, η οποία εκτιμήθηκε γενικότερα. Το άλμπουμ μπήκε στο top 10 τόσο των βρετανικών όσο και των εγχώριων charts (no. 8 και no. 7, αντίστοιχα), ενώ έγινε χρυσό το 1977 στην πρώτη περίπτωση και το 2000 στη δεύτερη. Το Odds and Ends ανοίγει το Basement Tapes, είναι το μικρότερο τραγούδι της λίστας μας και ακόμη ένα που δεν ερμήνευσε ποτέ ζωντανά ο καλλιτέχνης. Στιχουργικά πρόκειται για ένα από τα πιο straightforward κομμάτια του Dylan, χωρίς υψηλά νοήματα και βαθυστόχαστους συλλογισμούς, δίνοντας συγχρόνως και το στίγμα για το στυλ ολόκληρου του Basement Tapes. “Now, you take your file and you bend my head / I never can remember anything that you said / You promised to love me, but what do I know / You’re always spillin’ juice on me like you got someplace to go”.

  1. Subterranean Homesick Blues (02:21) – Bringing It All Back Home (1965)

Είναι το τραγούδι που ανοίγει τον δίσκο, σημαίνοντας με τον πλέον επίσημο τρόπο την επέκταση του Bob Dylan σε νέους μουσικούς δρόμους. Αυτό είχε καταστεί σαφές δύο εβδομάδες νωρίτερα, όταν το Subterranean Homesick Blues κυκλοφόρησε ως lead single, όντας το πρώτο του δημιουργού που κατόρθωσε να πλασαριστεί στα charts των Η.Π.Α. (no. 39), και το δεύτερο συνεχόμενο που μπήκε στο top 10 των βρετανικών (no. 9). Ως προς τη μουσική προσέγγιση, ο Dylan επηρεάστηκε αισθητά από το σχεδόν προ δεκαετίας Too Much Monkey Business (1956) του «τεράστιου» Chuck Berry, «πατέρα» του rock ‘n’ roll, αλλά και ορισμένα αυτοσχεδιαστικά -συχνά άνευ νοήματος, ακόμη και λέξεων- κομμάτια (scat songs) της δεκαετίας του ’40. Σε ανάλογο ύφος, ο καλλιτέχνης θίγει εμβόλιμα πολιτικοκοινωνικά θέματα μέσα από φρασίδια που λειτουργούν ως «χτυπήματα», κάποια εκ των οποίων δεν θα αργήσουν να μετατραπούν σε συνθήματα εκείνη την περίοδο.

Το τραγούδι συγκαταλέγεται μεταξύ των πρωτοπόρων για έναν ακόμη λόγο, καθώς πρόκειται για ένα από τα πρώτα οπτικοποιημένα· ό,τι δηλαδή θα γινόταν αργότερα γνωστό ως music video ή, στα καθ’ ημάς, video clip. Σε παράδρομο του Λονδίνου, κοντά στο πολυτελές Savoy Hotel, ο Dylan εμφανίζεται να κρατά περισσότερα από 60 πλακάτ με -ενίοτε παραφρασμένες- λέξεις από τους στίχους του Subterranean Homesick Blues, που ακολουθούν τη ροή του διαδεχόμενα το ένα το άλλο. Η σκηνή προέρχεται από την έναρξη του ντοκιμαντέρ το οποίο σκηνοθέτησε ο Donn Alan Pennebaker για τον νεαρό δημιουργό και παρουσιάστηκε το 1967 με τίτλο Dont Look Back, αναφορικά με την προ διετίας περιοδεία του στην Αγγλία. Μια ακουστική version του κομματιού αποκλειστικά με την κιθάρα του Αμερικανού, που τότε απορρίφθηκε, συμπεριλήφθηκε τελικά το 1991 στο Bootleg Series Volumes 1–3 (Rare & Unreleased) 1961–1991.

  1. Outlaw Blues (03:05) – Bringing It All Back Home (1965)

Αν η πρώτη, «ηλεκτρική» πλευρά του άλμπουμ ήταν ικανή να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από τους τέως συνοδοιπόρους του στα «αγνά» μουσικά μονοπάτια της folk, τότε το συγκεκριμένο κομμάτι ήταν σίγουρα μεταξύ αυτών που μπορούσε να τους ερεθίσει περισσότερο. Ο Dylan παρουσιάζεται αγνώριστος μέσα από ένα ξέφρενο blues rock, με στίχους οι οποίοι δεν το… ψειρίζουν ιδιαίτερα, δίστιχα που επαναλαμβάνονται και δίνουν χώρο… στον χορό! Η μελωδία, basic πέρα ως πέρα, και το Outlaw Blues, ένα από τα outsiders -θεωρητικά- της λίστας μας, το οποίο ο Αμερικανός ερμήνευσε ζωντανά μία και μόνη φορά, μόλις το 2007, σύμφωνα τουλάχιστον με την επίσημη ιστοσελίδα του. “Well, I wish I was on some / Australian mountain range / Oh, I wish I was on some / Australian mountain range / I got no reason to be there, but I / Imagine it would be some kind of change”.

  1. Gonna Change My Way of Thinking (05:28) – Slow Train Coming (1979)

Προερχόμενος από εβραϊκή οικογένεια, το 19ο studio album του Dylan συμπίπτει με την ένθερμη μεταστροφή του στον χριστιανισμό και την Ευαγγελική Εκκλησία, αποτελώντας το πρώτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας, που θα ολοκληρωθεί τα επόμενα δύο χρόνια. Οι στίχοι του αποκτούν έντονα θεολογικά χαρακτηριστικά και αναφορές, η μουσική του εντάσσεται στο χώρο του Christian rock και της gospel και, αν μη τι άλλο, αυτή η πρώτη προσπάθεια στέφεται με ιδιαίτερη επιτυχία. Το Slow Train Coming ανέβηκε στη δεύτερη θέση των βρετανικών charts, στην τρίτη των αντίστοιχων των Η.Π.Α. και έγινε πλατινένιο μέσα σ’ ένα χρόνο στη δεύτερη περίπτωση. Για τις ανάγκες του δίσκου ο καλλιτέχνης προσέγγισε τον Mark Knopfler, προκειμένου να ηγηθεί στην κιθάρα, όπως και έγινε. Το all-time classic Sultans of Swing, του Βρετανού, είχε κυκλοφορήσει αρχικά ως single και εν συνεχεία στο Dire Straits· το παρθενικό, ομώνυμο της μπάντας studio album της, την προηγούμενη χρονιά. Ο Knopfler συμφώνησε, αλλά πριν μάθει τη… θεματική του project!

Το Gonna Change My Way of Thinking ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του Slow Train Coming και κάποιος μπορεί κάλλιστα να ισχυριστεί ότι αποτελεί έναν από τους πυλώνες του, ως προς τα όψιμα… θεάρεστα ενδιαφέροντα του Dylan. Ήδη ο τίτλος προκαταβάλλει, ενώ οι στίχοι του παρουσιάζουν ρητώς βιβλικές αναφορές: “Jesus said, “Be ready / For you know not the hour in which I come” / He said, “He who is not for Me is against Me” / Just so you know where He’s coming from”. Το τραγούδι έχει ένα εθιστικό, κοφτό riff καθ’ όλη τη διάρκεια, ο ήχος γεμίζει προοδευτικά, ενώ η ενορχήστρωση είναι υπέροχη και κάθε όργανο κατορθώνει να έχει την τιμητική του σε περισσότερες από μία στιγμές· από τα κιθαριστικά leaks του Knopfler και τα τύμπανα του Pick Withers, drummer των Dire Straits, τον οποίο πρότεινε ο πρώτος στον Dylan, έως τα πλήκτρα του και co-producer Barry Beckett και ιδιαίτερα τα πνευστά των Muscle Shoals Horns.

  1. The Groom’s Still Waiting at the Altar (04:04) – Shot of Love (1981)

Το 21ο studio album του Bob Dylan είναι το καταληκτικό μέρος της άτυπης Christian-oriented τριλογίας του, που είχε ξεκινήσει δύο χρόνια νωρίτερα. Πρόκειται για ένα project που εισέπραξε μετριότατες κριτικές, σημειώνοντας μερικά αρνητικά ρεκόρ: Έγινε η πρώτη δουλειά του Αμερικανού με original περιεχόμενο, που δεν κατόρθωσε να γίνει έστω gold στις Η.Π.Α. μετά το παρθενικό άλμπουμ του. Κατά αντίστοιχο τρόπο, σημείωσε τη χαμηλότερη επίδοση στα εγχώρια charts έως εκείνη τη στιγμή, φτάνοντας μόλις στην 33η θέση, παρότι η -όχι άμεση- συνέχεια θα ήταν ακόμη χειρότερη. Εν τούτοις στο Ηνωμένο Βασίλειο το Shot of Love μπήκε με χαρακτηριστική άνεση στο top 10 των charts (no. 6). Είναι αρκετά ασφαλές να ειπωθεί ότι το Groom’s Still Waiting at the Altar σήμανε μια από τις άστοχες επιλογές του Dylan, υπό την έννοια ότι αποφάσισε αρχικά να μην το συμπεριλάβει στο βινύλιο του άλμπουμ, παρότι μπήκε κανονικά στην κασέτα που παρουσιάστηκε συγχρόνως. Ως B-side εμφανίστηκε στο single του Heart of Mine, ενώ λίγα χρόνια αργότερα προστέθηκε κανονικά πλέον στο CD, καθώς επίσης στη νέα έκδοση του βινυλίου (1985). Πρόκειται για ένα εκρηκτικό blues rock, που ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του άλμπουμ και κυμαίνεται στιχουργικά μεταξύ σουρεαλισμού -αλληγοριών, ίσως;- και θεολογικών αναφορών. Περαιτέρω, καθώς το refrain είναι αμιγώς χριστιανικού χαρακτήρα και νοήματος, διόλου απίθανο ο… νυμφίος που στέκει μπροστά στο ιερό να μην είναι παρά ο Νυμφίος της Εκκλησίας.

  1. ‘Til I Fell in Love with You (05:17) – Time Out of Mind (1997)

Είναι το 30ό studio album του Bob Dylan και κυρίως ένας σταθμός στην καριέρα του «τεράστιου» δημιουργού, καθώς σηματοδοτεί την αναγέννησή του. Αυτή προκύπτει ως τέτοια κρίνοντας από τη συνέχεια, η οποία ήταν μόνο ανοδική κατά την επόμενη 20ετία, εν αντιθέσει προς τα προηγούμενα δώδεκα χρόνια, αν όχι και παραπάνω· περίοδο, κατά την οποία δεν έπαψε ποτέ να βγάζει μικρότερα ή μεγαλύτερα «διαμάντια», ωστόσο η συνολική εικόνα του φάνταζε σε μια διαρκή καμπή, τουλάχιστον ως προς την απήχηση που φαίνονταν να έχουν τα νέα εγχειρήματά του. Το Time Out of Mind είναι ο πρώτος δίσκος του Αμερικανού με original περιεχόμενο μετά το 1990, καθώς είχαν μεσολαβήσει δύο με διασκευές traditional folk. Συγχρόνως έγινε ο πρώτος του, που κατόρθωσε να μπει -έστω και οριακά- στο top 10 τόσο των βρετανικών όσο και των εγχώριων charts, οκτώ χρόνια μετά το Oh Mercy (1989) στην πρώτη περίπτωση και 18 χρόνια μετά το Slow Train Coming (1979) στη δεύτερη! Πρόκειται για ένα project με έντονα bluesy χαρακτήρα, δίχως ωστόσο να περιορίζεται εκεί, ενώ ο ήχος του είναι ίσως ό,τι πιο “artificial” μπορεί να ακούσει κάποιος από Dylan. Γι’ αυτό ευθύνεται ο Καναδός παραγωγός, Daniel Lanois, με τον οποίο ο καλλιτέχνης είχε δουλέψει ξανά στο Oh Mercy, μετά από πρόταση του Bono, των U2, που είχε προηγούμενη εμπειρία από τις δύο συνεργασίες μαζί του. Ο Lanois μετρούσε ήδη αρκετές παραγωγές στο βιογραφικό του σε δίσκους διαφόρων δημιουργών, μεταξύ των οποίων οι σπουδαίοι Peter Gabriel και Brian Eno.

Το Til I Fell in Love with You είναι ένα απολαυστικό, κοντρολαρισμένο και εν τέλει λιτό blues rock, με μια υπέροχη γκρούβα που δίνει το στίγμα ολόκληρου του τραγουδιού. Προέκυψε καθώς ο Dylan δούλευε επάνω στο Marchin’ to the City, το οποίο κάπως έτσι «κόπηκε» και συμπεριλήφθηκε έντεκα χρόνια αργότερα στο Bootleg Series Vol. 8: Tell Tale Signs: Rare and Unreleased 1989–2006 (2008). Ένας Dylan, που πλέον δεν θυμίζει σε τίποτα τον τραγουδιστή των πρώτων δεκαετιών της διαδρομής του, με μια γοητευτική τραχύτητα και εντεινόμενη βραχνάδα, η οποία τον κατατάσσει αυτομάτως ως τη φωνή μιας εποχής ακόμη και πριν από τη δική του, η οποία αξιωματικά πρέπει να υπάρχει στην παραμονή της νέας χιλιετίας, μεταφέροντας στο σήμερα με μοναδικό τρόπο τη συγκεκριμένη retro αισθητική και συνοψίζοντας όσα μπορούν να συμποσώσουν οι λέξεις “badass” και “style”. Το κομμάτι είναι ευθύ και σαφές σε όλα τα επίπεδα, δίχως βαθυστόχαστα νοήματα· αρκούν λίγοι στίχοι: I’m thinking about that girl who won’t be back no more / I don’t know what I’m gonna do / I was all right ‘til I fell in love with you”.

  1. Man of Peace (06:32) – Infidels (1983)

Για τη συμπαραγωγή του 22ου studio album του ο Bob Dylan προσέλαβε τον προ τετραετίας συνεργάτη του, Mark Knopfler, με αυξημένα καθήκοντα πλέον. Αυτή τη φορά το θρησκευτικό στοιχείο υποχωρεί μεν, αλλά δεν εξαλείφεται από την ποίηση του Αμερικανού. Αν εξαιρέσει κάποιος το soundtrack της ταινίας Pat Garrett & Billy the Kid (1973), που παρουσιάστηκε ως ο 12ος δίσκος του, και το Dylan, που ακολούθησε λίγους μήνες αργότερα ερήμην του καλλιτέχνη και ως η «εκδίκηση» της δισκογραφικής, επειδή ο πρώτος έφυγε για περίπου ένα χρόνο από το «μαντρί» της Columbia, κυκλοφορώντας ένα studio και ένα live album το 1974, το Infidels ολοκλήρωσε ένα σερί 19 συνεχόμενων παρουσιών του Dylan στο top 10 των βρετανικών charts (no. 9). Στην Αμερική συμπλήρωσε απλώς το top 20, ωστόσο έγινε άμεσα χρυσό. Στον δίσκο συμμετέχει μεταξύ άλλων ο Mick Taylor, πρώην κιθαρίστας των Rolling Stones, ο οποίος συνέδεσε την παρουσία του με ίσως τα κορυφαία άλμπουμ της μπάντας, μέσα στα μόλις πέντε χρόνια παραμονής του εκεί (1969-1974).

Το Man of Peace ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του δίσκου και είναι ένα ενθουσιώδες, mid-tempo rock κομμάτι, όπου, πέρα από την πάγια κυρίαρχη ερμηνεία του Dylan, κεντρίζουν την προσοχή τα πλήκτρα του Alan Clark, ο οποίος προτάθηκε από τον Knopfler σε συνέχεια της τριετούς συνεργασίας τους στους Dire Straits. Μέσα σε οκτώ στροφές, ο βραχύσωμος Bob παρουσιάζει τους χίλιους-δυο τρόπους με τους οποίους ο Διάβολος μπορεί να εμφανιστεί μπροστά σου… πάντοτε εν ειρήνη! Πώς θα ανταποκριθείς, δεν τίθεται καν ως ερώτημα, ούτε υπονοείται η απάντηση. Πρόβλημά σου! “He’s a great humanitarian, he’s a great philanthropist / He knows just where to touch you, honey, and how you like to be kissed / He’ll put both his arms around you / You can feel the tender touch of the beast / You know that sometimes Satan comes as a man of peace”!

  1. Isis (06:58) – Desire (1976)

Το 17ο studio album του Dylan κυκλοφόρησε μόλις έξι μήνες μετά το προηγούμενο και έμελλε να είναι ένα από τα κορυφαία του σε μια σειρά επιπέδων. Εν πρώτοις, έγινε το τρίτο no. 1 του Αμερικανού εντός συνόρων, σημειώνοντας το ακατάρριπτο ατομικό ρεκόρ των πέντε διαδοχικών εβδομάδων στην κορυφή των charts. Έγινε άμεσα πλατινένιο, όντας χρονικά το πρώτο του εμπνευσμένου δημιουργού που πέτυχε κάτι τέτοιο, και για δεύτερη φορά το 1999, κάτι που από τη συγκεκριμένη κατηγορία δίσκων του είχε καταφέρει μόνο το Blood on the Tracks το 1994 και θα πετύχαινε ακόμη μόνο το Blonde on Blonde το 2003. Το Desire έλαβε πιστοποίηση gold στη Γερμανία το 1979, κάτι που έκτοτε θα κατόρθωνε μόνο το Modern Times (2006) εν έτει 2016. Η παραγωγή του δίσκου δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα έλεγε κάποιος «εύκολη υπόθεση», καθώς ο Dylan βρέθηκε τις πρώτες φορές στο στούντιο μαζί με υπεράριθμο αριθμό μουσικών, ελέω κακού αρχικού προγραμματισμού, που έκανε τα πάντα δυσλειτουργικά και τη «χημεία» μεταξύ τους άγνωστη έννοια.

Ξεχωρίζει για τη συμμετοχή της η τότε 26χρονη βιολονίστρια, Scarlet Rivera, την οποία είδε τυχαία ο Αμερικανός να περνά από το πεζοδρόμιο με το όργανό της στη θήκη και την προσκάλεσε στο στούντιο για πρόβες στα νέα του τραγούδια, όπως και έγινε. Το βιολί αναδεικνύεται σε ολόκληρο το project, ως ένας εντελώς καινούριος ήχος στις δουλειές του καλλιτέχνη, προσθέτοντας κάτι απρόσμενο και ενδιαφέρον. Ακόμη ένα πρωτότυπο χαρακτηριστικό του Desire, που κινείται γενικά στο χώρο της country rock, είναι ότι σχεδόν όλα τα κομμάτια γράφτηκαν από τον Dylan σε συνεργασία με τον Jacques Levy. Ο συγκεκριμένος είχε γίνει γνωστός συνυπογράφοντας με τον Roger McGuinn το Chestnut Mare για τους Byrds (1970), το τελευταίο τους hit που μπήκε στο top 20 των βρετανικών charts. Όσον αφορά το Isis, είναι ένα απολαυστικό αφηγηματικό slow-burning song, για την ιστορία του οποίου ο Dylan χρειάζεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, 13 στροφές! Πλήρες αλληγοριών και έμμεσων αναφορών, το τραγούδι εκκινεί από τον γάμο του αφηγητή, τον οποίο εγκαταλείπει σύντομα προκειμένου να γυρίσει τον κόσμο, ταξιδεύοντας στο άγνωστο και φτάνοντας έως τις πυραμίδες, πριν πάρει τελικά τον δρόμο της επιστροφής. Η Rivera ξεχωρίζει στο βιολί, το ίδιο και ο frontman, τόσο στη φυσαρμόνικα όσο και στα… βασικά που παίζει στο πιάνο.

  1. This Wheel’s on Fire (03:52) – The Basement Tapes (1975)

Το τραγούδι υπογράφει ο Dylan με τον μπασίστα του, Rick Danko, που είχε τη συνεπιμέλεια της μουσικής. Ηχογραφήθηκε αρχικά μόλις το 1967, όπως και τα υπόλοιπα του άλμπουμ, ωστόσο κυκλοφόρησε μόλις οκτώ χρόνια αργότερα, τουλάχιστον η συγκεκριμένη version, μετά και τα σχετικά overdubs που προστέθηκαν το 1975. Εν τούτοις το This Wheel’s on Fire είχε ήδη ακουστεί από το 1968, όταν ο Danko το τραγούδησε ως leader του σχήματος που έγινε γνωστό ως The Band, δηλαδή με τους μουσικούς που συνεργαζόταν ο Dylan εκείνο το διάστημα. Συγκεκριμένα, παρουσιάστηκε στο παρθενικό studio album τους, Music from Big Pink. Την ίδια χρονιά, η ερμηνεία της Julie Driscoll, σε συνεργασία με το γκρουπ Brian Auger and the Trinity, έφερε το κομμάτι στο top 5 των βρετανικών charts. Το 1969 οι Byrds το συμπεριέλαβαν επίσης στο άλμπουμ τους, Dr. Byrds & Mr. Hyde. Το This Wheel’s on Fire είναι το καταληκτικό κομμάτι του διπλού Basement Tapes και μια ασυνήθιστη, για τα δεδομένα του Dylan, ψυχεδελική rock μπαλάντα, στίχους της οποίας φαίνεται ότι εμπνέεται από το βιβλίο του προφήτη Ιεζεκιήλ της Παλαιάς Διαθήκης. Χρειάστηκε να περάσουν 20 χρόνια προκειμένου να αρχίσει να συμπεριλαμβάνεται στο setlist των συναυλιών του Αμερικανού, οι ζωντανές εκτελέσεις του οποίου, ειρήσθω εν παρόδω, έχουν διαχρονικά και κατά κανόνα από μικρή έως ελάχιστη σχέση με τις αντίστοιχες των δίσκων, κάτι για το οποίο έχει κατηγορηθεί αρκετές φορές στη μακρά διαδρομή του.

  1. Lay, Lady, Lay (03:18) – Nashville Skyline (1969)

Το ένατο studio album του Bob Dylan κυκλοφόρησε περίπου 15 μήνες μετά το προηγούμενο, επιστρέφοντας μάλιστα σε folk/country μονοπάτια, αλλά διατηρώντας συγχρόνως τον ηλεκτρικό ήχο και υιοθετώντας ο ίδιος μια croon χροιά στη φωνή του, που τον έκανε να ακούγεται αγνώριστος! Το Nashville Skyline έγινε το δεύτερο συνεχόμενο no. 1 του Αμερικανού στο Ηνωμένο Βασίλειο και τέταρτο συνολικά, παραμένοντας στην κορυφή επί τέσσερεις διαδοχικές εβδομάδες. Στις Η.Π.Α. αναρριχήθηκε έως την τρίτη θέση, έγινε άμεσα χρυσό και πλατινένιο το 1986. Το Lay, Lady, Lay είναι ένα ερωτικό, smooth τραγούδι με πολύ απλό μήνυμα. Ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του δίσκου και κυκλοφόρησε τρεις μήνες αργότερα ως το δεύτερο single αυτού, ενώ έμελλε να είναι το τελευταίο hit του Dylan που μπήκε στο top 10 είτε των βρετανικών είτε των εγχώριων charts (no. 5 και no. 7, αντίστοιχα).

Είναι το κομμάτι για τα τύμπανα του οποίου ο drummer Kenny Buttrey ήταν πιο περήφανος, καθώς προέκυψε στο πρώτο κιόλας take, μέσα από έναν ιδιαίτερο πειραματισμό, που θεωρητικά δεν θα έπρεπε να οδηγήσει πουθενά: ούτε ο ίδιος, ούτε ο Dylan, ούτε ο παραγωγός Bob Johnston είχαν συγκεκριμένη εικόνα για τα drums που φαντάζονταν στο τραγούδι. Κάποια στιγμή ο δεύτερος πρότεινε bongos και ο τρίτος κουδούνια. Βέβαιος για την αποτυχία του συνδυασμού, ο Buttrey τα έδωσε στον Kris Kristofferson, που εκείνη την περίοδο εργαζόταν ως επιστάτης μέσα στο στούντιο της δισκογραφικής. Ο λόγος, βεβαίως, για τον μετέπειτα εγνωσμένο ηθοποιό, δημιουργό και ερμηνευτή της country, τον άνθρωπο ο οποίος έμελλε να πρωταγωνιστήσει στη σημαίνουσα ταινία του Sam Peckinpah, Pat Garrett & Billy the Kid (1973), υποδυόμενος τον δεύτερο, στο πλευρό ενός εντυπωσιακού James Coburn. Μάλιστα ο Buttrey έστρεψε προς τον Kristofferson το μοναδικό μικρόφωνο που είχε στη διάθεσή του για ολόκληρο το drum kit, με συνέπεια ο ίδιος να συνοδεύει κάπου στο παρασκήνιο. Ό,τι κι αν συνέβη εκείνη τη μέρα του Φεβρουαρίου του 1969, πέτυχε!

  1. Going, Going, Gone (03:27) – Planet Waves (1974)

Το 14ο studio album του Dylan είναι και το μόνο που κυκλοφόρησε έξω από την… αγκαλιά της Columbia, από την Asylum στις Η.Π.Α. και την Island Records στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά σύμπτωση, ωστόσο, έγινε επίσης το παρθενικό no. 1 του καλλιτέχνη εντός συνόρων, παραμένοντας στην κορυφή για τέσσερεις συνεχόμενες εβδομάδες, ενώ πιστοποιήθηκε άμεσα χρυσό. Στην Αγγλία έφτασε έως την έβδομη θέση, ενώ η παραγωγή του συνέπεσε με την απόφαση του δημιουργού να αρχίσει και πάλι τις περιοδείες μετά από οκτώ χρόνια αποχής. Εξερευνώντας το χώρο της roots rock, το Planet Waves δεν διστάζει να κινηθεί θεματικά σε πιο σκοτεινά μονοπάτια, με το Going, Going, Gone να αποτελεί την επιτομή αυτής της αναζήτησης, αιωρούμενο μεταξύ ζωής και θανάτου, στο διαχωριστικό σύνορο της αυτοκτονίας. Μια υπέροχη μπαλάντα, με έναν εκπληκτικό Robbie Robertson των Band να δίνει ρεσιτάλ στην ηλεκτρική κιθάρα καθ’ όλη τη διάρκεια, ενώ σε καίρια σημεία ακούγεται να σφίγγει «τη θηλιά» γύρω από τον λαιμό του Dylan, όπως έχει διατυπωθεί εύστοχα.

  1. Tell Me That It Isn’t True (02:43) – Nashville Skyline (1969)

Είναι με διαφορά το πιο «μελό» τραγούδι της λίστας μας και πιθανότατα του ίδιου του Dylan. Με croon voice που θα ζήλευε και ο Elvis, ο ήρωας του τραγουδιού, βγαλμένος απευθείας από Άρλεκιν (υποθέτουμε), ελπίζει ότι η σύντροφός του δεν θα τον εγκαταλείψει τελικά και ότι λένε ψέματα όσοι ισχυρίζονται ότι την είδαν πιασμένη χεράκι-χεράκι με έναν ψηλό, μελαχρινό, βουτυράτο! Ο καλλιτέχνης έχει παραδεχτεί ότι αλλιώς το φανταζόταν όταν το έγραφε, εν τέλει όμως παρέδωσε το αφελές, αλλά ρομαντικό, ξενόγλωσσο «Πολλές Φορές» ή, για να συνεννοηθούμε, «Πού θα πας και θέλεις να μ’ αφήσεις», που θα παρουσίαζαν ο Μανώλης Χιώτης και η Μαίρη Λίντα ένα χρόνο αργότερα! Χρειάστηκε να περάσουν 30 χρόνια μέχρι ο Dylan να φέρει on stage το Tell Me That It Isn’t True (το 2000), και το σχετικό… ειδύλλιο κράτησε για μια γεμάτη πενταετία!

  1. North Country Blues (04:35) – The Times They Are A-Changin’ (1964)

Ένα επαναλαμβανόμενο καταθλιπτικό μουσικό μοτίβο επιτρέπει στον Bob Dylan να διηγηθεί την ιστορία του, που εκτείνεται σε δέκα στροφές μέσα από την οπτική μιας γυναίκας. Στο τραγούδι που ολοκληρώνει την πρώτη πλευρά του δίσκου, ο νεοφανής δημιουργός τραγουδά λιτά και αποκλειστικά με την κιθάρα του για την οικονομική ένδεια της αμερικανικής υπαίθρου, ιδιαίτερα για μια περιοχή εξόρυξης κόκκινου σιδήρου, η υπεύθυνη εταιρία της οποίας αποφασίζει να σταματήσει τις εργασίες της εκεί και να τις μεταφέρει στις Νότιες Πολιτείες της Αμερικής, όπου οι εργάτες «δουλεύουν σχεδόν για το τίποτα». Ο Dylan φαίνεται πως έχει κατά νου μια συγκεκριμένη τοποθεσία, όχι μακριά από το Hibbing της Μινεσότα, της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Είναι ο τόπος στον οποίο μεγάλωσε η αφηγήτρια, όπου όλοι οι άντρες των οικογενειών δούλευαν σ’ αυτήν την εταιρία εξορύξεων. Η μητέρα της αρρώστησε και πέθανε όταν ήταν μικρή, με συνέπεια να τη μεγαλώσει ο αδερφός της, τον οποίο έχασε αργότερα σε εργατικό ατύχημα, όπως και τον πατέρα της προηγουμένως. Η ίδια παράτησε το σχολείο για να παντρευτεί, έκανε τρία παιδιά, κι ενώ για κάποια χρόνια η ζωή κυλούσε κατά το δυνατόν ικανοποιητικά, οι βάρδιες στη δουλειά μειώθηκαν κατά το ήμισυ και κάποια στιγμή οι εξορύξεις σταμάτησαν. Το τραπέζι έμεινε άδειο από φαγητό και μια μέρα ο σύζυγός της, που έψαχνε τη λύση στο ποτό, την εγκατέλειψε, μόνη με τα παιδιά της. Αν καταφέρει να τα μεγαλώσει, πλέον δεν θα υπάρχει τίποτα που να μπορεί να τα κρατήσει κοντά της. Μέσα από το North Country Blues ο Dylan υποβάλλει τα διαπιστευτήριά του προς πάσα κατεύθυνση για την αφηγηματική του ικανότητα, και συνεπώς δεν θα μπορούσε να μην συμπεριλαμβάνεται στις επιλογές μας.

  1. My Back Pages (04:23) – Another Side of Bob Dylan (1964)

Το τέταρτο studio album του καλλιτέχνη κυκλοφόρησε μόλις έξι μήνες μετά το προηγούμενο. Παρότι και σ’ αυτήν την περίπτωση είναι αποκλειστικά σόλο, με την κιθάρα, τη φυσαρμόνικά του και την προσθήκη πιάνου σε ένα track, θεματικά ο τότε 23χρονος Dylan δείχνει να επανεξετάζει τον φανατισμό με τον οποίο είχε τοποθετηθεί στις πρώτες δουλειές του, κάνοντας την αυτοκριτική του. Το γεγονός εκφράζεται καλύτερα από οπουδήποτε στο My Back Pages, που κατά πάσα πιθανότητα είναι το τελευταίο κομμάτι το οποίο έγραψε για τον συγκεκριμένο δίσκο και σίγουρα το τελευταίο που ηχογράφησε. Αυτό, μαζί με αρκετά ακόμη, «γεννήθηκε» κατά ένα σύντομο διάστημα διαμονής του στη Βουλιαγμένη! Η μελωδία του βρίσκεται πολύ κοντά στο Lonesome Death of Hattie Carroll, που είχε παρουσιαστεί λίγο καιρό νωρίτερα, στο Times They Are A-Changin’. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Σαββόπουλος δανείστηκε τον τίτλο του τραγουδιού του Αμερικανού για να παρουσιάζει το δικό του, Οι Πίσω μου Σελίδες, στο άλμπουμ Το Περιβόλι του Τρελλού, που αυτή τη φορά δεν σχετίζεται κάπως αλλιώς με το αυθεντικό. Το Another Side of Bob Dylan ανέβηκε στο no. 8 των charts του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ το 1999 πιστοποιήθηκε gold στις Η.Π.Α..

  1. Where Are You Tonight? (Journey Through Dark Heat) [06:15] – Street-Legal (1978)

Χρειάστηκε να περάσουν δυόμισι χρόνια από το Desire προκειμένου ο Dylan να παρουσιάσει το 18ο studio album του, μετά από μια έντονη περίοδο διαχείρισης του διαζυγίου με την πρώτη του σύζυγο, Sara Lownds, και μια αποτυχημένη εμπορικά ταινία-ντοκιμαντέρ με τίτλο Renaldo and Clara και πρωταγωνιστές τον ίδιο, τη σύζυγό του και τη Joan Baez· εγχείρημα, το οποίο σκηνοθέτησε επίσης ο ίδιος και κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν από τον δίσκο. Το Street-Legal κινείται κατά βάση μεταξύ rock και pop δρόμων, παρουσιάζοντας ευρεία γκάμα μουσικών, γυναικεία φωνητικά σε κάθε τραγούδι αλλά και σαξόφωνο από τον Steve Douglas. Ως session μουσικός, ο συγκεκριμένος είχε συμμετάσχει μεταξύ άλλων στο σπουδαίο Pet Sounds (1966) αλλά και στο 15 Big Ones (1976) των Beach Boys, ενώ το 1962 συμμετείχε στο He’s a Rebel των Crystals, που έγραψε ο Gene Pitney και έγινε για δύο εβδομάδες no. 1 στις Η.Π.Α..

Εξαιρουμένων των ιδιαίτερων περιπτώσεων των άλμπουμ Pat Garrett & Billy the Kid και Dylan (1973), τα οποία αναφέρθηκαν σε προηγούμενη ευκαιρία, το Street-Legal έγινε ο πρώτος δίσκος του Bob Dylan μετά από έντεκα συνεχόμενους, που δεν κατάφερε, έστω και οριακά, να μπει στο top 10 των αμερικανικών charts (no. 11), παρότι πιστοποιήθηκε άμεσα χρυσός. Αντιθέτως, στο Ηνωμένο Βασίλειο όχι μόνο σημείωσε το καλύτερο πλασάρισμα σε ορίζοντας οκταετίας ανεβαίνοντας στη δεύτερη θέση, αλλά έγινε χρονικά το πρώτο studio album του καλλιτέχνη που πιστοποιήθηκε platinum, εντός επτά μηνών· και μιλάμε για 300.000… χειροπιαστά αντίτυπα. Το Where Are You Tonight? (Journey Through Dark Heat) είναι ένα από τα καλύτερα φινάλε σε δίσκους του Dylan και ένα από τα τρία τέτοια καταληκτικά κομμάτια που υπάρχουν στο συγκεκριμένο αφιέρωμα· ένα δυναμικό -που βαθμιαία γίνεται εκρηκτικό- mid-tempo rock τραγούδι, στο οποίο ο Αμερικανός δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Η υπέροχη ενορχήστρωση προσφέρει τον χώρο σε κάθε μουσικό ξεχωριστά και σε όλους μαζί να κάνουν τη διαφορά, από το όργανο του Alan Pasqua και την ηλεκτρική του Billy Cross έως το σαξόφωνο του Douglas, τα drums του Ian Wallace και όχι μόνο. Σε 13 στροφές γεμάτες αλληγορία ο Dylan αφηγείται για μία ακόμη φορά τα εσώψυχά του, προεικονίζοντας τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό και τα άλμπουμ που πρόκειται να ακολουθήσουν, αν κι αυτό μόνο εκ των υστέρων μπορούσε να διαπιστωθεί.

Σε ό,τι αφορά τις διαθέσιμες versions του Street-Legal, υπάρχει μια μικρή σύγχυση. Η original είχε έναν ιδιαιτέρως «μπουκωμένο» ήχο, σε βαθμό που κάποιοι να αναρωτιούνται σήμερα γιατί το project κυκλοφόρησε έτσι. Το 1999 ο producer, Don DeVito, επέστρεψε στο άλμπουμ, κάνοντας ένα εξαιρετικό remix και remaster. Όταν όμως το 2013 παρουσιάστηκε η απόλυτη συλλογή του Dylan, The Complete Album Collection Vol. 1, στην οποία συμπεριλαμβάνονται 35 studio albums, έξι live και το compilation album Side Tracks, 14 εξ αυτών έγιναν remastered για τις ανάγκες της έκδοσης, μεταξύ των οποίων και το Street Legal. Ωστόσο, στην τελευταία περίπτωση, αντί να γίνει remaster επί της remixed version του 1999, την οποία και προτιμούμε στο σύνολό της, έγινε remaster επί του original mix του δίσκου του 1978. Στο πλαίσιο αυτό, τα κομμάτια που είναι αναρτημένα στο YouTube από το επίσημο κανάλι του Dylan ανήκουν στη remastered version του 2013, με συνέπεια να αναγκαζόμαστε να εντοπίσουμε διαφορετική πηγή για το remix του 1999.

  1. Like A Rolling Stone (06:13) – Highway 61 Revisited (1965)

Από πολλούς θεωρείται το καλύτερο τραγούδι του καλλιτέχνη. Πιο ακριβές ίσως είναι ότι πρόκειται για το πλέον γνωστό, καθώς το πρώτο είναι πάντοτε πιο υποκειμενικό ζήτημα. Το Like A Rolling Stone αποτελεί σήμα κατατεθέν στη δισκογραφία του Αμερικανού. Ανοίγει το άλμπουμ με τρόπο επιβλητικό, ενώ ως lead single κυκλοφόρησε ένα μήνα νωρίτερα. Είναι το κομμάτι που τον οδήγησε για πρώτη φορά στο top 5 τόσο των αμερικανικών όσο και των βρετανικών charts (no. 2 και no. 4, αντίστοιχα) αλλά και το μοναδικό που, έστω και στην εποχή της ψηφιοποίησης, έχει γίνει gold στην Αγγλία από το 2021. Το 2004, το περιοδικό Rolling Stone τοποθέτησε… συμπτωματικά, ή και όχι, το τραγούδι στην πρώτη θέση της λίστας του μετά τα 500 κορυφαία όλων των εποχών, κάτι που δεν άλλαξε ούτε στην αναθεώρης αυτής το 2010.

Επιστρέφοντας από μια περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Dylan ήταν έτοιμος να τα παρατήσει δεδομένων συγκεκριμένων αντιδράσεων, όπως θα δήλωνε αργότερα. Κάνοντας αυτό που ήξερε καλύτερα, να γράφει, ξέσπασε με έναν «οχετό» 10-20 σελίδων, ο οποίος του φανέρωσε μια προοπτική. Το κείμενο άρχισε να μορφώνεται και το τελικό απόσταγμα δεν ήταν παρά οι υπέροχοι στίχοι του Like A Rolling Stone. Ένα αλληγορικό κομμάτι, που οπωσδήποτε ήταν εύκολο να αποκρυπτογραφήσει άμεσα όποιος παρακολουθούσε την όψιμη καλλιτεχνική διαδρομή του Αμερικανού στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Μιλάει για τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη στο ξεκίνημα της πορείας του, την ψευδαίσθηση ενός εικονικού μεγαλείου και τις συγκεκαλυμμένες προειδοποιήσεις για τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης πτώσης, οι οποίες σήμαναν -διαπιστώνοντας εκ του αποτελέσματος- αίσθηση αποξένωσης και εσωτερική μοναξιά. Ολόκληρο το τραγούδι συνοψίζεται στον πρώτο στίχο του refrain, που επαναλαμβάνεται και δεύτερη φορά: How does it feel”?

Το Like A Rolling Stone ήταν το πρώτο που ηχογραφήθηκε για το Highway 61 Revisited, και μάλιστα με διαφορά 45 και πλέον ημερών. Κατόπιν πρόσκλησης του παραγωγού, Tom Wilson, παρών στο session ήταν ο τότε 19χρονος Al Kooper, αποκλειστικά ως παρατηρητής θεωρητικά, ο οποίος έπαιξε εν τέλει στο όργανο το riff που τον μετέτρεψε σε συνεργάτη του Dylan. Πρόκειται για μια περίεργη ιστορία, καθώς ο Wilson ήταν producer του Bob ήδη από το δεύτερο άλμπουμ, εν τούτοις μια διαφωνία των δύο με αφορμή τον ίδιο τον Kooper ήταν αυτή που τον οδήγησε στην πόρτα της εξόδου. Μάλιστα ο Dylan απέφυγε να απαντήσει εκείνα τα χρόνια για τους λόγους της απομάκρυνσης του παραγωγού. Ο Wilson ήθελε να χαμηλώσει στα… πατώματα την ένταση του οργάνου, με τη δικαιολογία ότι ο Kooper δεν γνωρίζει να παίζει, θεωρητικά. Ο δε Dylan, ακούγοντας περισσότερα, απαιτούσε να τον αναδείξει, όπως και έγινε. Το τραγούδι άφησε εποχή και ο Wilson αποχώρησε, με τη θέση του να παίρνει ο Bob Johnston για τα υπόλοιπα tracks του δίσκου αλλά και τα πέντε επόμενα άλμπουμ, έξι μαζί με το… εκδικητικό Dylan (1973) της Columbia. Γενικότερα, ο χρόνος έδειξε ότι ο Bob Dylan δεν υπήρξε ιδιαίτερα εύκολος με τους συνεργάτες του. Όσον αφορά το Like A Rolling Stone, με 2075 live εκτελέσεις είναι το δεύτερο της σχετικής λίστας, ενώ η προσέγγισή του διαφέρει συχνά. Πιάνοντας ακριβώς το όριο της δεύτερης χιλιάδας, το «βάθρο» συμπληρώνει το ομότιτλο κομμάτι του άλμπουμ.

  1. Quinn the Eskimo (The Mighty Quinn) [02:48] – Self Portrait (1970)

Το 10ο studio album του Dylan είναι αυτό της ηθελημένης αυτοαναίρεσής του. Μπουχτισμένος από διαφόρους βαρύγδουπους τίτλους που του απέδιδαν δημοσιογράφοι και όχι μόνο, οι οποίοι θεωρούσαν ότι προσεγγίζουν το είναι του αποδίδοντας προς αυτόν τίτλους όπως «προφήτης» και «εκφραστής μιας ολόκληρης γενιάς», παρουσιάζει το Self Portrait με υλικό που θα ζήλευε κάθε bootleg project. Και ακριβώς επειδή δεν αντιμετωπίστηκε ως τέτοιο, οι κριτικές που εισέπραξε ήταν με μεγάλη διαφορά οι χειρότερες έως εκείνη τη στιγμή. Θέλοντας να το… τερματίσει, ο Αμερικανός κυκλοφόρησε το νέο του εγχείρημα ως το δεύτερο διπλό άλμπουμ, τέσσερα χρόνια μετά το σπουδαίο Blonde on Blonde. Πρόκειται για έναν συνδυασμό διασκευών και original -ορχηστρικών και μη- συνθέσεων, οι οποίες οδήγησαν τον δίσκο απευθείας στην πρώτη θέση των βρετανικών charts, κάτι που δεν είχε πετύχει κανένα από τα τέσσερα προηγούμενα no. 1 άλμπουμ του Dylan εκεί. Στις Η.Π.Α. αναρριχήθηκε έως το no. 4 και έγινε άμεσα χρυσό.

Οι πρώτες versions του Quinn the Eskimo (The Mighty Quinn) είχαν ηχογραφηθεί το 1967, στο πλαίσιο των sessions γι’ αυτό που θα εξελισσόταν στο 16ο studio album του καλλιτέχνη, The Basement Tapes, μόλις το 1975. Μέσα στις πρώτες δέκα μέρες του 1968, έχοντας γνώση του τραγουδιού ανεπίσημα, οι Βρετανοί Manfred Mann σημείωσαν σπουδαία επιτυχία με τη διασκευή του, καθώς έγινε για δύο εβδομάδες no. 1 στο Ηνωμένο Βασίλειο, συμπληρώνοντας επίσης το αμερικανικό top 10. Το κομμάτι κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τον Dylan μόλις το 1970 τελικά, συμπεριλαμβάνοντας στο Self Portrait όχι κάποια studio εκτέλεσή του, αλλά την από το 1969 μία και μοναδική live ερμηνεία του, στο Isle of Wight Festival, που δεν έχει καμία σχέση με τις παλαιότερες, όπως αποδείχθηκε τα επόμενα χρόνια. Έκτοτε, ξαναπαίχτηκε ζωντανά μόλις τη διετία 2002/03, πέντε φορές όλες κι όλες. Με croon voice μεν, γυρίσματα αλά John Lennon δε, ο Dylan επιστρέφει με το συγκεκριμένο τραγούδι στα βασικά του rock και ξεκινά το ταξίδι από την αρχή!

  1. Hurricane (08:33) – Desire (1976)

Ο δίσκος αναρριχήθηκε στην τρίτη θέση των βρετανικών charts, σημειώνοντας το καλύτερο πλασάρισμα του Αμερικανού μετά το 1970 και πέντε studio albums. Το Desire ανοίγει με το πιο επικό τραγούδι του Bob Dylan, ένα αληθινό ποτάμι, το ρεύμα του οποίου σε παρασύρει όλο και πιο ορμητικά, εξελισσόμενο σε χείμαρρο, για 8,5 λεπτά ξέφρενης αφήγησης και αδιανόητης δυναμικής. Η Scarlet Rivera δίνει πραγματικό ρεσιτάλ με τις παράλληλες γραμμές της στο βιολί καθ’ όλη τη διάρκεια, η σύλληψη και ερμηνευτική απόδοση του κομματιού είναι εκπληκτική και το συνολικό αποτέλεσμα ένα από τα καλύτερα folk -και όχι μόνο- rock τραγούδια της δεκαετίας, χωρίς περιστροφές, με στίχους που τσακίζουν κόκαλα, περιγράφοντας με τον κυνικότερο τρόπο τα επόμενα. Το Hurricane είναι αφιερωμένο στον Rubin “Hurricane” Carter, μαύρο πυγμάχο μεσαίων βαρών, ο οποίος καταδικάστηκε άδικα για τριπλή δολοφονία το 1966, σε μια δίκη με έντονα ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Αποφυλακίστηκε εν τέλει 19 χρόνια αργότερα, όταν το δικαστήριο ανέτρεψε την απόφαση των δύο προηγούμενων, απορρίπτοντας τις αρχικές κατηγορίες.

Το 1985, ο αρμόδιος δικαστής αποφάνθηκε ότι η καταδίκη του Carter στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, σε απόδοση αντεκδικητικών κινήτρων -λόγω προηγούμενης δολοφονίας μαύρου ιδιοκτήτη άλλου μπαρ, εντός της ίδιας ημέρας- παρά στη λογική ακολουθία των γεγονότων, και στην αποσιώπηση, παρά στην αποκάλυψη των πραγματικών συμβάντων. Αναγνωρίστηκαν αλληλοσυγκρουόμενες και συνεπώς ανακριβείς πληροφορίες στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, καθώς επίσης ελλιπή στοιχεία από την Αστυνομία και απουσία ενοχοποιητικών στοιχείων από την ιατροδικαστική εξέταση, η οποία να επιτρέπει τη σύνδεση του Carter και του φερόμενου -πλην επίσης καταδικασθέντος- ως συνεργού του, John Artis, με την τριπλή δολοφονία που έλαβε χώρα στο New Jersey, όταν δύο άνδρες εισέβαλαν στο Lafayette Bar and Grill, ανοίγοντας πυρ αδιακρίτως. Ο Carter καταδικάστηκε για δεύτερη φορά το 1976, παρότι ήταν εμφανές ότι υπήρχαν σοβαρά κενά στην όλη υπόθεση. Δύο χρόνια νωρίτερα, και επιμένοντας στην αθωότητά του, είχε κυκλοφορήσει την αυτοβιογραφία του, την οποία απέστειλε στον Bob Dylan λόγω της προηγούμενης δραστηριοποίησης του τελευταίου στον αγώνα υπέρ των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο καλλιτέχνης εμπνεύστηκε από τη δοκιμασία του, επισκέφτηκε τον πυγμάχο στη φυλακή και σε συνεργασία με τον Jacques Levy έγραψαν το Hurricane, ένα από τα λιγοστά protest songs που παρουσίασε στα ‘70s.

Μέσα σε έντεκα μεγάλες στροφές, ο Dylan παρουσιάζει θυελλωδώς το χρονικό της ιστορίας, από τις δολοφονίες στο Lafayette Bar και τη σύλληψη του Carter, που επέστρεφε τα ξημερώματα από άλλο μαγαζί μαζί με τον Artis και έναν ακόμη, έως την υπόσχεση να μην ξεχαστεί η υπόθεση μέχρι να «καθαρίσει» το όνομα του Hurricane. Οι περιγραφές είναι άκρως καυστικές και αφορούν όλους όσοι σχετίζονται με την υπόθεση: τον αμφιλεγόμενο ρόλο συγκεκριμένων μαρτύρων και αυτόν της Αστυνομίας, το δικαστήριο, τους λευκούς ενόρκους, τη στοχοποίηση, τον ρατσισμό στις Η.Π.Α. και τις παρασκηνιακές διεργασίες προκειμένου τελικά να πάει κάποιος φυλακή ισόβια, παραμένοντας εκεί επί δεκαετία όταν γράφτηκε το τραγούδι. “Here comes the story of the Hurricane / The man the authorities came to blame / for somethin’ that he never done / Put in a prison cell, but one time he could-a been / the champion of the world”.

Ελέω συγκεκριμένων στίχων, που θα μπορούσαν να επιφέρουν μηνύσεις ιδίως από τους μάρτυρες, ο δημιουργός αναγκάστηκε να τροποποιήσει συγκεκριμένες λέξεις, και ήταν τέτοιες οι συνθήκες ώστε υποχρεώθηκε να ηχογραφήσει όλο το Hurricane εξ αρχής, καταλήγοντας εν τέλει στην συγκεκριμένη version. Ως lead single, το τραγούδι κυκλοφόρησε περίπου 40 μέρες πριν από το άλμπουμ και είναι το δεύτερο μεγαλύτερο της λίστας μας σε διάρκεια. Η ενορχήστρωση είναι εξαιρετική, ενώ, πέραν της Rivera, ξεχωρίζουν τόσο ο Howard Wyeth στα drums, όσο ο Luther Rix στα congas αλλά και ο ίδιος ο Dylan στη ρυθμική κιθάρα, που δραματοποιεί -και κάπου αλλοιώνει- στιχουργικά ορισμένα σημεία των περιστατικών της αφήγησης, τραγουδώντας με όλη του την ψυχή για την περίπτωση του Carter, ο οποίος δεν υπήρξε «καλό παιδί» όλα εκείνα τα χρόνια, αλλά δεν δικάστηκε και δεν καταδικάστηκε γι’ αυτό.

  1. Union Sundown (05:25) – Infidels (1983)

Το τραγούδι κυκλοφόρησε στην Αγγλία ως lead single μία εβδομάδα πριν από τον δίσκο, συνεχίζοντας την παράδοση που ήθελε τον Dylan να επανέρχεται σποραδικά στα protest songs, σε μια περίοδο που η φωνή του αρχίζει να γίνεται τραχύτερη, κάτι που θα ήταν ακόμη πιο αισθητό πλέον στα τέλη της δεκαετίας. Ένα ρυθμικό rock με χαρακτηριστικό bluesy ήχο στις κιθάρες, στο Union Sundown ο Αμερικανός καταγγέλλει δηκτικά τους συμπατριώτες του για το γεγονός ότι άπαντες αγοράζουν προϊόντα από κάθε σημείο του πλανήτη και την ίδια στιγμή διαμαρτύρονται γιατί πλέον δεν κατασκευάζεται τίποτα στις Η.Π.Α.. Δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν παραπάνω, αλλά δέχονται ευχαρίστως το φθηνότερο εισαγόμενο, που σε ορισμένες περιπτώσεις έχει προκύψει υπό συνθήκες εργασιακής γαλέρας. Σε τελευταία ανάλυση, το πρόβλημα είναι ο καπιταλισμός, ενώ η διαπίστωση, ότι δεν είναι η δημοκρατία που κυβερνά τον κόσμο· κι αυτό καλύτερα να το αντιληφθεί ο καθένας· εξουσιάζει η βία… τούτο όμως είναι προτιμότερο να παραμείνει ανείπωτο! Τα ανωτέρω δεν είναι δικά μας λόγια, αλλά του ίδιου του Dylan! Το μόνο… στίγμα του κομματιού είναι ότι εξαιτίας του έμεινε εκτός του Infidels το αριστουργηματικό Blind Willie McTell!

  1. Gotta Serve Somebody (05:25) – Slow Train Coming (1979)

Πρόκειται για ένα τραγούδι-σταθμό στη διαδρομή του Bob Dylan, για μια σειρά λόγων: σηματοδοτεί το «επίσημο» πέρασμά του στο χώρο της ευρύτερης χριστιανικής μουσικής, ανοίγοντας συγχρόνως το πρώτο άλμπουμ της άτυπης σχετικής τριλογίας του, για την οποία έγινε λόγος νωρίτερα. Ανήμερα κυκλοφόρησε και ως single, ενώ η ερμηνεία του καλλιτέχνη ήταν αυτή που του χάρισε το πρώτο του Grammy την επόμενη χρονιά, στην κατηγορία Best Male Rock Vocal Performance. Ένα πολυσύνθετο κομμάτι μέσα στη φαινομενική απλότητά του, το Gotta Serve Somebody συνδυάζει αρμονικά R&B, gospel, funk και rock στοιχεία, εν τούτοις αυτή η θρησκευτική μεταστροφή του Αμερικανού αντιμετωπίστηκε με αμφιλεγόμενα σχόλια. Κορωνίδα των αρνητικών ήταν οπωσδήποτε η… απάντηση του John Lennon, ο οποίος, θέλοντας να πικάρει ξανά τον παλαιό γνωστό του, έγραψε και ηχογράφησε πρόχειρα στο σπίτι του το Serve Yourself, λιγότερους από έξι μήνες πριν από τη δολοφονία του. Και αυτό συμπεριλήφθηκε στη μεγάλη συλλογή που κυκλοφόρησε το 1998, John Lennon Anthology.

Η αλήθεια είναι ότι στιχουργικά ο Dylan… προκαλούσε την τύχη του. Σε ελεύθερη απόδοση, το νόημα του κομματιού υποδηλώνει εγγύτητα προς μία φράση από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (12,30), “Whoever is not with me is against me”, την οποία άλλωστε χρησιμοποιεί σχεδόν αυτολεξεί και στο προαναφερθέν Gonna Change My Way of Thinking, και συνοψίζεται ως εξής: «Δεν έχει σημασία ποιος είσαι, τι κάνεις και πώς ζεις, αλλά στο τέλος της ημέρας καλείσαι να αποφασίσεις ποιον από τους δύο υπηρετείς: τον Διάβολο ή τον Κύριο»; Ανεξαρτήτως αυτών, ο σπουδαίος δημιουργός όχι μόνο δεν επηρεάστηκε με κάποιον τρόπο, αλλά μετέτρεψε το Gotta Serve Somebody σ’ ένα από τα κλασικά τραγούδια των συναυλιών του, καθώς με 682 ζωντανές εκτελέσεις μέχρι σήμερα, η τελευταία εκ των οποίων μόλις στις 3/12/2023, βρίσκεται στην 23η θέση της σχετικής λίστας. Αποδείχθηκε μάλιστα το τελευταίο κομμάτι του, που βρέθηκε στο top 40 των εγχώριων charts (no. 24).

  1. Slow Train (05:59) – Slow Train Coming (1979)

Το -σχεδόν- ομότιτλο κομμάτι του δίσκου ολοκληρώνει την πρώτη πλευρά του σε ανάλογο μουσικό ύφος με το προαναφερθέν, που τον ανοίγει. Με ένα απολαυστικό groove και έναν εξίσου υπέροχο Mark Knopfler στην κιθάρα, το Slow Train είναι από τα “must” του συγκεκριμένου αφιερώματος. Ο Dylan επανέρχεται στη δηκτική θεματική των στίχων του, καταγγέλλοντας σειρά κακώς κειμένων των Η.Π.Α. σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, τώρα όμως μέσα από το φίλτρο της μεταστροφής του στον χριστιανισμό· αυτό του επιτρέπει αφενός μια ψυχραιμότερη θεώρηση των πραγμάτων, την οποία ούτως ή άλλως είχε αποκτήσει πολύ νωρίτερα, από την εποχή του My Back Pages, αφετέρου μια «θεολογικότερη» οπτική, έστω κι αν αυτή απλώς υποβόσκει εν προκειμένω, με μία εξαίρεση: την αλληγορική αναφορά, ως μόνιμη επωδό, στο τρένο που πλησιάζει αργά από τη στροφή, με αδιευκρίνιστο το πότε της άφιξής του, το οποίο ερμηνεύεται από πολλούς ως η επικείμενη Δευτέρα Παρουσία. Συγκρίνοντάς με άλλα τραγούδια του, ο Dylan προσθέτει μια από τις μεγαλύτερες ορχηστρικές μεταβάσεις, 40 δευτερολέπτων στο τρίτο λεπτό, προσφέροντας έτσι τον χώρο στον Knopfler για ένα cool σόλο, ενώ το ίδιο συμβαίνει και στο τέλος, καθώς ολόκληρο το έκτο λεπτό είναι ορχηστρικό, καταλήγοντας σε fade out. 34 χρόνια αργότερα, ο αγαπημένος Φοίβος Δεληβοριάς έβαλε ελληνικό στίχο στο Slow Train, το ονόμασε Τρένο στην Κορυφογραμμή και το συμπεριέλαβε στον Καθρέφτη (2003), το τέταρτο studio album του.

  1. When the Night Comes Falling from the Sky (07:30) – Empire Burlesque (1985)

Το 23ο studio album του Bob Dylan φάνηκε να εντείνει μια σχετικά κάμψη στην οποία έδειχνε να βρίσκεται, μετά από μια εντυπωσιακή 20ετία. Δεν είναι τυχαίο ότι από το συγκεκριμένο έχουμε κρατήσει μόνο ένα τραγούδι, ενώ κανένα από τους δύο επόμενους δίσκους, Knocked Out Loaded (1986) και Down in the Groove (1988). Το Empire Burlesque εισήγαγε περισσότερα pop στοιχεία στον ήχο του Αμερικανού δημιουργού, δίχως να στερήσει κάτι από τα rock και gospel χαρακτηριστικά του. Ανταποκρίθηκε με έναν τρόπο στις τάσεις της εποχής και ένα είδος που βίωνε τη «χρυσή» εποχή του, ωστόσο αυτή η εξέλιξη δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι ήταν και τόσο επιτυχημένη. Εξαιρώντας τα «ιδιαίτερα», για τους λόγους που αναφέρθηκαν νωρίτερα, Pat Garrett & Billy the Kid και Dylan (1973), το Empire Burlesque έγινε το πρώτο άλμπουμ του Dylan μετά το παρθενικό του, 23 χρόνια νωρίτερα, που δεν κατόρθωσε να μπει στο top 10 των βρετανικών charts (no. 11), ενώ στην Αμερική τα πήγε τρις χειρότερα… κυριολεκτικά (no. 33)! Επιπλέον, έγινε ο πρώτος δίσκος του, που δεν έχει λάβει κάποια πιστοποίηση για τις πωλήσεις του, είτε στις Η.Π.Α. είτε στο Ηνωμένο Βασίλειο, κάτι που ισχύει και για τους δύο επόμενους.

Το When the Night Comes Falling from the Sky είναι το κατεξοχήν disco τραγούδι του καλλιτέχνη και ένα από τα έξι της λίστας μας που υπερβαίνουν τα επτά λεπτά σε διάρκεια. Η version που ηχογραφήθηκε πρώτη ήταν κατά δύο λεπτά μικρότερη, σε molto allegro τέμπο με εξαίρεση το πρώτο λεπτό που είναι μπαλάντα, και σε pop rock style. Συμμετείχαν ο Roy Bittan στο πιάνο και ο Steve Van Zandt στην κιθάρα, αμφότεροι μέλη της E Street Band, που πλαισιώνει διαχρονικά τον σπουδαίο Bruce Springsteen από το 1972, με μια μεγάλη, δεκαετή παύση από το 1989 και εξής. Λίγες μέρες αργότερα ο Dylan ηχογράφησε ξανά το track, αυτή τη φορά με τον Al Kooper στη ρυθμική κιθάρα, που εμφανίζεται αποκλειστικά στο συγκεκριμένο κομμάτι του άλμπουμ, και την προσθήκη γυναικείων φωνητικών.

Η πρώτη εκτέλεση παρουσιάστηκε τελικά στο Bootleg Series Volumes 1–3 (Rare & Unreleased) 1961–1991 (1991) και είναι ίσως ακόμη πιο εξαιρετική στην κατηγορία της, ασύγκριτα πιο aggressive, με έναν Dylan ο οποίος, όσο προχωρά το τραγούδι, τόσο επιθετικότερος γίνεται και είναι εμφανές ότι το ζει, ως εκ τούτου παραθέτουμε και κρατάμε αμφότερες. Η version που επικράτησε στο Empire Burlesque είναι allegro και ανταποκρίνεται περισσότερο σε έναν κόσμο που οπωσδήποτε δεν ανήκε στον πυρήνα του Αμερικανού· όχι πως αυτό τον εμπόδισε οποτεδήποτε και σε οτιδήποτε! Στις δέκα στροφές του When the Night Comes Falling from the Sky, οι οποίες επιδέχονται διαφόρων ερμηνειών, ο δημιουργός αναφέρεται -ενδεχομένως- σε μια σχέση που έχει φτάσει στο απροχώρητο, επικεντρώνοντας τελικά σε μια βασική αξίωση: την ελευθερία του. Για τις ανάγκες προώθησης του Empire Burlesque, η δραστικά μικρότερη single edition του τραγουδιού, που κυκλοφόρησε ως B-side του Emotionally Yours, συνοδεύτηκε από ένα μουσικό βίντεο, το οποίο επίσης παρατίθεται.

  1. Shot of Love (04:19) – Shot of Love (1981)

Το ομότιτλο κομμάτι ανοίγει το άλμπουμ, δίνοντας το στίγμα της συναισθηματικής κατάστασης του Dylan μέσα από τη μόνιμη επωδό I need a shot of love” και στέλνοντας πέντε διαφορετικά μηνύματα στα ισάριθμα κουπλέ του, που όλα καταλήγουν στο ίδιο σημείο. Εκείνη την περίοδο, ο καλλιτέχνης το θεωρούσε ως το καλύτερο αυτοαναφορικό τραγούδι του, περιγράφοντας το σημείο στο οποίο βρίσκεται σε επίπεδο ρομαντισμού, πνευματικό, μουσικό και κάθε τι άλλο. Και καθώς η «χριστιανική» θεώρησή του επανέρχεται για τρίτη φορά μετά τα δύο προηγούμενα projects, έστω και σε λίγο μικρότερο βαθμό πλέον, δεν απέχει πολύ αν ισχυριστεί κάποιος ότι αυτή η αγάπη μπορεί να αναφέρεται ακόμη και στο ίδιο το πρόσωπο του Χριστού, γνωρίζοντας ότι ο Θεός είναι αγάπη. Προκύπτει, άλλωστε, με έναν έμμεσο τρόπο μέσα από στίχους του τραγουδιού “What I got ain’t painful, it’s just bound to kill me dead / Like the men that followed Jesus when they put a price upon His head”. Και παρακάτω: “Why would I want to take your life? / You’ve only murdered my father, raped his wife / Tattooed my babies with a poison pen / Mocked my God, humiliated my friends / I need a shot of love, I need a shot of love”. Το Shot of Love ακροβατεί μεταξύ Christian rock και gospel, ενώ το αποτέλεσμα σε κάνει να θέλεις να το τραγουδήσεις σε Ευαγγελική Εκκλησία, κι ας μην έχεις την παραμικρή σχέση με το θέμα!

  1. Idiot Wind (07:49) – Blood on the Tracks (1975)

Το 15ο studio album του Bob Dylan σηματοδότησε την επιστροφή του υπό τη σκέπη της Columbia μετά από ένα μικρό διάλειμμα. Συνεχίζοντας σε folk μονοπάτια, ο δίσκος έγινε το δεύτερο συνεχόμενο no. 1 του Αμερικανού εντός συνόρων, παραμένοντας στην κορυφή επί δύο εβδομάδες. Το 1989 έλαβε πιστοποίηση platinum στις Η.Π.Α. και για δεύτερη φορά το 1994, κάτι που δεν είχε κατορθώσει κανένα άλλο project του μέχρι τότε. Στο Μεγάλο Νησί μπήκε στο top 5 (no. 4), έγινε χρυσό την επόμενη χρονιά και πλατινένιο στην ψηφιακή εποχή (2013). Το Blood on the Tracks δημιουργήθηκε στη σκιά της απομάκρυνσης του Dylan από την επί δεκαετία σύζυγό του, Sara Lownds, που επέφερε τελικά το διαζύγιό τους το 1977. Ο δημιουργός αρνήθηκε αργότερα τον αυτοαναφορικό χαρακτήρα των συγκεκριμένων τραγουδιών του, μολονότι ένα από τα παιδιά του παραδέχτηκε κάποια στιγμή ότι οι στίχοι αφορούσαν πράγματι τους γονείς του. Το Idiot Wind είναι ένα από τα πέντε τραγούδια του Blood on the Tracks σε σύνολο δέκα, τα οποία ο Dylan ηχογράφησε εκ νέου, περίπου δυόμισι μήνες μετά την πρώτη φορά, κατόπιν παρότρυνσης του αδερφού του, προκειμένου να τα κάνει πιο «εμπορικά», προσιτά σε ένα ευρύτερο κοινό, από άποψη ενορχήστρωσης και απόδοσης· όλα αυτά, έχοντας πλέον εγκαταλείψει γυναίκα και… Νέα Υόρκη για τη Μινεάπολη της Μινεσότα, στα τέλη του 1974.

Ο ήχος του δίσκου είναι καθαρά ακουστικός, ενώ το Idiot Wind, μέσα από τις δώδεκα μακροσκελείς στροφές του που το κατατάσσουν ως το τρίτο μεγαλύτερο τραγούδι της λίστας μας σε διάρκεια, γίνεται το όχημα με το οποίο ο Dylan ξεδιπλώνει τον αφηγηματικό του οίστρο, αποτυπώνοντας πολύ έντονες συναισθηματικές καταστάσεις, που κινούνται, αλλά δεν περιορίζονται, σε στίχους όπως: “Even you, yesterday you had to ask me where it was at / I couldn’t believe after all these years, you didn’t know me better than that”…“You’re an idiot, babe / It’s a wonder that you still know how to breathe”…“I can’t feel you anymore, I can’t even touch the books you’ve read”…“You’ll never know the hurt I suffered nor the pain I rise above / And I’ll never know the same about you, your holiness or your kind of love / And it makes me feel so sorry”. Κι αφού… της έχει σύρει τα μύρια όσα (“Idiot wind, blowing every time you move your teeth” κ.ά.), στο τέλος παραδέχεται ότι ούτε ο ίδιος είναι άμοιρος ευθυνών: We’re idiots, babe / It’s a wonder we can even feed ourselves”.

Πέραν της παθιασμένης ερμηνείας του Dylan, την τιμητική του έχει το Hammond organ που παίζει επίσης ο ίδιος. Με αφορμή την παρουσίαση μιας εναλλακτικής εκτέλεσης, που συμπεριλήφθηκε αρχικά στο Bootleg Series Volumes 1–3 (Rare & Unreleased) 1961–1991 (1991), και στην οποία ο Αμερικανός τροποποιεί ορισμένους στίχους ή αλλάζει ακόμη και ολόκληρες στροφές, είχε δηλώσει τότε ότι το Idiot Wind θα μπορούσε να είναι ένα κομμάτι σε μόνιμη κατάσταση “work in progress”, προσθέτοντας συνεχώς νέο περιεχόμενο. Όλες οι ηχογραφημένες studio απόπειρές του έχουν συμπεριληφθεί στη συλλογή Bootleg Series Vol. 14: More Blood, More Tracks (2018) και παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι η δυναμική και ο τρόπος προσέγγισης του σπουδαίου καλλιτέχνη διαφέρουν πλήρως κάθε φορά, καθιστώντας μοναδική την εκάστοτε ερμηνεία.

  1. The Times They Are A-Changin’ (03:15) – The Times They Are A-Changin’ (1964)

Το ομότιτλο τραγούδι του δίσκου θα παρέμενε έκτοτε ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα της τεράστιας καριέρας που διέγραψε ο Dylan. Εμπνευσμένο από ιρλανδικές και σκωτσέζικες μπαλάντες, πρόκειται για το κατ’ εξοχήν protest song εκείνης της περιόδου, αναδεικνύοντάς τον καλλιτέχνη ως σημείο αναφοράς των ειρηνευτικών κινημάτων εντός Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, με τρόπο όμως που ίσως ούτε ο ίδιος επιθυμούσε. Ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, το κομμάτι διατέθηκε ως single στη Μεγάλη Βρετανία κι έγινε το πρώτο του Αμερικανού που μπήκε στο top 10 (no. 9). Μέσα σε πέντε στροφές ο Dylan αποτυπώνει την αλλαγή που αισθάνεται ότι έρχεται, ενθαρρύνοντας τους νέους ανθρώπους απέναντι σε ό,τι μπορεί να θεωρείται παλιό και απολιθωμένο, καλώντας τους φαινομενικά «ουδέτερους» να μην περιοριστούν ως απλοί παρατηρητές, πόσο μάλλον να λειτουργήσουν ως εμπόδια, αν δεν μπορούν να είναι μέρος του καινούριου, που αναδύεται. Όσοι θεωρούνται σήμερα πρώτοι ίσως στο τέλος καταλήξουν έσχατοι, κατά το γνωστό ευαγγελικό χωρίο, που φαίνεται να δανείζεται ο νεαρός Bob, συνεπώς ο καθένας καλείται να λάβει τα μέτρα του! Με μια κιθάρα και μια φυσαρμόνικα, ο τότε 23χρονος δημιουργός και ερμηνευτής εξελισσόταν άθελά του σε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής… Με 633 ζωντανές ερμηνείες σε συναυλίες του, το Times They Are A-Changin’ είναι το 25ο τραγούδι στη σχετική λίστα του Dylan.

Hidden Track 1. Abandoned Love (04:29) – Biograph (1985)

Πρόκειται για το πρώτο box set το οποίο κυκλοφόρησε ο Bob Dylan, το μοναδικό έως τις αρχές της νέας χιλιετίας, που έμελλε μάλιστα να είναι το πρώτο και τελευταίο πλατινένιο του καλλιτέχνη στη συγκεκριμένη κατηγορία, λαμβάνοντας τη σχετική πιστοποίηση στις Η.Π.Α. το 1992. Στα πέντε βινύλια που το αποτελούν, το Biograph περιλαμβάνει 53 tracks από ηχογραφήσεις που έγιναν σε διάστημα 20 ετών, 1961-1981. Μεταξύ αυτών, 18 κομμάτια παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά. Το Abandoned Love γεννήθηκε το 1975, στην περίοδο των sessions που οδήγησαν στο Desire, ωστόσο παρέμεινε στην αφάνεια για τα επόμενα εννιά χρόνια και εκτός του συγκεκριμένου άλμπουμ για χάρη του 11λεπτου Joey, το οποίο άκουσε ουκ ολίγα ελέω της «αγιογραφίας» που επεφύλασσε προς τον δολοφονηθέντα μαφιόζο Joe Gallo το 1972.

Ένα mid-tempo folk rock, προϊόν -και αυτό- της διάστασης του καλλιτέχνη με την τότε σύζυγό του, Sara Lownds, το Abandoned Love είναι εκ φύσεως μελαγχολικό, τόσο στιχουργικά όσο και ερμηνευτικά, και γίνεται ακόμη περισσότερο χάρη στο υπέροχο βιολί της Scarlet Rivera για μία ακόμη φορά. Ο ίδιος ο Dylan τραγουδά σχεδόν με παράπονο, καθώς τα αισθήματα που εξακολουθεί να τρέφει, εκφαίνονται σε κάθε επίπεδο, παρότι την ίδια στιγμή το τέλος μοιάζει αναπόφευκτο. I love to see you dress before the mirror / Won’t you let me in your room one time before I finally disappear?”…“ Won’t you descend from the throne, from where you sit? / Let me feel your love one more time before I abandon it”. Μάλλον αναμενόμενα, το κομμάτι δεν έμελλε να ακουστεί ποτέ ζωντανά.

  1. A Hard Rain’s A-Gonna Fall (06:53) – The Freewheelin’ Bob Dylan (1963)

Είναι το τραγούδι που ολοκληρώνει την πρώτη πλευρά του δίσκου, αυτό που μετά το εμβληματικό Blowin’ in the Wind έρχεται πλέον να εκτοξεύσει τον Bob Dylan σε επίπεδο στιχουργικής ποίησης, λειτουργώντας κατά κάποιον τρόπο ως ένας από τους βασικότερους πυλώνες, εξαιτίας των οποίων αποδόθηκαν διάφοροι… μεσσιανικοί τίτλοι εκείνη την περίοδο στον νεαρό δημιουργό. Το A Hard Rain’s A-Gonna Fall γράφτηκε τουλάχιστον ένα μήνα πριν από το ξέσπασμα της κρίσης στην Κούβα μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας, με τον Dylan να προσπαθεί να συγκεντρώσει σχεδόν σε τίτλους όλα αυτά για τα οποία θεωρούσε τότε ότι ίσως να μην προλάβει να μιλήσει ποτέ. Το αποτέλεσμα είναι ένα ποίημα, μεταφορικά και κυριολεκτικά, καθώς ως προς τη δομή του εμπνέεται από τη βρετανική μπαλάντα Lord Randall, οι καταβολές της οποίας επιστρέφουν τουλάχιστον στον 17ο αιώνα. Αμφότερα ξεκινούν με παραπλήσιο τρόπο, ένα σχεδόν αυτούσιο ερώτημα, που ακολουθείται από τη σχετική απάντηση στο πλαίσιο της ιδιαίτερης θεματικής του καθενός. Παρόμοια ερωτήματα επανέρχονται και στη συνέχεια, του τύπου“Oh, where have you been, my blue-eyed son? / Oh, where have you been, my darling young one?” έναντι “Oh where ha’e ye been, Lord Randall my son? O where ha’e ye been, my handsome young man”?

Το A Hard Rain’s A-Gonna Fall ηχογραφήθηκε σε μία και μοναδική προσπάθεια· με τη βοήθεια μόλις τριών συγχορδιών, ο καλλιτέχνης ξεδιπλώνει σε πέντε μεγάλα κουπλέ -που και πάλι διαφέρουν σε όγκο- όλα όσα σκέφτεται. Κάθε στίχος, μία εικόνα και ένας συμβολισμός, εκεί που η ασχήμια και η βιαιότητα του κόσμου αυτού παίρνουν σάρκα και οστά, με τελικό θύμα τον ίδιο τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Αν όμως όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες, τότε δεν είναι να απορεί κάποιος για τη βροχή που πρόκειται να πέσει. Μία κιθάρα και η νεανική φωνή του Dylan θέτει τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων και τον καθένα προ των ευθυνών του, δίχως να κάνει ποτέ ρητά το δεύτερο· οι συνέπειες, ωστόσο, δεν παύουν να είναι συγκεκριμένες και να αφορούν άπαντες. Με 457 live εκτελέσεις, το κομμάτι βρίσκεται οριακά εκτός του top 40 της σχετικής λίστας του Dylan (no. 41).

  1. The Lonesome Death of Hattie Carroll (05:48) – The Times They Are A-Changin’ (1964)

Το προτελευταίο τραγούδι του άλμπουμ δανείζεται μουσικά στοιχεία από το Mary Hamilton, μια σκωτσέζικη folk μπαλάντα, οι απαρχές της οποίας εντοπίζονται στον 16ο αιώνα! Στιχουργικά ο Dylan εμπνέεται από την επίθεση του 24χρονου William Zantzinger, λευκού γόνου πλούσιας οικογένειας με καπνοκαλλιέργειες, εναντίον της 51χρονης Αφροαμερικανής Hattie Carroll, που οδήγησε στον θάνατό της οκτώ ώρες αργότερα. Μητέρα δέκα παιδιών, όπως τραγουδά ο δημιουργός, οκτώ έως έντεκα σύμφωνα με άλλες πηγές, η δύστυχη γυναίκα ήταν σερβιτόρα σε ξενοδοχείο της Βαλτιμόρης. Όντας μεθυσμένος, ο Zantzinger της επιτέθηκε σε δύο περιπτώσεις με υβριστικούς χαρακτηρισμούς κι ένα παιδικό μπαστούνι, καταφέρνοντάς της χτυπήματα στο κεφάλι και τον ώμο. Ελάχιστα λεπτά αργότερα, η Carroll παραπονέθηκε ότι αισθάνεται πολύ άσχημα και κατέρρευσε. Μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο και δεν άργησε να αφήσει την τελευταία της πνοή από εγκεφαλική αιμορραγία.

Η δίωξη που ασκήθηκε στον ένοχο ήταν η πρώτη σε λευκό άνδρα για επίθεση σε μαύρη γυναίκα στις Η.Π.Α., αλλά ήταν πολύ νωρίς προκειμένου να αποδοθεί πραγματική δικαιοσύνη στη ρατσιστική κοινωνία της χώρας. Άλλωστε, 60 χρόνια αργότερα, τα φαινόμενα αυτά εξακολουθούν να αφθονούν εκεί σε διάφορες μορφές. Ο Zantzinger «καταδικάστηκε» σε… έξι μήνες φυλάκισης σε σωφρονιστικό κατάστημα χαμηλής ασφάλειας, περίπου 100 χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του εγκλήματος, και πρόστιμο 500 δολαρίων, ζώντας την υπόλοιπη ζωή του έως το 2009, όταν και πέθανε σε ηλικία 70 ετών. Ο Dylan περιγράφει γλαφυρά και δηκτικά όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ της 8ης Φεβρουαρίου 1963 και όσα ακολούθησαν στο δικαστήριο, ερμηνεύοντας σχεδόν σπαρακτικά και με έντονη δραματοποίηση μέσα από τις τέσσερεις μεγάλες, ασύμμετρες στροφές του κομματιού.

  1. Visions of Johanna (07:34) – Blonde on Blonde (1966)

Μετά από δέκα και πλέον ανεπιτυχείς προσπάθειες ηχογράφησης του τραγουδιού στη Νέα Υόρκη, η μετακίνηση στο Nashville αποδείχθηκε πολύ πιο αποδοτική, σε συνεργασία με εν μέρει διαφορετικούς μουσικούς αυτή τη φορά. Το σπουδαίο διπλό άλμπουμ κινείται σε rock μονοπάτια, τα οποία εξερευνά μέσα από folk, blues και country ρυθμούς και ήχους, ενώ το Visions of Johanna έρχεται να γράψει ιστορία με τους αλληγορικούς στίχους του Dylan, που επιδέχονται σχεδόν κάθε πιθανής κατανόησης, και βεβαίως τη μοναδική ερμηνεία του ίδιου του δημιουργού. Το κομμάτι συμπεριλαμβάνεται στην πρώτη πλευρά του Blonde on Blonde και συμπληρώνει το top 5 των μεγαλύτερων της λίστας μας σε διάρκεια. Ως ποίηση, θεωρείται ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ, κι ένα σημείο αναφοράς του καλλιτέχνη, παρότι ο ίδιος δεν το τίμησε αναλόγως στα live του· εν τούτοις, φιγουράρει πάγια στις λίστες μεταξύ των κορυφαίων του ever. Η μελαγχολική, «φευγάτη» και συγχρόνως σχεδόν βαριεστημένη προσέγγιση του Dylan, η φυσαρμόνικά του στα ορχηστρικά parts, το όργανο του Al Kooper και το μπάσο του Joe South, απογειώνουν το κομμάτι με περισσότερους από έναν τρόπους!

  1. Jokerman (06:18) – Infidels (1983)

Είναι το τραγούδι που ανοίγει τον δίσκο, και το οποίο παρουσιάστηκε ως το τρίτο single του Infidels, περίπου έξι μήνες αργότερα, ενώ ακολούθησε επίσης η οπτικοποίησή του κατά το επόμενο έτος. Ο Dylan εμπνέεται ρητά από τη Βίβλο, προκειμένου να πει οτιδήποτε άλλο από εκεί και πέρα, αναφερόμενος και πάλι αλληγορικά σε όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Κατεύθυνση, προς την οποία κινείται και το σχετικό συνοδευτικό βίντεο, επιχειρώντας να προσγειώσει την ανεξέλεγκτη πτήση του Αμερικανού και εμφανίζοντας μεταξύ άλλων τους Adolf Hitler, Ronald Reagan και Muhammad Ali, την έκρηξη της πυρηνικής βόμβας στο Ναγκασάκι, πίνακες ζωγραφικής αλλά και τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Τα reggae vibes του Jokerman με τη βοήθεια του αχτύπητου διδύμου στο είδος, των Τζαμαϊκανών Sly (Dunbar) and Robbie (Shakespeare), στα drums και το μπάσο αντίστοιχα, δίνουν αμέσως ένα διαφορετικό «άρωμα» στο τελευταίο τόσο αξιόλογο άλμπουμ του Dylan πριν από την περίοδο κάμψης του, που έστω και με τις εξαιρέσεις της θα διαρκούσε έως το 1997. Άλλωστε, στην παρούσα φάση, η συνύπαρξη των Mark Knopfler και Mick Taylor στις κιθάρες μπορούσε να εγγυηθεί τα αποτελέσματα όχι μόνο του τραγουδιού, αλλά ολόκληρου του project.

Hidden Track 2. Dignity (05:57) – Bob Dylan’s Greatest Hits Volume 3 (1994)

Είχαν γίνει περισσότερες από 20 προσπάθειες να ηχογραφηθεί το συγκεκριμένο τραγούδι πριν από πέντε χρόνια, στο πλαίσιο των sessions για το Oh Mercy (1989), με κατά γενική ομολογία… καταστροφικά αποτελέσματα! Το Dignity δεν ερχόταν με κανέναν τρόπο στα μέτρα του Dylan, όποια προσέγγιση κι αν δοκίμαζε, αλλάζοντας τόνο, στυλ, μουσικό είδος και όργανα, με συνέπεια να παραμείνει τότε στο περιθώριο. Αυτό που συνέβη τελικά ήταν να αξιοποιήσει το υπάρχον υλικό ο παραγωγός Brendan O’Brien, που έκανε το σχετικό remix αλλά και overdubs, προσθέτοντας ορισμένα εμβόλιμα κιθαριστικά parts μεταξύ των κουπλέ και διατηρώντας αυτούσια μόνο τη φωνή του καλλιτέχνη από την παλαιότερη ηχογράφηση. Το αποτέλεσμα ήταν τέτοιο που κατέστησε το κομμάτι το πρώτο top 40 hit του Αμερικανού στα βρετανικά charts μετά το 1978 αλλά και το τελευταίο μέχρι σήμερα! Το Dignity συστήνεται περισσότερο ως ένα σύγχρονο pop rock, μέσα από τα 16 μικρά τετράστιχα του οποίου ο Dylan μιλά για τις μικρές καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων, αναζητώντας μέσα σε όλες αυτές την αξιοπρέπεια, όπως και οι άγνωστοι ήρωές του. Ένα μήνα πριν κυκλοφορήσει ως single, παρουσιάστηκε στη συλλογή Bob Dylan’s Greatest Hits Volume 3, που έγινε gold στις Η.Π.Α. το 2000, όντας το μοναδικό original υλικό αυτής σε σύνολο 14 tracks.

  1. Series of Dreams (05:52) – The Bootleg Series Volumes 1–3 (Rare & Unreleased) 1961–1991 (1991)

Είναι ακόμη ένα τραγούδι που γεννήθηκε στις ημέρες δημιουργίας του Oh Mercy (1989), της πιο φωτεινής εξαίρεσης στην προαναφερθείσα καμπή της διαδρομής του Dylan, το οποίο δεν κατόρθωσε να συμπεριληφθεί στο άλμπουμ. Η γέφυρα του Series of Dreams ήταν αυτή που άρεσε περισσότερο στον παραγωγό, Daniel Lanois· και παρότι ο Αμερικανός επιχείρησε πράγματι να τη μετατρέψει στο κυρίως part και αντιστρόφως, η «μαγιά» δεν έδεσε ποτέ. Το κομμάτι παρέμεινε εγγύτερα στην αρχική σύλληψη του καλλιτέχνη, ωστόσο τέθηκε και αυτό στο περιθώριο στην παρούσα φάση. Εν τούτοις, δύο χρόνια αργότερα έγινε ένα νέο remix, προστέθηκαν ορισμένα overdubs και κάπως έτσι το Series of Dreams είδε το φως της δημοσιότητας ως το τελευταίο track του παρθενικού, τριπλού «κεφαλαίου» των Bootleg Series. Από τις ηχογραφήσεις του 1989, ένα εναλλακτικό take κυκλοφόρησε το 2008 ως μέρος του Bootleg Series Vol. 8: Tell Tale Signs: Rare and Unreleased 1989–2006.

Για τις ανάγκες του κομματιού δημιουργήθηκε ένα συνοδευτικό βίντεο, κατά 1,5 λεπτό μικρότερο σε διάρκεια, αποτελούμενο σχεδόν αποκλειστικά από αρχειακό υλικό του Dylan, της 30ετούς διαδρομής του έως εκείνη τη στιγμή. Ήταν μάλιστα υποψήφιο για Grammy στην κατηγορία του, που όμως κατέληξε στο Losing My Religion των R.E.M.. Μέσα σ’ ένα απλό, ρυθμικό pop rock, στο οποίο κυριαρχούν τα drums, ο Dylan μεταδίδει κάτι ονειρικό, απολύτως στο πνεύμα των στίχων του, «θυμίζοντας» με έναν τρόπο Phil Collins από το… μέλλον. Το We Wait and We Wonder του Βρετανού rock star παρουσιάστηκε το 1993, στο χρονικά αμέσως επόμενο studio album του, Both Sides, όπου κάποιος μπορεί ενδεχομένως να εντοπίσει αρκετά κοινά σημεία. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο μάλιστα, ίσως να μην είναι τυχαίο ότι στον μεθεπόμενο δίσκο του, Dance into the Light (1996), ο Collins, στον οποίο έχουμε αναφερθεί εκτενώς κατά το παρελθόν, διασκεύασε το all-time classic του Bob Dylan, The Times They Are A-Changin’.

  1. Things Have Changed (05:09) – Wonder Boys (Music From The Motion Picture) [2000]

Προερχόμενος από ένα εντυπωσιακό come back μέσα από το Time Out of Mind (1997), το συγκεκριμένο τραγούδι εξελίχθηκε σε σταθμό της σχεδόν 40χρονης πορείας έως τότε, του «τεράστιου» καλλιτέχνη. Γράφτηκε για τις ανάγκες της ταινίας Wonder Boys, βασισμένης στην ομώνυμη νουβέλα του Michael Chabon (1995), την οποία σκηνοθέτησε ο Curtis Hanson, συνεργαζόμενος με ένα σπουδαίο cast ηθοποιών. Πρωταγωνιστεί ο Michael Douglas, έχοντας στο πλευρό του την ήδη βραβευμένη με Όσκαρ, Frances McDormand, τον ήδη υποψήφιο για Όσκαρ και μετέπειτα “Ironman”, Robert Downey Jr., αλλά και τον μετέπειτα “Spiderman”, Tobey Maguire. ΤοThings Have Changed ακούγεται στους τίτλους της αρχής και τέλους της ταινίας και ήταν τέτοια η αναγνώρισή του, ώστε να χαρίσει στον Bob Dylan, για την κατηγορία Best Original Song, το πρώτο και τελευταίο Όσκαρ αλλά και Χρυσή Σφαίρα της καριέρας του, στη μοναδική υποψηφιότητά του στα βραβεία αυτά. Ο ίδιος ερμήνευσε το κομμάτι στην 73η τελετή απονομής των Όσκαρ, γράφοντας το σχετικό βίντεο λίγες ώρες νωρίτερα, καθώς βρισκόταν σε περιοδεία στην Αυστραλία και εν προκειμένω στο Σίδνεϋ.

Το τραγούδι κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ως εναρκτήριο του soundtrack της ταινίας, παρουσιάστηκε επίσης ως single λίγους μήνες μετά, ενώ αργότερα εντός του έτους ο Dylan το συμπεριέλαβε στη συλλογή του, The Essential Bob Dylan, που σάρωσε εμπορικά, καθώς έγινε άμεσα χρυσή, πλατινένια το 2003 στις Η.Π.Α., και για δεύτερη φορά το 2016. Στο Ηνωμένο Βασίλειο κατόρθωσε να μπει στο top 10 των charts (no. 9), ενώ πιστοποιήθηκε επίσης platinum το 2004. Hanson και Dylan είχαν ουσιαστική συνεργασία πριν από τη δημιουργία του κομματιού, καθώς ο σκηνοθέτης του έδειξε πρόωρα σκηνές υπό επεξεργασία από την ταινία, του εξήγησε το concept, το υπόβαθρο των χαρακτήρων, και εν συνεχεία ο καλλιτέχνης ανέλαβε τα υπόλοιπα! Ο Hanson μάλιστα σκηνοθέτησε και το συνοδευτικό βίντεο του Things Have Changed, «εισάγοντας» τον Dylan στην ταινία και αντικαθιστώντας εν μέρει με τον ίδιο, τον Douglas!

Ο Αμερικανός μουσικοσυνθέτης επηρεάστηκε δραστικά από το Observations Of A Crow του country μουσικού, Marty Stuart, που είχε συμπεριληφθεί μόλις λίγους μήνες νωρίτερα στο δέκατο studio album του, The Pilgrim (1999). Μελωδία, ρυθμός, ακόμη και οι συλλαβισμοί των λέξεων των δύο τραγουδιών, βρίσκονται πάρα πολύ κοντά. Όλα προέκυψαν από μια συνάντηση των δύο δημιουργών, όταν ο Stuart προσκάλεσε τον Dylan να ρίξει μια ματιά στα δημιουργήματά του. Ο τελευταίος ξεχώρισε το συγκεκριμένο κομμάτι, λέγοντας ότι ίσως πάρει κάτι από αυτό, στο οποίο η απάντηση του πρώτου κινήθηκε σε στυλ «προχώρα, έτσι κι αλλιώς μάλλον εγώ πρώτα το δανείστηκα κάποια στιγμή από σένα». Μέσα σε ένα απόγευμα οι μουσικοί, με τους οποίους ο Dylan περιόδευε εκείνο το διάστημα, έμαθαν και ηχογράφησαν το Things Have Changed, συνειδητοποιώντας ότι αυτό που θεωρούσαν σε πρώτη φάση ένα rough mix και τίποτα περισσότερο, θα ήταν και το τελικό τραγούδι που θα παρουσιαζόταν!

Η υπέροχη ερμηνεία του σπουδαίου καλλιτέχνη ταξιδεύει με έναν δικό της τρόπο, ενώ η βελούδινη τραχύτητα της φωνής του προσδίδει σχεδόν μυστηριακό χαρακτήρα στην περίπτωση αυτή, και ζωή στους ιδιαίτερους στίχους του, που έχουν έμμεσες αναφορές στην ταινία, καταλήγοντας πάγια στη μόνιμη επωδό· σ’ αυτήν, με τη σειρά της, αποτυπώνεται ένας έντονα προσωπικός χαρακτήρας συγκρίνοντας τα λόγια του Dylan με αντίστοιχα των μουσικών μικράτων του: “People are crazy and times are strange / I’m locked in tight, I’m out of range / I used to care, but things have changed”. Παρότι κυκλοφόρησε μόλις το 2000, το κομμάτι έγινε αναπόφευκτα ένα από τα σημεία αναφοράς των συναυλιών του, καθώς με 975 ζωντανές εκτελέσεις μέχρι σήμερα συμπληρώνει το top 10 της σχετικής λίστας του πολυβραβευμένου δημιουργού, μολονότι ο ίδιος βρισκόταν ήδη στο… κουρμπέτι επί 38 χρόνια από τον πρώτο δίσκο του. Ο τρόπος με τον οποίο συστηνόταν στον 21ο αιώνα ήταν εμφαντικός, αποδεικνύοντας ότι ο παλιός είναι αλλιώς, ενώ η αναγέννησή του μπορούσε πλέον να θεωρείται γεγονός, όπως θα επιβεβαίωνε και πάλι η εντυπωσιακή συνέχεια.

  1. Everything Is Broken (03:15) – Oh Mercy (1989)

Αν συνυπολογίσει κάποιος ότι μεταξύ των τραγουδιών που κόπηκαν από το 26ο studio album του Dylan ήταν τα προαναφερθέντα, Dignity και Series of Dreams, δεν είναι να απορεί που το Oh Mercy υπήρξε με μεγάλη διαφορά η καλύτερη στιγμή του Αμερικανού μετά το Infidels (1983) και έως το Time Out of Mind (1997), διάστημα στο οποίο παρουσίασε, ούτε λίγο-ούτε πολύ, επτά νέους δίσκους. Μεταξύ αυτών, το συγκεκριμένο project είναι το μοναδικό του Dylan που κατόρθωσε να μπει στο top 10 έστω των βρετανικών charts, σκαρφαλώνοντας στην έκτη θέση, και το μόνο που πιστοποιήθηκε gold στο Μεγάλο Νησί· επίτευγμα, που είχε να σημειωθεί από το πλατινένιο Street-Legal (1978). Πρόκειται για ένα κατεξοχήν rock album, αποτελούμενο από μπαλάντες, εξαιρουμένων δύο τραγουδιών σε σύνολο δέκα. Ένα εξ αυτών είναι το Everything Is Broken, που ενάμιση μήνα αργότερα κυκλοφόρησε και ως single. Το απολαυστικό blues rock του καλλιτέχνη συντίθεται από μικρές φράσεις, αποτυπώνοντας μια εικόνα καταστροφής του κόσμου γύρω του, δίχως υψηλά νοήματα· μόνο ό,τι χρειάζεται για λίγο αγνό, ρυθμικό «χτύπημα»!

  1. One More Weekend (03:10) – New Morning (1970)

Μόλις τέσσερεις μήνες μετά το Self Portrait, ο Bob Dylan παρουσίασε το 11ο studio album του, που οπωσδήποτε δεν θα μπορούσε να έχει χειρότερη υποδοχή από το προηγούμενο, παρότι τα charts είχαν εκφραστεί διαφορετικά και στην πρώτη περίπτωση. Το New Morning, που είναι εγγύτερο στο χώρο του country rock, έγινε το τέταρτο διαδοχικό no. 1 και έκτο συνολικά του Αμερικανού στο Ηνωμένο Βασίλειο, πλην όμως το τελευταίο για τα επόμενα 39 χρόνια! Στις Η.Π.Α. αναδείχθηκε ως το έβδομο συνεχόμενο άλμπουμ του στο top 10 των charts, ανεβαίνοντας στην έβδομη θέση, ενώ πιστοποιήθηκε άμεσα χρυσό. Το One More Weekend είναι από τα outsiders του αφιερώματός μας, ένα απολαυστικό, cool, “basic” blues rock και ένα από τα 9/12 τραγούδια του δίσκου τα οποία ο Dylan δεν ερμήνευσε ποτέ ζωντανά. Στο studio πάντως δεν έπαψε να ζητά ένα ακόμη Σαββατοκύριακο με το «μωρό του» που, καθώς φαίνεται, είναι παντρεμένο!

  1. Ballad of a Thin Man (05:58) – Highway 61 Revisited (1965)

Αν οι αριθμοί μαρτυρούν ορισμένα πράγματα, τότε αυτό συμβαίνει οπωσδήποτε στην περίπτωση του συγκεκριμένου δίσκου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι στο Highway 61 Revisited ανήκουν τα τρία από τα έξι πιο… χιλιοπαιγμένα τραγούδια του Dylan στις συναυλίες του! Το εμβληματικό Ballad of a Thin Man αποτελεί μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση, συμπληρώνοντας το top 6 με 1253 εκτελέσεις! Είναι το μοναδικό κομμάτι της λίστας μας από Bm, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται(!), και λειτουργεί ως ένα δριμύ «κατηγορώ» του καλλιτέχνη προς τον Τύπο, προς δημοσιογράφους που ελίσσονται επιτήδεια και λαμβάνουν τον λόγο, θέτοντας συχνά και επίμονα ανόητες ερωτήσεις, αλλά κάτω από τα επιφαινόμενα, που τελικά απατούν, υπάρχει το απόλυτο τίποτα: “Because something is happening here / But you don’t know what it is / Do you, Mister Jones”?

Αν το Masters of War αποτύπωνε ωμό μίσος εναντίον των ισχυρών του κόσμου αυτού, το Ballad of a Thin Man πηγαίνει πολύ βαθύτερα: είναι σκοτεινό, είναι σαρκαστικό και συνάμα ειρωνικό, σαδιστικό σε συγκεκριμένα σημεία και πέρα ως πέρα… αντιπροσωπευτικό του πόσο «απειλητικό» μπορεί να ακουστεί ένα τραγούδι του Bob Dylan, τόσο στιχουργικά, μέσα από τα οκτώ κουπλέ του, όσο και συνθετικά. Με τον ίδιο στο δυσοίωνο πιάνο, τον Al Kooper σε ρεσιτάλ στο ψυχεδελικό όργανο, τον Bobby Gregg στα drums να έχει μείνει άναυδος και τον Mike Bloomfield στην υπέροχη κιθάρα, αυτό το καθηλωτικό blues αποπνέει μια θρίλερ αύρα, ενώ τα έξι λεπτά της διάρκειάς του φαντάζουν δευτερόλεπτα.

  1. Tangled Up In Blue (05:43) – Blood on the Tracks (1975)

Όταν ο Bob Dylan μπήκε ως ερμηνευτής στο Rock and Roll Hall of Fame το 1988, μαζί προστέθηκαν και πέντε τραγούδια του στη λίστα με τα 500 που διαμόρφωσαν το είδος. Ο λόγος για τα Blowin’ in the Wind (1963), The Times They Are A-Changin’ (1964), Like A Rolling Stone (1965) και Subterranean Homesick Blues (1965). Το πέμπτο ήταν το Tangled Up In Blue, που ανοίγει το Blood on the Tracks όντας, όπως και το Idiot Wind, ένα από τα 5/10 album tracks, τα οποία ο καλλιτέχνης ηχογράφησε εκ νέου στη Μινεάπολη, περίπου δύομισι μήνες μετά την πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη. Για το αναγκαίο του πράγματος πείστηκε από τον αδερφό του, David Zimmerman, όπως ήδη σημειώθηκε, που ανεπισήμως ανέλαβε μάλιστα και χρέη producer στα καινούρια takes, τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους.

Συμπτωματικά, τα ανωτέρω δύο κομμάτια του δίσκου είναι από εκείνα τα οποία ο Dylan ουδέποτε θεώρησε ολοκληρωμένα, εξακολουθώντας σε κάθε ευκαιρία να πειράζει στίχους, εν προκειμένω σ’ αυτόν τον γραπτό πίνακα ζωγραφικής, που περιγράφει στιχουργικά το Tangled Up In Blue, αλλάζοντας ενίοτε δραστικά το περιεχόμενό του μέσα στις επτά μεγάλες στροφές του. Η διάσταση με τη σύζυγό του υπήρξε μόνο μια αφορμή, προκειμένου να αναπτύξει ένα πραγματικό έργο τέχνης, από το οποίο μπορεί κάποιος να απορροφηθεί τόσο στο σύνολό του όσο και εξετάζοντας κάθε επιμέρους πτυχή ξεχωριστά. Το τραγούδι κυκλοφόρησε επίσης ως single και θεωρείται δικαίως ένα από τα κορυφαία του Αμερικανού, ο οποίος το έχει τιμήσει όσο ελάχιστα: με 1685 live εκτελέσεις βρίσκεται στην τέταρτη θέση της λίστας των προτιμήσεών του! Μια solo ερμηνεία του το 1975, στο πρώτο σκέλος της Rolling Thunder Revue περιοδείας του, έμελλε να λειτουργήσει ως συνοδευτικό μουσικό βίντεο, μετά την εμφάνισή της στην ταινία-ντοκιμαντέρ Renaldo and Clara, τρία χρόνια αργότερα.

  1. Leopard-Skin Pill-Box Hat (03:58) – Blonde on Blonde (1966)

Πρόκειται για ένα απολαυστικό blues rock, το οποίο ο Dylan γράφει δανειζόμενος ορισμένα στοιχεία, τόσο στιχουργικά όσο και συνθετικά, από το Automobile (Blues) του Lightnin’ Hopkins, που κυκλοφόρησε για δεύτερη φορά εν έτει 1960, έντεκα χρόνια μετά την προηγούμενη. Θα μπορούσε να αποτελεί μια… εμπεριστατωμένη μομφή εναντίον του υλισμού, εν γένει του καταναλωτισμού ή, στη χειρότερη περίπτωση, να εκδηλώνει έναν προσωπικό… νταλκά του καλλιτέχνη με το περί ου ο λόγος λεοπάρ καπελάκι της κυρίας, ωστόσο οι δύο τελευταίες στροφές αποκαλύπτουν ότι το πρόβλημά του είναι πως η κυρία τον παράτησε! Και παρά τις συμβουλές του γιατρού του, αποφάσισε να την παρακολουθήσει, για να τη δει τελικά να κάνει έρωτα στο γκαράζ με τον άγνωστο… βουτυράτο της ιστορίας, καθώς είχαν ξεχάσει ανοικτή τη γκαραζόπορτα! Αλλά ο Dylan ξέρει την αλήθεια: ο τύπος δεν πήγε μαζί της ούτε καν για τα χρήματά της, αλλά για το λεοπάρ καπελάκι της!

Ο νεαρός δημιουργός ξεκαθάριζε πολύ νωρίς ότι μπορεί να εκφραστεί και «αλλιώς», αν αποφασίσει, δίχως να ενδιαφέρεται για τη διατήρηση ενός «σοβαρού» προφίλ, ίσως και μέσα από την εικόνα ενός βασικού εκφραστή των κοινωνικών διεκδικήσεων της εποχής. Δέκα μήνες μετά το release του double album, το Leopard-Skin Pill-Box Hat κυκλοφόρησε ως το πέμπτο και τελευταίο single αυτού· έναν αριθμό, που δεν έφτασε κανένας άλλος δίσκος του Αμερικανού, ο οποίος τίμησε δεόντως το τραγούδι, καθώς με 535 live εμφανίσεις συμπεριλαμβάνεται στο top 40 της σχετικής λίστας του (no. 32). Διάφορα εναλλακτικά takes του κομματιού απαντώνται στα Bootleg Series και συγκεκριμένα στα Vol. 4, 7 και 12.

  1. Señor (Tales of Yankee Power) [05:43] – Street-Legal (1978)

Αναλόγως τη στιγμή, και δεν είναι λίγες, αυτή μπορεί να είναι η αγαπημένη μας μπαλάντα του Bob Dylan, παρότι ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος, όπως ήδη έχει διαφανεί… κι ακόμη δεν έχουμε τελειώσει, ούτε κατά διάνοια! Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που δεν έχουν τόση σημασία οι στίχοι του, όσο η ίδια η μουσική του, η οποία από άποψη μελωδίας και ενορχήστρωσης είναι οπωσδήποτε από τις κορυφαίες που έχει να επιδείξει ο Αμερικανός στη διαδρομή του μέχρι σήμερα. Τα τελευταία 80 δευτερόλεπτα είναι αμιγώς ορχηστρικά και υπάρχουν καλοί λόγοι γι’ αυτό. Το σαξόφωνο του Steve Douglas είναι υπέροχο, τα πλήκτρα του Alan Pasqua, οι κιθάρες του Billy Cross, το μαντολίνο του David Mansfield, όλοι οι μουσικοί δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και το τελικό αποτέλεσμα παραμένει μαγικό, με πρωταγωνιστή έναν προσηλωμένο Dylan, τόσο εκφραστικό και παθιασμένο όσο ακριβώς γνωρίζουμε.

Είκοσι χρόνια αργότερα οι Πυξ Λαξ χρησιμοποίησαν ελληνικό στίχο στο τραγούδι και το συμπεριέλαβαν στο άλμπουμ Στίλβη. Εμείς και σ’ αυτήν την περίπτωση προτιμούμε και παραθέτουμε το από το 1999 remix του παραγωγού Don DeVito, ο οποίος «παντρεύει» ιδανικά όλα τα όργανα, τοποθετώντας τον καλλιτέχνη στην ίδια ευθεία με τους υπόλοιπους μουσικούς και όχι μπροστά τους, όπως θα συνέβαινε στο remaster του 2013 όπου, μεταξύ άλλων και για έναν περίεργο λόγο, «χάλασε» ο ήχος των drums. Στην πορεία των ετών ο Dylan έδωσε μια ερμηνευτική κατεύθυνση προς την οποία κινείται το τραγούδι, μιλώντας περί ενός ονείρου που είδε ταξιδεύοντας με τραίνο, όπου αντίκρισε έναν γέροντα, αλλά όταν αποφάσισε να του μιλήσει, εκείνος είχε εξαφανιστεί. Γενικότερα, οι μετρημένες «εξηγήσεις» του δημιουργού για τα τραγούδια του δεν πρέπει να παίρνονται πάντοτε τοις μετρητοίς, καθώς συχνά διαφέρουν προϊόντος του χρόνου. Εδώ κάποιος ίσως μπορεί να διακρίνει ένα τοπίο εγκατάλειψης, ίσως και αποκαλυπτικό, άλλος το προφίλ του Sancho Panza, ο οποίος θέτει διαδοχικά ερωτήματα προς τον Don Quixote, δίχως ποτέ να παίρνει απάντηση. Αν όμως σημασία έχει το ωραίο ταξίδι, ίσως οι απαντήσεις να δίνονται ήδη, σε ενεστώτα χρόνο.

  1. Man in the Long Black Coat (04:35) – Oh Mercy (1989)

Είναι με διαφορά το πιο στοιχειωτικό τραγούδι του αφιερώματός μας, ίσως και του Dylan γενικότερα. Βγαλμένο απευθείας από το σκοτάδι μιας νύχτας που απλώνεται αργά πάνω από την έρημο της Άγριας Δύσης, ενώ οι γρύλοι και τα τριζόνια -που είναι αληθινά και έχουν ηχογραφηθεί σε γειτονιά της Νέας Ορλεάνης, όπου και το studio των sessions- συνεχίζουν ακατάπαυστα τη μελαγχολική καντάδα τους, κατά μόνας αλλά και όλα μαζί, συνθέτοντας μια χορωδία που ερμηνεύει απευθείας προς τα αστέρια. Οι σκέψεις αυτές προκύπτουν αποκλειστικά από τη μελωδία του Man in the Long Black Coat, καθώς οι στίχοι του σχηματοποιούν εικόνες προς άλλες κατευθύνσεις. Και στο επίκεντρο όλων, ο μυστηριώδης άνδρας με το μακρύ μαύρο παλτό, τον οποίο η άγνωστη γυναίκα αποφασίζει να ακολουθήσει, ακόμη κι αν δεν της έχει πει λέξη, ακόμη κι αν έχει ένα πρόσωπο σαν μάσκα.

Ο Dylan ερμηνεύει στα… πατώματα όσο καμία άλλη φορά, από F#m, με τη σταδιακά αυξανόμενη κατά τα τελευταία χρόνια βραχνάδα της φωνής του να αναδεικνύεται και να επιβάλλεται αβίαστα. Η φυσαρμόνικά του, απόκοσμη, έρχεται από μιάν άλλη διάσταση του χωροχρόνου, και μόνο οι δύο μαγικές κιθάρες του, εξάχορδη και δωδεκάχορδη, προδίδουν τελικά τη γήινη διάσταση του κομματιού. Μέσα στο βιβλίο του, Chronicles. Volume one (2004), ο Αμερικανός πλέκει το εγκώμιο του producer, Daniel Lanois, για την καλλιτεχνική του ματιά στο σύνολο του Oh Mercy, που μάλιστα ηχογραφήθηκε νύχτα! Ιδιαίτερα για το συγκεκριμένο τραγούδι, δηλώνει άγνοια ως προς το πώς θα μπορούσε να αποδοθεί στο studio δίχως τον Lanois! Ακόμη περισσότερο, ο Dylan «αγκαλιάζει» το Man in the Long Black Coat ως το προσωπικό του I Walk the Line (1956), που το θεωρεί το υπέρτατο τραγούδι του σπουδαίου Johnny Cash(!), για μια σειρά λόγων τους οποίους αναπτύσσει με υπέροχο λογοτεχνικό τρόπο, εκθειάζοντας τον εμβληματικό δημιουργό και ερμηνευτή. Ο Lanois παίζει dobro, ένα συγκεκριμένο είδος κιθάρας, ενώ ο επίσης Καναδός, Malcolm Burn, εμφανίζεται στα πλήκτρα… και κάπου εκεί εξαντλούνται οι συμμετέχοντες σ’ ένα μυστικό τραγούδι, που έρχεται από μακριά και πηγαίνει μακριά.

  1. Love Sick (05:21) – Time Out of Mind (1997)

Μέσα στον πρώτο χρόνο, το άλμπουμ που σήμανε την επιστροφή του Dylan έγινε πλατινένιο στις Η.Π.Α., κάτι που είχε να συμβεί από το προ 18 ετών Slow Train Coming (1979), και χρυσό στο Ηνωμένο Βασίλειο, κάτι που είχε επίσης να συμβεί από το Oh Mercy (1989). Ο δίσκος εκκινεί από τη blues και εκτείνεται, μεταξύ άλλων, σε rockabilly και σύγχρονα folk μονοπάτια, ικανά να χαρίσουν στον καλλιτέχνη για πρώτη φορά Grammy στην κατηγορία Best Contemporary Folk Album. Κυρίως όμως, το Time Out of Mind τον οδήγησε στο μοναδικό Grammy της διαδρομής του στην κατηγορία Album of the Year. Το Love Sick ανοίγει τον δίσκο και είναι τόσο «άρρωστο» όσο και ο τίτλος του(!), σηματοδοτώντας τη μετάβαση του Dylan από τα δύο προηγούμενα projects αποκλειστικά με διασκευές traditional songs σε κάτι εντελώς καινούριο.

Το τραγούδι διατηρεί ακέραιο και με ευλάβεια το ύφος του από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή· παραμένει αργόσυρτο, αλλά συγκεκριμένο· βαρύ, αλλά στιβαρό· απέριττο και συγχρόνως βαθύ, δίνοντας τον χώρο και τον χρόνο στις μαγικές κιθάρες του Αμερικανού αλλά και του Daniel Lanois, όπως επίσης στο πιάνο του Jim Dickinson, να «υφάνουν» ένα βελούδινο πέπλο, στο οποίο την αντίθεση κάνει η ήδη βραχνή και επιπλέον παραμορφωμένη από τον producer φωνή του δημιουργού και ερμηνευτή. Ο Dylan δεν αστειεύεται εδώ, έχει… αρρωστήσει από έρωτα κι εμείς μαζί του, ξεκινώντας αυτό το άλμπουμ με ένα blues κομμάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να το ολοκληρώνει.

Μνημειώδης για δύο λόγους έχει μείνει η ζωντανή εκτέλεση του Love Sick στα βραβεία Grammy το 1998, όταν ο τότε 55χρονος καλλιτέχνης έφυγε από την τελετή με τα δύο προαναφερθέντα ανά χείρας. Στο τρίτο λεπτό κι ενώ, βάσει προγραμματισμού, στο φόντο του stage είχαν τοποθετηθεί επαγγελματίες χορευτές και χορεύτριες προκειμένου να λικνίζονται ρυθμικά στις θέσεις τους συμβάλλοντας στο όλο κλίμα, ένας εξ αυτών, ονόματι Michael Portnoy, ξεγυμνώθηκε από τη μέση και πάνω, αποκαλύπτοντας το μήνυμα “Soy Bomb” γραμμένο στο στήθος του, και βρέθηκε να χορεύει δίπλα στον τραγουδιστή για περίπου 40 δευτερόλεπτα, μέχρι να τον μαζέψουν, μάλλον χωρίς ιδιαίτερη βία, κρίνοντας από το λειψό πλάνο της τηλεόρασης. Ο Dylan διατήρησε την ψυχραιμία του, δίχως να παραλείψει ορισμένα φαρμακερά βλέμματα δεξιά κι αριστερά, ωστόσο το πιο συγκλονιστικό ήταν πώς απογειώθηκε η ερμηνεία ολόκληρης της μπάντας μετά την απομάκρυνση του εισβολέα, για τα εναπομείναντα δύο λεπτά, αρχής γενομένης από το κυριαρχικό σόλο του frontman. Οι ιστορίες που αφορούν το Love Sick, ωστόσο, δεν σταματούν εδώ.

Το 1965 ο Bob Dylan είχε ερωτηθεί σε τι είδους διαφήμιση θα επέλεγε να συμμετάσχει με ένα κομμάτι, εάν του δινόταν η ευκαιρία. «Γυναικεία ενδύματα», ήταν η απάντηση. 39 χρόνια αργότερα, το 2004, το τραγούδι και ο ίδιος έμελλε να συμπρωταγωνιστήσουν με ένα supermodel, τη Βραζιλιάνα Adriana Lima, σε σχετικό spot για την παγκοσμίως διάσημη αλυσίδα γυναικείων εσωρούχων, Victoria Secret! Με 916 live ερμηνείες, το Love Sick βρίσκεται στη δωδέκατη θέση των setlists του Αμερικανού διαχρονικά. Κοντρολαρισμένο και επιβλητικό, δεν υπολείπεται στην προτίμησή μας από τα σπουδαία δύο προηγούμενα, για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά. Αν έπρεπε να κρατήσουμε δέκα -αλλά γιατί να συμβεί αυτό;- από τα πιο «αργά» κομμάτια του καλλιτέχνη, και τα τρία θα συμπεριλαμβάνονταν οπωσδήποτε.

  1. Jack-A-Roe (04:56) – World Gone Wrong (1993)

Το 29ο studio album του Dylan κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά το προηγούμενο, συνεχίζοντας στο ίδιο μήκος κύματος με εκείνο: διασκευάζοντας traditional -κυρίως folk και country- τραγούδια, με τη συνοδεία αποκλειστικά της κιθάρας και της φυσαρμόνικάς του. Για τους λάτρεις των αριθμών και μόνο, το World Gone Wrong κατέγραψε το χειρότερο πλασάρισμα του σπουδαίου δημιουργού στα charts των Η.Π.Α. (no. 70) έως το 2023, όταν και το «ξεπέρασε» οριακά το Shadow Kingdom (no. 71). Παρά ταύτα, στην ετήσια απονομή των Grammys (1995) βραβεύτηκε -για πρώτη φορά δίσκος του Αμερικανού- στην κατηγορία Best Traditional Folk Album. Στη Μεγάλη Βρετανία ισοφάρισε το αρνητικό ρεκόρ που είχε σημειώσει το 24ο studio album του Dylan, Knocked Out Loaded (1986), με την 35η θέση. Στα νούμερα αυτά απαντά καλύτερα όλων ο «τεράστιος» David Bowie, ο οποίος εκείνη την εποχή ξεχώρισε τόσο το World Gone Wrong όσο και τον προκάτοχό του, Good as I Been to You (1992), αναγνωρίζοντας την ποιότητα στην οποία κινούνται και κατ’ επέκταση ο ίδιος ο Dylan εντός της συγκεκριμένης δεκαετίας.

Η ιστορία του Jack-A-Roe είναι τουλάχιστον 200 ετών και το τραγούδι μπορεί να εντοπιστεί συχνά υπό παραπλήσιο τίτλο, ως Jackaro, Jackero, Jackaroe, Jack Monroe ή, παλαιότερα, Jack Munro. Επιβιώνοντας στην πορεία των αιώνων, ανέκαμψε στον 20ό μέσα από την υπέροχη απόδοση της εμβληματικής για την αμερικανική folk, Jean Ritchie, που συναντούμε ξανά μετά το πρώτο κομμάτι αυτού του αφιερώματος. Η συγκεκριμένη το συμπεριέλαβε στο άλμπουμ Songs From Kentucky (1956), ωστόσο το τραγούδι έτυχε ακόμη μεγαλύτερης απήχησης όταν το ερμήνευσε η σπουδαία Joan Baez στο live album της, Joan Baez in Concert, Part 2 (1963), που ανέβηκε στην έβδομη θέση των αμερικανικών charts. Συμπτωματικά, η Baez διατηρούσε σχέση με τον Dylan εκείνη την περίοδο. 30 χρόνια αργότερα, λοιπόν, ο τελευταίος θέλησε να δώσει τη δική του «χροιά» στο Jack-A-Roe, μεταφορικά και κυριολεκτικά, μέσα από τη δική του ενορχήστρωση μεν, επάνω στη μελωδία των ανωτέρω ερμηνειών δε.

Ο θεματικός άξονας παρέμεινε κοινός: ο έρωτας της κόρης ενός πλουσίου εμπόρου στο Λονδίνο, προς έναν νέο. Στην εκδοχή της Ritchie, οι γονείς της τον πληρώνουν για να εξαφανιστεί, κι εκείνος καταλήγει στη Γερμανία, όπου μαίνεται ο πόλεμος. Στην εκδοχή της Baez, την οποία ακολουθεί περισσότερο ο Dylan, ο νέος σαλπάρει και πάλι, όμως ο πόλεμος εδώ υπονοείται προσωρινά, και η χώρα στην οποία εξελίσσεται δεν κατονομάζεται. Και στις δύο περιπτώσεις, η κοπέλα αποφασίζει να μεταμφιεστεί και να τον ακολουθήσει, μπαρκάροντας κρυφά μαζί του. Κάποια στιγμή ο πόλεμος τελειώνει· μεταξύ νεκρών και τραυματιών, η ερωτευμένη βρίσκει το παλικάρι της, αναζητά γιατρό να του ιάνει τις πληγές και τελικά οι νέοι νυμφεύονται. Κι αν αυτοί παντρεύτηκαν, γιατί όχι εσύ κι εγώ, διερωτάται το τραγούδι! Ενδιαφέρον τρόπος για πρόταση γάμου, δεν βρίσκετε; Η ερμηνεία του Dylan είναι πραγματικά εξαιρετική, η αυξανόμενη τραχύτητα της φωνής του, καθηλωτική, όπως και η χαμηλή τονικότητά του (Am), ενώ ο ήχος, κρυστάλλινος, με ανεπαίσθητο echo, που χαρίζει ένα μοναδικό, σχεδόν εθιστικό αποτέλεσμα.

  1. Broke Down Engine (03:22) – World Gone Wrong (1993)

Το κομμάτι ολοκληρώνει την πρώτη πλευρά του άλμπουμ και ανήκει σε μία εκ των σημαντικών επιρροών του Αμερικανού δημιουργού, έναν άνθρωπο για τον οποίο μάλιστα έγραψε και τραγούδι. Ο λόγος για τον Blind Willie McTell, που παρουσίασε για πρώτη φορά εν έτει 1931 το τότε Broke Down Engine Blues. Στην πορεία των δεκαετιών το ερμήνευσαν ορισμένοι ακόμα, μεταξύ των οποίων ο John Paul Hammond (1978), γιος του John Henry Hammond, producer του Dylan στον πρώτο δίσκο του και εν μέρει στον δεύτερο. Ο Dylan ωστόσο διασκευάζει το Broke Down Engine, μετατρέποντάς το σ’ ένα ιδιαίτερα γρήγορο folk rock, που όμως δεν ερμήνευσε ποτέ ζωντανά. Παίζοντας μόνο με μια κιθάρα και ακολουθώντας τους στίχους του McTell, προσφέρει ένα ξεσηκωτικό αποτέλεσμα και δεν θα μπορούσε να λείπει από τη λίστα μας. Ο ήχος κερδίζει τις εντυπώσεις σε μία ακόμη περίπτωση, όντας φυσικός και εξαιρετικά καθαρός, όπως σε ολόκληρο το World Gone Wrong, ενώ η ερμηνεία του καλλιτέχνη είναι απόλυτη και ό,τι πιο… βαθύ αμερικανικό έχει να επιδείξει σε προφορά… μαζί με το επόμενο! Για πρώτη φορά μάλιστα είναι ο αποκλειστικός producer του εαυτού του, κάτι που στον 21ο αιώνα θα συνέβαινε πλέον στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων.

  1. Frankie & Albert (03:50) – Good as I Been to You (1992)

30 χρόνια από τότε που είχε παρουσιάσει τον παρθενικό δίσκο του, ο Bob Dylan αποφάσιζε να επιστρέψει στις ρίζες του. Συνοδευόμενος μόνο από την κιθάρα και τη φυσαρμόνικά του, κάτι που είχε να συμβεί από το Another Side of Bob Dylan (1964), κυκλοφόρησε το Good as I Been to You, το 28ο studio album του και πρώτο αποκλειστικά με διασκευές traditional folk και country τραγουδιών, σε αντίθεση με το Bob Dylan, που περιείχε και δύο προσωπικές συνθέσεις του τότε 21χρονου δημιουργού. Σε κάθε περίπτωση, το ύφος του project κινείται σε ό,τι ακριβώς θα εκτιμούσαν οι σκληροπυρηνικοί fans του είδους στο ξεκίνημα της πορείας του. Το Frankie & Albert ανοίγει τον δίσκο και αναφέρεται σε μια γνωστή ιστορία εντός επικράτειας, που επιστρέφει στον 19ο αιώνα. Ο Dylan τραγουδά για τη δολοφονία του 17χρονου Albert -ή Allen- από την 22χρονη Frankie, όταν η κοπέλα τσάκωσε τον σύντροφό της στο κρεβάτι με άλλη γυναίκα, την Alice -ή Nelly- Bly, και τον πυροβόλησε. Οι δύο «παράνομοι» εραστές είχαν μόλις επιστρέψει ως νικητές από διαγωνισμό χορού.

Το περιστατικό συνέβη στις 15/10/1899, ενώ τόσο η θύτρια όσο και το θύμα ήταν μαύροι, κάτι που ενδεχομένως «γλύτωσε» την -πόρνη, στο επάγγελμα- Frankie από μια καταδίκη σε θάνατο. Για λόγους δραματοποίησης οι στίχοι του τραγουδιού αλλάζουν την κατάληξή της και την οδηγούν στην εκτέλεση -κάτι που δεν συνέβη, καθώς πέθανε το 1952, ενώ δεν παύουν να δείχνουν και μια συμπάθεια προς το πρόσωπό της: “He was her man but he done her wrong”. Ο δε Albert εμφανίζεται να ξεψυχά επί τόπου, στην πραγματικότητα όμως υπέκυψε στα τραύματά του τέσσερεις μέρες αργότερα. Πηγές, ωστόσο, αναφέρουν ότι το τραγούδι είχε ήδη δημιουργηθεί στο μεσοδιάστημα και τον ήθελε νεκρό πριν την ώρα του! Η πρώτη εκτέλεση του Frankie & Albert φέρεται να έχει γίνει από τους Leighton Brothers (1916), ωστόσο η ενορχήστρωση στην οποία «πατά» ο Dylan προέρχεται από τον Mississippi John Hurt (1928). Η στιχουργική προσαρμογή αφορά παραλλαγές του ίδιου πράγματος, με προσθαφαιρέσεις στροφών που επενδύουν αφηγηματικά το δραματικό περιστατικό. Ο Dylan είναι εκρηκτικός στην κιθάρα, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι ο ανεξέλεγκτος ρυθμός του αυξάνει ολοένα ταχύτητα. Σε δέκα κουπλέ και πέντε ορχηστρικά μέρη, αυτό το κλασικό τραγούδι, που έχει διασκευαστεί εκατοντάδες φορές, έρχεται στο προσκήνιο στα ‘90s από κάποιον ο οποίος κομίζει ως κτήμα του μια εποχή πριν από τον ίδιο αλλά και παράλληλα μ’ αυτόν.

Intermezzo. Nashville Skyline Rag (03:14) – Nashville Skyline (1969)

Είναι το μοναδικό ορχηστρικό που συμπεριλαμβάνουμε στα αγαπημένα μας και ένα από τα λιγοστά που έχει συνθέσει γενικότερα ο Αμερικανός. Έπεται του Girl from the North Country, που ανοίγει τον δίσκο, στο οποίο ο ίδιος τραγουδά πλέον με τον Johnny Cash διασκευάζοντας το παλαιότερο κομμάτι του. Το Nashville Skyline είναι το μικρότερο studio album του Dylan ever, με διάρκεια μικρότερη των 27 λεπτών! Το ίδιο το Nashville Skyline Rag, που δεν έχει παιχτεί ποτέ ζωντανά, προσφέρει μια εξαιρετικά ευδιάθετη νότα, κινούμενο στη σφαίρα της bluegrass και αναδεικνύοντας κάθε όργανο ξεχωριστά. Διακρίνονται οπωσδήποτε τα διαδοχικά σόλο σε dobro, ακουστική κιθάρα και πιάνο, και βεβαίως η φυσαρμόνικα του δημιουργού, ενώ τοποθετείται στο συγκεκριμένο σημείο της λίστας μας συνδέοντας μεταβατικά τα τρία προηγούμενα τραγούδια με το αμέσως επόμενο.

  1. Mr. Tambourine Man (05:28) – Bringing It All Back Home (1965)

Αυτό το κλασικό τραγούδι του Bob Dylan ανοίγει τη δεύτερη, ακουστική πλευρά του άλμπουμ μετά από ένα… σκανδαλώδες -για τους τότε καθαρολόγους της folk- πρώτο μέρος, παραμένοντας μέχρι σήμερα ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα κομμάτια του. Είχε γραφτεί αρχικά για τον προηγούμενο δίσκο, Another Side of Bob Dylan, και παρότι σ’ εκείνη τη φάση είχε εξαιρεθεί, διότι ο Αμερικανός το θεωρούσε πολύ προσωπικό του, εν τούτοις το είχε ήδη τραγουδήσει ζωντανά οκτώ φορές πριν κυκλοφορήσει επίσημα στο Bringing It All Back Home. Θρυλική παραμένει μάλιστα η ερμηνεία του στις 24 Ιουλίου του 1964 στο Freebody Park Newport Folk Festival, στο Rhode Island, το ίδιο μέρος όπου την επόμενη χρόνια θα έτρωγε τη γιούχα της ζωής του! Περιέργως, η πρώτη ηχογράφηση του κομματιού δεν έχει γίνει από τον Dylan, αλλά από τους Brothers Four, οι οποίοι όμως για λόγους πνευματικών δικαιωμάτων δεν μπόρεσαν να κυκλοφορήσουν τη version τους εκείνη τη στιγμή.

Το Mr. Tambourine Man γνώρισε τεράστια επιτυχία μέσα από τη διασκευή των Byrds, που είχαν ιδρυθεί την προηγούμενη χρονιά (1964) και κυκλοφόρησαν το κομμάτι μόλις ένα μήνα μετά τον δίσκο του Dylan. Το single έγινε hit παγκοσμίως, ανεβαίνοντας στην κορυφή τόσο των αμερικανικών όσο και των βρετανικών charts (για δύο εβδομάδες). Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εκτέλεσης αυτής ήταν ότι η μπάντα το απογύμνωσε στιχουργικά, κρατώντας μόλις ένα από τα τέσσερα κουπλέ του original και τραγουδώντας δύο φορές το refrain, στην αρχή και στο τέλος, όπως συμβαίνει επίσης στη version του δημιουργού, μειώνοντας τη διάρκειά του μόλις στα 02:18! Ακόμη δύο μήνες αργότερα, οι Byrds το συμπεριέλαβαν στο… ομότιτλο, παρθενικό studio album τους, αποτελούμενο από πέντε αυθεντικές συνθέσεις και επτά covers, τα τέσσερα εκ των οποίων σε τραγούδια του Dylan.

Η μελαγχολική νότα του Mr. Tambourine Man εκφράστηκε καλύτερα στην πορεία μισού και πλέον αιώνα μέσα από τη μοναχική φωνή του ίδιου του εμπνευστή αυτού του -όχι και τόσο μικρού- αριστουργήματος, που διασκευάστηκε εκατοντάδες φορές στο πέρασμα του χρόνου. Οι υπέροχοι στίχοι του Dylan παντρεύουν αρμονικά την έντονη αλληγορία τους με τη χαρμολύπη, προς την οποία συνεπικουρεί η κατά τα άλλα ματζόρε μελωδία του. Ο ίδιος ερμηνεύει συντροφιά με την ακουστική κιθάρα και τη φυσαρμόνικά του, όπως στα πρώτα τέσσερα άλμπουμ, πλαισιωμένος τώρα από την υπέροχη όσο και «διακριτική» ηλεκτρική του Bruce Langhorne. Πρόκειται μάλιστα για το μοναδικό τραγούδι του αφιερώματος, αν όχι του καλλιτέχνη γενικότερα, που ξεκινά με το refrain!

Το Mr. Tambourine Man έχει δώσει διαχρονικά τροφή σε σωρεία ερμηνειών αναφορικά με τις ενδεχόμενες έμμεσες αναφορές και τις πιθανές επιρροές του Dylan από συγκεκριμένα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο Γάλλος ποιητής Arthur Rimbaud και ο Ιταλός filmmaker Federico Fellini. Ο ίδιος το θεωρεί ένα από τα αγαπημένα του, κρίνοντας από το γεγονός ότι με 903 live ερμηνείες βρίσκεται στη 13η θέση της σχετικής λίστας. Ας μην πιστέψει κάποιος ότι ο Dylan θα λάμβανε ποτέ υπ’ όψιν τις προτιμήσεις του κόσμου, τουλάχιστον σε βαθμό που να επηρεάζεται. Μιλάμε άλλωστε για έναν άνθρωπο που μια ζωή πορεύεται καλλιτεχνικά όπως ακριβώς θέλει, εκείνον ο οποίος, εδώ και πολλά χρόνια, ανεβαίνει στη σκηνή και παίζει μουσική δίχως να απευθύνει λέξη στους fans που τον παρακολουθούν διά ζώσης, πλην λιγοστών περιπτώσεων και για συγκεκριμένο λόγο κάθε φορά!

Hidden Track 3. Watching the River Flow (03:35) – Bob Dylan’s Greatest Hits Volume II (1971) /// Watching the River Flow (03:00) – Shadow Kingdom (2023)

Θα συμπληρώνονταν σχεδόν τρία χρόνια από το New Morning (1970) έως το επόμενο studio album του, που θα ήταν μάλιστα soundtrack. Στο μεσοδιάστημα ο Dylan ηχογράφησε μόλις δύο singles, ενώ βεβαίως βρισκόταν ήδη στην περίοδο αποχής του από τις συναυλίες. Το πρώτο εξ αυτών ήταν το Watching the River Flow, με το οποίο ο καλλιτέχνης απομακρύνεται από τον πολιτικοκοινωνικό στίχο και «χαλαρώνει», διερωτώμενος… τι συμβαίνει με την πάρτη του και ομολογώντας ευθύς-εξ αρχής ότι δεν έχει πολλά πράγματα να πει! Και μπορεί να προτιμούσε να βρίσκεται στην πόλη, αλλά στην παρούσα φάση θα καθίσει αναπαυτικά εδώ, στην όχθη του ποταμού, χαζεύοντάς τον να κυλά αέναα! Πέντε μήνες μετά την αυτοτελή κυκλοφορία του, το τραγούδι βρέθηκε να ανοίγει τη συλλογή Bob Dylan’s Greatest Hits Volume II (1971), που επρόκειτο να σαρώσει εμπορικά στις Η.Π.Α. κατά τις επόμενες δεκαετίες, καθώς έγινε πλατινένια το 1986 και ακόμη τέσσερεις φορές έως το 1997!

Το Watching the River Flow είναι ένα δυναμικό blues rock, με τη συνδρομή του παραγωγού και μουσικού, Leon Russell, ο οποίος είχε ήδη σημειώσει επιτυχία την προηγούμενη χρονιά σε συνεργασία με τον σπουδαίο τραγουδιστή, Joe Cocker. Εν προκειμένω ο Russell είναι εξαιρετικός στο πιάνο, όπως και ο Jesse Ed Davis στην ηλεκτρική κιθάρα, εν τούτοις η συνεργασία του πρώτου με τον Dylan δεν έμελλε να συνεχιστεί πέραν του έτους. Παρά ταύτα, το ίδιο το κομμάτι αποδείχθηκε ένα από τα πιο «ανθεκτικά» στις συναυλίες του Αμερικανού, καθώς με 677 live ερμηνείες βρίσκεται πολύ άνετα στο σχετικό top 40 (no. 24). 50 χρόνια ακριβώς μετά την πρώτη φορά, ένας εντελώς διαφορετικός -και συγχρόνως ο ίδιος- Bob Dylan ηχογράφησε εκ νέου το τραγούδι μεταξύ άλλων, για τις ανάγκες ενός concert film που θα κυκλοφορούσε πολύ σύντομα, εντός της πανδημίας. Σ’ αυτό, και το σχετικό studio album που παρουσιάστηκε το 2023, θα αναφερθούμε αναλυτικά στη συνέχεια, ωστόσο εδώ έχει σημασία να αναδείξουμε την απολαυστική επανεκτέλεση του καλλιτέχνη, την οποία επίσης ξεχωρίζουμε.

Η βραχνάδα του Dylan είναι πλέον καλτ, όχι και όμως και η τραχύτητα της φωνής του, που δέκα και πλέον χρόνια νωρίτερα είχε βρεθεί σε άλλο επίπεδο! Τώρα ο τόνος είναι ελάχιστα χαμηλότερος, E αντί για F, το τέμπο απειροελάχιστα ταχύτερο και η προσέγγιση προς το… ακουστικότερο, με πολύ πιο διακριτική την παρουσία της ηλεκτρικής και την απουσία των drums, για την οποία επίσης θα μιλήσουμε αργότερα. Όπως έκανε πάντοτε στα live για όλα τα τραγούδια του, οι στίχοι του δημιουργού είναι πειραγμένοι σε σχέση με την παλιά version, με αποκορύφωμα το πρώτο μέρος του δεύτερου κουπλέ, όπου το περιεχόμενο αλλάζει εντελώς. Το 1971 τραγουδά “Wish I was back in the city / Instead of this old bank of sand / With the sun beating down over the chimney tops / And the one I love so close at hand”, ενώ το 2023 λέει “Wish I was back in the city / In my true love’s arms / She likes older men / They can’t resist her charms”, παίζοντας ξεκάθαρα με την ηλικία του, καθώς είναι πλέον 80 ετών όταν ηχογραφεί, και όχι 30, όπως τότε! Διαχρονικός, αυτοσαρκαστικός, απολαυστικός!

  1. From a Buick 6 (03:18) – Highway 61 Revisited (1965)

Βασίζεται εν μέρει στη μελωδία του Milk Cow Blues από τον Sleepy John Estes (1930), μόνο που εδώ ο Dylan… του αλλάζει τα φώτα, μετατρέποντάς το σ’ ένα εκρηκτικό, απερίσκεπτο blues rock, σχεδόν αναρχικό, που κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει ως filler σ’ ένα κατά τα άλλα εκπληκτικό άλμπουμ. Το συγκεκριμένο λειτουργεί μεταβατικά, παραδίδοντας τη σκυτάλη στο σπουδαίο Ballad of a Thin Man, και καθώς δεν χρειάζεται όλα τα τραγούδια του Αμερικανού να κρύβουν περισπούδαστα νοήματα και κριτική ματιά, το From a Buick 6 έρχεται ως outsider στη λίστας μας, να λειτουργήσει ως ένα ιδανικό κομμάτι στην playlist των “to know us better” της εποχής εκείνης και σε κάθε άλλη ξέφρενη κατάσταση! Ας ελπίσουμε όμως ότι η φάση είναι κάπως underground, ώστε να βρει το χώρο της και η graveyard woman της ιστορίας, με τα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας junkyard angel!

  1. Summer Days (04:52) – Love And Theft (2001)

Είναι το 31ο studio album του Bob Dylan και πρώτο εκ των τεσσάρων αυτής της δεκαετίας. Αν το Time Out of Mind είχε σημάνει την αδιαμφισβήτητη αναγέννηση του καλλιτέχνη πριν από τέσσερα χρόνια, το Love And Theft ερχόταν να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές, ενώ η συνέχεια θα ήταν ακόμη πιο ανοδική. Ήδη, οι κριτικές που εισέπραξε το συγκεκριμένο ήταν διθυραμβικές, με τα vibes του project να επιστρέφουν πίσω, αναζητώντας και εντοπίζοντας τις ρίζες τους στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και σε όσα συνοψίζει ο όρος Americana, περιγράφοντας ένα κράμα jazz, blues, country, folk, rock and roll και όχι μόνο, που κυριαρχούσαν τότε με έναν δικό τους, αρχέγονο τρόπο. Έκτοτε ο Dylan θα εμβάθυνε ολοένα και περισσότερο σ’ αυτό το ένδοξο παρελθόν της αμερικανικής μουσικής, ιδίως όπως αυτή αναπτύχθηκε έως και τα ‘60s. Ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του, το Love And Theft έγινε ο δεύτερος συνεχόμενος δίσκος του καλλιτέχνη που κατακτά Grammy στην κατηγορία Best Contemporary Folk Album. Αποδείχθηκε μάλιστα το πρώτο από μια σειρά άλμπουμ, την παραγωγή των οποίων θα έκανε ο ίδιος ο δημιουργός, υπό το ψευδώνυμο Jack Frost.

Το Summer Days είναι ένα εκρηκτικό rockabilly απευθείας από τα παλιά, διαθέτοντας συγχρόνως ήχο που θα ζήλευαν τα αντίστοιχα τραγούδια ενός όχι και τόσο ξεχασμένου παρελθόντος, όπως φροντίζει καταλλήλως γι’ αυτό ο Dylan. Κι ενώ εκείνος «κεντάει» ερμηνευτικά με μια φωνή που την ίδια στιγμή… ξυρίζει, τις εντυπώσεις στην ηλεκτρική κιθάρα κλέβει ο Charlie Sexton. Σε στιχουργικό επίπεδο, ο εμβληματικός frontman δανείζεται ορισμένες φράσεις από κείμενα που μαρτυρούν πρωτίστως και για μία ακόμη φορά τις αναρίθμητες πηγές έμπνευσής του, την τάση του να διαβάζει και να προσλαμβάνει τα πάντα. Έτσι λοιπόν, στίχοι του απαντώνται σε «χώρους» όπως μια ομιλία του Abraham Lincoln, το βιβλίο του Francis Scott Fitzgerald, The Great Gatsby (1925), και το Confessions of a Yakuza (1991) του Junichi Saga. Έκτοτε το Summer Days έγινε “must” στις συναυλίες του Dylan, καθώς με 885 live εκτελέσεις βρίσκεται σήμερα στη 12η θέση της σχετικής λίστας.

  1. Tombstone Blues (05:58) – Highway 61 Revisited (1965)

Είναι το τραγούδι που έπεται του Like A Rolling Stone, συνεπώς οι απαιτήσεις δεν θα μπορούσαν να βρίσκονται σε ψηλότερο σημείο. Για… το λόγο αυτό κινείται στιχουργικά μεταξύ έντονης αλληγορίας και σουρεαλισμού στις δώδεκα στροφές του αλλά και το refrain, που μεσολαβεί ανά δύο κουπλέ. Ιστορικά, θρησκευτικά και λογοτεχνικά πρόσωπα παρελαύνουν το ένα μετά το άλλο με χαρακτηριστική ευκολία, κατά τον τρόπο που συμβαίνει και στο Desolation Row, στο τέλος του ίδιου δίσκου, και μέσα σ’ όλα αυτά ο Mike Bloomfield κάνει πάλι τα… δικά του στην ηλεκτρική. Οι ερμηνευτικές απόπειρες δεν συμφωνούν ποτέ, όπως πάγια συμβαίνει στα μελοποιημένα ποιήματα που γράφει ο Dylan, και ίσως κάποια στιγμή παύει να έχει και σημασία, καθώς είναι πολύ εύκολο να χαθεί το νόημα των δημιουργημάτων του από ένα σημείο και έπειτα. Πάντως, όταν «σκάρωνε» αυτό το γρήγορο και δυναμικό blues rock των… δύο συγχορδιών ήταν επηρεασμένος από τις περιγραφές βίαιων καταστάσεων, αστυνομικών εκτός υπηρεσίας, που σύχναζαν σε μπαρ όπου έπαιζε στα ξεκινήματα.

  1. Beyond Here Lies Nothin’ (03:50) – Together Through Life (2009)

Το 33ο studio album πέτυχε κάτι που δεν είχε καταφέρει ο Bob Dylan ούτε στις πιο χρυσές σελίδες του, ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό: είναι το μοναδικό του Αμερικανού, που κατόρθωσε να ανεβεί -μάλιστα συγχρόνως- στην κορυφή των charts τόσο των Η.Π.Α. όσο και του Ηνωμένου Βασιλείου, για δύο εβδομάδες στη δεύτερη περίπτωση. Περαιτέρω, όπως ο προκάτοχός του, βρέθηκε στο top 5 περισσοτέρων από μιας ντουζίνας χωρών. Κι ενώ στην Αμερική έγινε το δεύτερο διαδοχικό no. 1 του καλλιτέχνη, στην Αγγλία αυτό είχε να συμβεί 39 ολόκληρα χρόνια(!), από το New Morning (1970), με 21 δίσκους να έχουν μεσολαβήσει! Ο δρόμος τον οποίο έμελλε να ακολουθήσει ο «τεράστιος» δημιουργός καθ’ όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα θα αποδεικνυόταν μονής κατεύθυνσης, επαναφέροντάς τον στο προσκήνιο με έναν μοναδικό, ξεχωριστό τρόπο· όπως συνέβαινε πάντα δηλαδή στην περίπτωσή του.

Ο Dylan, που εκτελεί χρέη producer υπό το ψευδώνυμο Jack Frost και σ’ αυτήν την περίπτωση, διαμορφώνει -όλα, εκτός από ένα- τα τραγούδια του Together Through Life σε συνεργασία με τον στιχουργό -και μουσικό και τραγουδιστή- Robert Hunter, κάτι που είχε να συμβεί σε τέτοια έκταση 33… στρογγυλά χρόνια, από το Desire (1976) και τη σύμπραξή του με τον Jacques Levy. Με τον Hunter είχε ήδη δουλέψει μαζί σε δύο κομμάτια του Down in the Groove (1988), κι αυτή τη φορά είχε να πει μόνο τα καλύτερα, δηλώνοντας ότι μαζί του θα μπορούσε να γράψει εκατό τραγούδια εάν το θεωρούσαν αμφότεροι σημαντικό ή συνέτρεχαν οι σωστοί λόγοι.

Το Beyond Here Lies Nothin’ κυκλοφόρησε ως single ένα μήνα πριν από τον δίσκο, τον οποίο και ανοίγει. Χαρακτηρίζεται από την πιο απολαυστική γκρούβα του συνόλου των τραγουδιών που έχουμε επιλέξει, γεννώντας μια χορευτική και συνάμα αισθαντική διάθεση σ’ αυτό το εξαιρετικά κοντρολαρισμένο, mid-tempo κομμάτι, στο οποίο οι μουσικοί στο πλευρό του δημιουργού οργιάζουν, παίζοντας ο ένας για τον άλλο. Καταπληκτικός εν προκειμένω είναι στην ηλεκτρική ο Mike Campbell, από τους Tom Petty and the Heartbreakers. Μαζί του, ο Dylan είχε συνεργαστεί σε δύο άλμπουμ προ εικοσαετίας, όπως και με τη μπάντα σε κάποιες συναυλίες. Σημείο αναφοράς επίσης στο τραγούδι αλλά και στο Together Through Life γενικότερα είναι το υπέροχο ακορντεόν του David Hidalgo, τον οποίο ο frontman «δανείζεται» από τους Los Lobos για πρώτη, αλλά όχι τελευταία φορά, ενώ επίσης στην τρομπέτα διακρίνεται και ο Donnie Herron.

Ο Dylan διανύει τότε την περίοδο που η φωνή του ακούγεται πιο σκληρή από ποτέ, πριν ή μετά, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να ερμηνεύει όπως μόνο αυτός γνωρίζει! Μάλιστα έμελλε να… ξετινάξει το Beyond Here Lies Nothin’ στα live, καθώς μέσα σε δέκα χρόνια πρόλαβε να το ερμηνεύσει 434 φορές! Ο Nash Edgerton σκηνοθέτησε βίντεο για τις ανάγκες του τραγουδιού, στο οποίο ένα ζευγάρι εμφανίζεται σε ακραίας βίας επιθέσεις του ενός προς την άλλη και αντιστρόφως, μέσα στο σπίτι τους. Το concept καταλήγει σ’ ένα αδιανόητο happy end που προβληματίζει, αν τελικά ήταν πιο τοξικά όσα προηγήθηκαν ή το ίδιο το φινάλε!

  1. Where Teardrops Fall (02:32) – Oh Mercy (1989)

Αυτό το απλό όσο και υπέροχο τραγούδι ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά σε session κατά τις πρώτες πρωινές ώρες και το αποτέλεσμα ήταν απολύτως υποβλητικό, όπως παραδέχεται μέσες-άκρες ο καλλιτέχνης, πλέκοντας το εγκώμιο του σαξοφωνίστα John Hart, τον οποίο δεν είχε αντιληφθεί στο στούντιο μέχρι τη στιγμή που έκανε το… εξόδιο σόλο του. Λόγω εξωτερικής ομοιότητας, μάλιστα, τον παραλληλίζει με τον θρυλικό Blind Gary Davis (1896-1972), τραγουδιστή της blues, της gospel και «έναν από τους μάγους της μοντέρνας μουσικής», όπως αναφέρει, περιγράφοντας το σκηνικό στο οποίο ο Hart εμφανίζεται μέσα από το σκοτάδι, στο χώρο, και παίζει εκπέμποντας μυστήριο. Ο Dylan ενθουσιάστηκε με το αποτέλεσμα και παρότι επί της αρχής άρεσε επίσης στον παραγωγό, Daniel Lanois, η ένσταση του τελευταίου ήταν στα τεχνικά, στο γεγονός ότι η ακρίβεια των μουσικών δεν βρισκόταν στο επιθυμητό επίπεδο και ότι το συνολικό αποτέλεσμα ήταν λίγο «ασαφές», κάτι που ο Αμερικανός δεν αρνήθηκε. Ο Lanois επέμεινε σε overdubs, όπως και έγιναν σε μεταγενέστερο στάδιο, εν τούτοις ο Dylan δεν ένιωσε ποτέ πλέον ότι «πιάνουν» το feelin’ εκείνης της πρώτης φοράς. Για εμάς όμως, που δεν έχουμε να συγκρίνουμε κάτι, το Where Teardrops Fall παραμένει μια πανέμορφη, μελαγχολική, αισθαντική και απολύτως χορευτική μπαλάντα.

  1. Beyond the Horizon (05:36) – Modern Times (2006)

Το 32ο studio album ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ δύο τέτοιων projects του Dylan, καθώς συμπληρώθηκαν σχεδόν πέντε χρόνια από το Love And Theft. Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε πέρα ως πέρα, καθώς το Modern Times έχει σημειώσει μέχρι σήμερα τις υψηλότερες πωλήσεις μιας νέας δουλειάς του καλλιτέχνη στον 21ο αιώνα αλλά και κορυφαίες επιδόσεις στα charts πολλών χωρών παγκοσμίως. Έγινε μάλιστα το πρώτο no. 1 του Αμερικανού στις Η.Π.Α. μετά από 30 ολόκληρα χρόνια(!) και το Desire (1976), ενώ ανέβηκε στο βάθρο της Μεγάλης Βρετανίας όπως και ο προκάτοχός του (no. 3). Το Modern Times είναι ένας υπέροχος δίσκος, ο οποίος συντίθεται από blues, rockabilly και στοιχεία της κλασικής αμερικανικής μουσικής του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, με τον αμίμητο τρόπο του αειθαλούς δημιουργού. Έγινε άμεσα πλατινένιο στην Αμερική και το 2013 στην Αγγλία, ενώ είναι το δεύτερο και τελευταίο άλμπουμ του, που έλαβε πιστοποίηση gold στη Γερμανία, ομοίως μετά το Desire. Για το συγκεκριμένο ο καλλιτέχνης έλαβε το τρίτο συνεχόμενο Grammy του στην κατηγορία Best Contemporary Folk/Americana Album, όπως αυτή είχε μετονομαστεί εκείνη την περίοδο.

Μπορεί στον δίσκο να αναγράφεται ότι όλα τα τραγούδια είναι γραμμένα από τον Dylan, ωστόσο δεν έλειψαν οι φωνές που εντόπισαν στίχους «δανεισμένους» από αλλού, και όχι μόνο. Το Beyond the Horizon είναι ένα smooth, πανέμορφο jazzy blues κομμάτι, η μελωδία του οποίου ωστόσο είναι εμφανώς «παρμένη» από το Red Sails in the Sunset (1935), που φέρει την υπογραφή του Hugh Williams. Παρά ταύτα, ο Αμερικανός παραδίδει ορισμένους από τους πιο εκφραστικούς στίχους του, προσφέροντας τη δυνατότητα στον καθένα πλέον να πλάσει ολόκληρους κόσμους εκεί, πέρα από τον ορίζοντα. Μεταξύ αυτών δεν λείπουν οι έμμεσες αναφορές, όπως στις καμπάνες της αγίας Μαρίας από την ομώνυμη ταινία The Bells of St. Mary’s (1945) με πρωταγωνιστές τους σπουδαίους και υποψηφίους για Όσκαρ τότε, Bing Crosby και Ingrid Bergman. Ανεξαρτήτως τούτων, ο Dylan εμφανιζόταν ενθουσιασμένος από τη χημεία του με τους μουσικούς του Modern Times, οι οποίοι τον πλαισίωναν βεβαίως και στις συναυλίες του εκείνη την περίοδο. Ο ίδιος ο δίσκος ερχόταν να εξηγήσει και στους υπόλοιπους γιατί.

  1. Po’ Boy (03:05) – Love And Theft (2001)

Τα τέσσερα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από το Time Out of Mind ήταν το μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ δίσκων του καλλιτέχνη έως εκείνη τη στιγμή. Το Love And Theft μπήκε στο top 5 τόσο των αμερικανικών (no. 5) όσο και των βρετανικών charts (no. 3), κάτι που είχε να συμβεί 22 ολόκληρα χρόνια, από την εποχή του Slow Train Coming (1979), ενώ έγινε άμεσα χρυσός εντός συνόρων. Το Po’ Boy είναι ένα αλλόκοτα cozy, jazzy τραγούδι, στο οποίο ο Dylan διασκεδάζει με την ψυχή του, παίζοντας με τη στιχουργική του ικανότητα και κάνοντας χιούμορ που καταλαβαίνει πρώτα ο ίδιος, αποτυπώνοντας ψήγματα όλων εκείνων των μορφών τέχνης που έχει προσλάβει στην πορεία της ζωής του· πράγματα για τα οποία έχει διαβάσει και ακούσει υπερβολικά πολύ, διαθέτοντας πάγια την ευχέρεια να τα διοχετεύει μέσα από το ασύγκριτο προσωπικό του στυλ. “Othello told Desdemona, “I’m cold, cover me with a blanket / By the way, what happened to that poison wine?” She says, “I gave it to you, you drank it””…“Knockin’ on the door, I say, “Who is it and where are you from?” / Man says, “Freddy!” I say, “Freddy who?” He says, “Freddy or not here I come””. Ο Dylan δεν το παραμικρό πρόβλημα να κινηθεί -κι αυτά δεν είναι παρά μόνο δύο ενδεικτικά σημεία- από τον Οθέλλο και τη Δεισδαιμόνα του William Shakespeare έως τον Freddy Krueger του Wes Craven, και τόσο ο ίδιος όσο και εμείς είμαστε… χαρούμενοι για έναν παράξενο λόγο! “Po’ Boy…”.

  1. Bye and Bye (03:16) – Love And Theft (2001)

Όπως και στο προηγούμενο, ο Αμερικανός ακολουθεί ένα αντίστοιχο μοτίβο ως προς τη διαμόρφωση των στίχων του, συνθέτοντας στοιχεία από διαφορετικούς χώρους, μεταξύ των οποίων η Αγία Γραφή και ο Shakespeare. Μουσικά, το τραγούδι φαίνεται να βαδίζει επάνω σ’ ένα μονοπάτι που ανήκει στο Having Myself A Time, το οποίο τραγούδησε η Billie Holliday το 1938! Το εντυπωσιακότερο όλων σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι ο βαθμός στον οποίο προχωρούν και εμβαθύνουν οι γνώσεις του Dylan, ο οποίος κάνει κτήμα του όλον αυτόν τον πλούτο και τον μεταφέρει στον σύγχρονο κόσμο, απευθυνόμενος, τουλάχιστον σ’ ένα τέτοιο επίπεδο, αποκλειστικά «εις τους έχοντας ώτα ακούειν». Το Bye and Bye έπεται του Summer Days στο άλμπουμ και είναι ένα απολαυστικό smooth jazz κομμάτι, που προοιωνίζεται άτυπα, αλλά με πρωθύστερη σαφήνεια, την καταβύθιση του καλλιτέχνη στον ευρύτερο χώρο κατά τα επόμενα 20 και πλέον χρόνια, με συστηματικό τρόπο πλέον.

  1. False Prophet (05:59) – Rough and Rowdy Ways (2020)

Το 39ο studio album του Bob Dylan παρουσιάστηκε τρία χρόνια μετά το τελευταίο μέρος της άτυπης “vintage” τριλογίας του, που ολοκληρώθηκε το 2017 με το Triplicate και για την οποία μιλήσαμε στο ξεκίνημα. Με το Rough and Rowdy Ways ο τότε 79χρονος καλλιτέχνης επανήλθε με original υλικό για πρώτη φορά μετά το 2012, δίνοντας συνέχεια σε μια ομολογουμένως εντυπωσιακή πορεία, την οποία είχε επιλέξει να ακολουθήσει στον 21ο αιώνα, εμβαθύνοντας στη μουσική που τον διαμόρφωσε όσο ελάχιστα πράγματα. Ο δίσκος κυκλοφόρησε στη δύσκολη περίοδο της πανδημίας, ενώ ορισμένες από τις τελευταίες ηχογραφήσεις ίσως πρόλαβαν οριακά το πρώτο lockdown στις Η.Π.Α.. Το project τα πήγε περίφημα στα charts, μπαίνοντας στο top 5 των περισσοτέρων χωρών παγκοσμίως. Στη Μεγάλη Βρετανία έγινε το ένατο και τελευταίο μέχρι σήμερα no. 1 του Dylan, ενώ στην Αμερική ανέβηκε στη δεύτερη θέση, σημειώνοντας το καλύτερο πλασάρισμα των τελευταίων έντεκα ετών, έως εκείνη τη στιγμή. Υφολογικά, παραμένει σε γενικές γραμμές στον ίδιο χώρο με όλα όσα προηγήθηκαν από το 2001 και εξής, ωστόσο, σε αντίθεση με εκείνα, αυτή τη φορά παραμένει ασαφές ποιος είναι ο producer· ορισμένες πηγές αναφέρουν τον Blake Mills, που ο Dylan κάλεσε να παίξει κιθάρα και αρμόνιο στο Murder Most Foul, το 17λεπτο λυρικό έπος και μεγαλύτερο τραγούδι του, αφιερωμένο στη δολοφονία του 35ου Προέδρου των Η.Π.Α., John F. Kennedy, στις 22/11/1963· τον λόγο για τον οποίο το Rough and Rowdy Ways έγινε διπλό άλμπουμ.

Το False Prophet κυκλοφόρησε περίπου ένα μήνα πριν από τον δίσκο, ως το τρίτο και τελευταίο single. Είναι το δεύτερο τραγούδι του project, ένα «βαρύ» blues rock, το οποίο έρχεται να δώσει ρυθμό μετά το I Contain Multitudes, που ανοίγει το άλμπουμ όσο λυρικά το κλείνει και το κομμάτι για τον Kennedy. Όπως συνέβη με όχι ένα και δύο tracks την τελευταία εικοσαετία, το groove του False Prophet έχει… «αντληθεί» από το If Lovin’ is Believin” (1954) του Billy “The Kid” Emerson, ο οποίος παρεμπιπτόντως «έφυγε» μόλις το 2023, σε ηλικία 97 ετών! Ο τίτλος, τον οποίο επιλέγει ο καλλιτέχνης, αφορά εκπεφρασμένα τον χαρακτηρισμό του ως προφήτη στα μικράτα του, από τους εκστασιασμένους fans και όχι μόνο, ή ως κίβδηλο προφήτη αργότερα, ανάλογα με αυτά που έγραφε στα τραγούδια του· προσδιορισμούς, τους οποίους ο ίδιος απέρριπτε εξ ορισμού. Στιχουργικά, ωστόσο, το False Prophet είναι μια αδιαμφισβήτητη, πανίσχυρη, προσωπική διαθήκη του -εκτραχυμένου, φωνητικά σκληρού- Dylan και μια διαρκής υπενθύμιση του ποιος είναι πραγματικά αυτός που τους απευθύνεται εκείνη τη -και σε κάθε- στιγμή: “I know how it happened – I saw it begin / I opened my heart to the world and the world came in”…“I ain’t no false prophet – I just know what I know / I go where only the lonely can go”…“I’m first among equals – second to none / I’m last of the best – you can bury the rest”.

  1. Cry a While (05:05) – Love And Theft (2001)

Είναι το προτελευταίο τραγούδι του δίσκου, αυτό που διαδέχεται το Po’ Boy. Σήμα κατατεθέν του, η εναλλαγή του ρυθμού -των μουσικών αξιών, για την ακρίβεια- ανά δύο στίχους στα επτά κουπλέ αυτού του blues rock δύο ταχυτήτων, που του προσδίδει έναν εντελώς πρωτότυπο χαρακτήρα για τα δεδομένα του καλλιτέχνη. Ο Dylan δανείζεται στίχους από κομμάτια όλου του χρονικού φάσματος της αμερικανικής traditional pop, ως έμμεσες αναφορές προς αυτά, τους οποίους ενσωματώνει στη δική του αφήγηση. Η φωνή του είναι τραχιά και σκληρή όσο λίγες φορές έως τότε, ενώ και σ’ αυτήν την περίπτωση διαφαίνεται ότι ο ίδιος… περνά πολύ καλά γράφοντας το Cry a While, όπως το Po’ Boy προηγουμένως, στέλνοντας ωστόσο πάγια το μήνυμα “Well, I cried for you – now it’s your turn, you can cry awhile” και διευκρινίζοντας λίγο πριν το τέλος: “I might need a good lawyer, could be your funeral, my trial”!

  1. Pay in Blood (05:09) – Tempest (2012)

Είχε συμπληρωθεί μια τριετία από το release δύο studio albums του Dylan κατά το ίδιο ημερολογιακό έτος, το Together Through Life και το χριστουγεννιάτικο Christmas in the Heart, κάτι που είχε να συμβεί 34 ολόκληρα χρόνια, από το μακρινό 1975 και συγκεκριμένα τα Blood on the Tracks και The Basement Tapes. Το Tempest ήρθε να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο των τριών προηγούμενων -χωρίς το εορταστικό προφανώς- δίσκων από το 2001 και εξής, παρότι ίσως δεν είχε τη δυναμική εκείνων, τουλάχιστον σε μουσικές ιδέες, καθώς στιχουργικά ο καλλιτέχνης παραμένει ανέκαθεν μοναδικός και ανεξάντλητος. Το project μπήκε στο top 10 όλων των «σημαντικών» χωρών, «παίζοντας» κατά κανόνα μεταξύ των τριών πρώτων θέσεων και ανεβαίνοντας στο no. 3 σε Αγγλία και Αμερική, ενώ ο δημιουργός εκτέλεσε και πάλι καθήκοντα παραγωγού ως Jack Frost.

Το Pay in Blood είναι μάλλον το σημείο αναφοράς του Tempest, το τραγούδι στο οποίο εμφανίζεται ο πιο aggressive Dylan ίσως από την εποχή του Masters of War, αν και πολύ πιο «ποιητικός» αυτή τη φορά, μολονότι ο στίχος που επαναλαμβάνεται τακτικά είναι σαφής: “I pay in blood but not my own”! Η λεπτομέρεια, που κάνει τη διαφορά σε σχέση με το παρελθόν, είναι ότι το συγκεκριμένο κομμάτι γράφεται σε ματζόρε, συνεπώς είναι εύκολο να φανταστεί κάποιος ότι το τραγουδά μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο καθ’ όλη τη διάρκεια! Την ίδια στιγμή, η φυσική παραμόρφωση της φωνής του έχει τερματίσει! Αν κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι ο -εδώ- 71χρονος καλλιτέχνης όχι απλώς «γρυλίζει», αλλά «γαυγίζει», δεν θα βρει καταλληλότερο τραγούδι για να δώσει ένα παράδειγμα! Όμως, το κάνει με τέτοιο στυλ, που δεν ενδιαφέρει παρά όσους θεώρησαν ότι κάποια στιγμή κατανόησαν τον Dylan, αλλά στην πραγματικότητα δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο. Με 477 live εκτελέσεις, όλες μέσα σε διάστημα μόλις επτά ετών, το Pay in Blood έχει κατορθώσει να βρίσκεται οριακά στο σχετικό all-time top 40 του Αμερικανού (no. 39).

  1. What Was It You Wanted (05:03) – Shadow Kingdom (2023)

Το 40ό studio album του Bob Dylan αποτελείται από διασκευές 13 παλαιότερων τραγουδιών του και ένα original ορχηστρικό. 9/13 κομμάτια είναι γόνοι των ‘60s, τρία ανήκουν στα ‘70s, ενώ αυτό που μας ενδιαφέρει, στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Το project παρουσιάστηκε το 2023, εν τούτοις οι ηχογραφήσεις των τραγουδιών είχαν γίνει δύο χρόνια νωρίτερα, εντός της πανδημίας και για τις ανάγκες του Shadow Kingdom: The Early Songs of Bob Dylan, ενός concert film, που γυρίστηκε αργότερα σε ασπρόμαυρο μοτίβο και σκηνοθεσία της Ισραηλινής, Alma Har’el. Το Shadow Kingdom είδε τελικά το φως της δημοσιότητας όταν υποχώρησε η παγκόσμια υγειονομική κρίση. Πρόκειται για έναν εκπληκτικό δίσκο, στον οποίο ο Dylan ανακαλύπτει εκ νέου τα τραγούδια του. Τα απογυμνώνει από κάθε περιττή ενορχήστρωση, όπως είχε πράξει και στο υπέροχο τριπλό αφιέρωμά του στην αμερικανική traditional pop κατά τη διετία 2015-2017, και τα παρουσιάζει ξανά, εμβαθύνοντας στην ουσία τους, στον πυρήνα αυτού που είναι το καθένα. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, απουσιάζουν τα drums και πάσης φύσεως κρουστά από το σύνολο του άλμπουμ, ενώ ιδιαίτερα έντονη είναι η παρουσία του ακορντεόν, που κατά τα φαινόμενα -καθώς δεν αποδίδονται credits επισήμως- παίζει ο Jeff Taylor· οι δε ερμηνείες του καλλιτέχνη είναι συγκλονιστικές, από κάθε άποψη.

Η επιτομή του Shadow Kingdom, αυτό που περιγράφει τι πραγματικά είναι το συγκεκριμένο project, συνοψίζεται στο What Was It You Wanted. Το πρωτότυπο συμπεριλαμβάνεται στο Oh Mercy (1989), ωστόσο από εκείνη τη version προτιμούμε ξεκάθαρα τη συγκεκριμένη. Πλέον τα drums απαλείφονται και το τέμπο χαμηλώνει ελάχιστα, όσο ακριβώς χρειάζεται προκειμένου το τραγούδι να αποκτήσει μυσταγωγικό χαρακτήρα, αναφερόμενο σε κάποιον συγκεκριμένα, ο οποίος βρίσκεται απέναντι από τους μουσικούς, που παίζουν σε μια άδεια, κατά τα άλλα, σάλα. Και μπροστά τους, ο Bob Dylan. Ένας ώριμος άνδρας, που απευθύνει το ερώτημα με παρρησία και νηφαλιότητα, κάνοντας την παλαιότερη εκδοχή του εαυτού του να φαντάζει σαν παιδαρέλι, ένα αλητάκι που ψάχνεται για καβγά επάνω στην έξαψη του νεαρού της ηλικίας του, κι ας είναι ήδη 48 τότε. Η φωνή του, βαθιά, επιβλητική, απόλυτη· κι ένα ερώτημα, που απευθύνεται σε εκείνον ο οποίος αποφάσισε να τον μετατρέψει σε αντικείμενο της προσωπικής του περιέργειας, ίσως βαθμιαία αρχίζει να του προσδίδει τα χαρακτηριστικά μιας γυναίκας: You got my attention / Go ahead, speak / What was it you wanted / When you were kissing my cheek?”…“Was there somebody looking / When you give me that kiss / Someone there in the shadows / Someone that I might have missed?”…“What was it you wanted / When you were holding my hand”? Οι κιθάρες μαγεύουν· το ακορντεόν είναι ονειρικό· και η φυσαρμόνικα του Dylan, απόκοσμη. Σιωπή…

  1. Forever Young (03:15) – Shadow Kingdom (2023)

Όχι μία, αλλά οι δύο αυθεντικές εκτελέσεις του τραγουδιού συμπεριλαμβάνονται στο Planet Waves (1974). Η πρώτη ολοκληρώνει την πρώτη πλευρά του άλμπουμ και είναι μπαλάντα, ενώ η δεύτερη ανοίγει τη δεύτερη πλευρά και είναι rock, καθώς ο Dylan δεν ήθελε να γίνει πολύ συναισθηματικός σ’ αυτό το νανούρισμα που έγραψε για τον πρώτο του γιο, που τότε ήταν μόλις επτά ετών. Πρόκειται για ένα κομμάτι, στο οποίο ο Αμερικανός εύχεται όλα όσα θα ήλπιζε ένας πατέρας για το παιδί του, και δεν διστάζει να φανεί ευάλωτος. Για τη δημιουργία του Forever Young εμπνέεται από το Heart of Gold (1971), το μοναδικό no. 1 hit του σπουδαίου Neil Young (σύμπτωση ο τίτλος του Dylan;) στις Η.Π.Α. και μοναδικό στο top 10 της Μεγάλης Βρετανίας. Όταν κυκλοφορεί για πρώτη φορά το τραγούδι το 1974, ο Dylan είναι 33 χρόνων. Η διασκευή του στο Shadow Kingdom ακούγεται όταν ο ίδιος είναι πλέον 82! Και όχι απλώς όρθιος, αλλά ακμαιότατος, με σταθερά δεκάδες συναυλίες σε ετήσια βάση, εκκινώντας από τη συγκεκριμένη χρονιά, μετά το πέρας της πανδημίας.

Τα τελευταία 25 δευτερόλεπτα του track είναι ουσιαστικά το ιντερλούδιο, που οδηγεί στο επόμενο, όπως συμβαίνει μεταξύ σχεδόν όλων των κομματιών του δίσκου. Από το original release και εξής, το Forever Young έχει ακουστεί ζωντανά 493 φορές, γεγονός που το τοποθετεί στο σχετικό top 40 του καλλιτέχνη (no. 34). Ακούγοντας τον Dylan να ερμηνεύει το συγκεκριμένο κομμάτι μισό αιώνα αργότερα, προκαλείται ένα ειλικρινές αίσθημα χαρμολύπης: η βαθιά, βραχνή φωνή του επενδύει μ’ έναν μοναδικό τρόπο αυτήν την υπέροχη ακουστική εκτέλεση του Forever Young. Είναι το νανούρισμα που ίσως σήμερα αναζητεί αποδέκτη, καθώς τα παιδιά του έχουν πλέον μεγαλώσει, όμως εκείνος είναι εκεί, ξανά, να το τραγουδά μοναχός. Όλες οι προσευχές του μοιάζουν να γεννούν αυθόρμητα το ερώτημα, αν τελικά εισακούστηκαν και αν οι ευχές του πραγματοποιήθηκαν.

Κάπου εδώ το τραγούδι αρχίζει να αποκτά έναν αυτοαναφορικό χαρακτήρα, που δεν είχε ποτέ στο παρελθόν, καθώς ο 82χρονος Bob Dylan μέσα στο ταξίδι του εύχεται “May your heart always be joyful / May your song always be sung / May you stay forever young”. Τα κατάφερε όμως; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική, τουλάχιστον ως προς τελευταία 2/3. Μόνο κάποιος ο οποίος κρύβει μέσα του ένα παιδί θα μπορούσε να συνεχίζει στους συγκεκριμένους ρυθμούς, πάντοτε ψάχνοντας, πάντοτε αμφιβάλλοντας, πάντοτε επεκτείνοντας πεισματικά τα όριά του, απέναντι σε κάθε φυσιολογική κάμψη. Όσο για τα τραγούδια του… πάντοτε θα απευθύνονται προς όσους νεότερους έχουν ευήκοα ώτα και επιδιώκουν να μάθουν ή να θυμηθούν τα παλιά· κάπου στη μέση θα συναντώνται διαχρονικά μεταξύ τους και στη συνέχεια με όλους τους υπόλοιπους! Μόνο για το Forever Young κυκλοφόρησε και ένα συνοδευτικό βίντεο, δανεισμένο από το προ διετίας, ασπρόμαυρο και εξαιρετικά ατμοσφαιρικό concert film, Shadow Kingdom: The Early Songs of Bob Dylan.

  1. Not Dark Yet (06:29) – Time Out of Mind (1997)

Συμπληρώνοντας τότε το μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ δύο studio albums, το συγκεκριμένο κυκλοφόρησε μια τετραετία μετά το προηγούμενο. Είναι μάλιστα το πρώτο διπλό του καλλιτέχνη μετά το Basement Tapes, 22 χρόνια νωρίτερα, κάτι που εν πολλοίς οφείλεται στο Highlands, το καταληκτικό κομμάτι του δίσκου και μεγαλύτερο του Αμερικανού σε διάρκεια έως τότε (16:31). Το Not Dark Yet είναι μια από τις σπουδαιότερες περιπτώσεις του Time Out of Mind και μια πολύ δυνατή στιγμή από μόνη της. Ο Bob Dylan μετρά ήδη 35 χρόνια στο χώρο της δισκογραφίας και γράφει το συγκεκριμένο τραγούδι σε ηλικία 56 ετών. Πρόκειται για μια ειλικρινή ενδοσκόπηση, το πεντόσταγμα ενός εαυτού από το παρελθόν, που επιβιώνει χάρη στην αποκτηθείσα εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής, και συγχρόνως την αναζήτηση ενός εαυτού που του επιφυλάσσει το μέλλον· όλα αυτά, μέσα από μια υπέροχη μπαλάντα.

Οι σκιές του κόσμου αυτού δείχνουν να μακραίνουν, και η ματιά του δημιουργού σκοτεινιάζει, εντοπίζοντας πόνο πίσω από κάθε τι όμορφο. Η εντεινόμενη αδιαφορία του φαντάζει ως απόρροια ενός αισθήματος ματαίωσης, μολονότι το ταξίδι δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Ο ίδιος πάντως δεν περιμένει πλέον τίποτα και από κανέναν όταν αντικρίζει τα μάτια των άλλων· κι ενώ νιώθει άδειος εσωτερικά, άλλες φορές το βάρος που αισθάνεται είναι δυσβάστακτο. Ουδέποτε δηλώνει ότι περιγράφει τον επίλογο της ζωής του, ωστόσο, μέσα από έναν επαναλαμβανόμενο στίχο, παραδέχεται μελαγχολικά ότι βρίσκεται στο τελευταίο κεφάλαιο αυτής: “It’s not dark yet, but it’s getting there”. Η ερμηνεία του Dylan είναι στοιχειωτική μ’ έναν αλλόκοτα φιλικό τρόπο· η φωνή του, βραχνή, ζεστή και ένρινη συγχρόνως, θυμίζοντας περασμένες δεκαετίες στην τελευταία περίπτωση, και ιδιαίτερα τα ‘60s, όταν ξεκινούσε αυτήν την πορεία, που πλέον δείχνει να περνά στη ζώνη του λυκόφωτος. Στην πράξη, βέβαια, αποδείχθηκε πως αρκετά -έστω, κάποια- από αυτά ήταν απλώς… η φάση του εκείνη τη στιγμή! Το Not Dark Yet κυκλοφόρησε ως lead single ένα μήνα πριν από το Time Out of Mind και συνοδεύτηκε από ένα βίντεο που παρουσιάστηκε στις αρχές του επόμενου έτους.

  1. Knockin’ On Heaven’s Door (02:32) – Pat Garrett & Billy the Kid (1973)

Για τις ανάγκες της ομώνυμης western ταινίας ο Dylan συνθέτει το soundtrack και το παρουσιάζει ως το 12ο studio album του. Ο σεναριογράφος, Rudy Wurlitzer, γνωστός του καλλιτέχνη, του είχε ζητήσει να γράψει ορισμένα κομμάτια για το film. Ο σκηνοθέτης -και υποψήφιος για Όσκαρ πριν από λίγα χρόνια- Sam Peckinpah, ακούγοντας το main theme που είχε προλάβει να «σκαρώσει» ο δημιουργός, του προσέφερε τον ρόλο του Alias, που θα εξελισσόταν κατά κάποιον τρόπο στον πλέον αξιοσημείωτο χαρακτήρα μετά τους δύο απολαυστικούς συμπρωταγωνιστές, τον επιβλητικό και πολύπειρο James Coburn και τον νεοφανή Kris Kristofferson, με τον οποίο ο Dylan είχε ήδη συνυπάρξει μουσικά. Ο δίσκος έγινε χρυσός στην Αμερική, έστω το 1997, παρά το γεγονός ότι οι κριτικές που εισέπραξε ήταν από μετριότατες έως κακές.

Το Knockin’ On Heaven’s Door έμελλε να εξελιχθεί σ΄ ένα all-time classic. Χωρίς περιστροφές: αυτός είναι ο ύμνος του Bob Dylan. Αν κάποιος έχει ακούσει τον καλλιτέχνη έστω μία φορά, και έχει ταυτιστεί μαζί του έστω και λίγο, πρέπει να ζητά να ακουστεί αυτό το τραγούδι στην κηδεία του, τη στιγμή που θα σηκώνεται το φέρετρο! Οι στίχοι σχετίζονται άμεσα με συγκεκριμένη, έντονη, πλην όμως εντελώς δευτερεύουσα σκηνή της ταινίας, αλλά βεβαίως το περιεχόμενό τους δεν θα μπορούσε ποτέ να περιοριστεί σε κάτι τέτοιο. Ήδη μετά το 1975 και τη λήξη του πολέμου στο Βιετνάμ -ακόμη και πριν από αυτήν- η δεύτερη στροφή είτε τροποποιήθηκε αναλόγως στις συναυλίες, και μάλιστα με μια σειρά μικρών παραλλαγών, είτε προστέθηκε τρίτο κουπλέ. Το Knockin’ On Heaven’s Door κυκλοφόρησε ως single συγχρόνως με το soundtrack και έγινε το τελευταίο hit song του Αμερικανού τόσο εντός συνόρων (no. 12) όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο (no. 14). Με 460 ζωντανές ερμηνείες, μάλιστα, συμπληρώνει το σχετικό top 40.

Τη διετία 1986-1987 ο Dylan βγήκε σε περιοδεία με τους Tom Petty and the Heartbreakers και από τις δύο συναυλίες στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας στις 24-25/2/1986 προέκυψε το Hard to Handle, ένα concert film διάρκεια 55 λεπτών. Καταληκτικό κομμάτι αυτού και των συγκεκριμένων συναυλιών -ίσως και ολόκληρου του tour- είναι το Knockin’ On Heaven’s Door, με πλήρη μπάντα πλέον, ενώ ο Dylan μοιράζεται το μικρόφωνο με τον Tom Petty, που του κάνει δεύτερες. Το αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικό, σε μια extended version του τραγουδιού, η οποία το… τερματίζει σε σχέση με άλλες περιπτώσεις, καθώς υπερβαίνει τα οκτώ λεπτά! Στο ξεκίνημα, ένα εκτεταμένο, άκρως ατμοσφαιρικό σόλο του καλλιτέχνη στη φυσαρμόνικα συνοδεύεται από μια στιγμιαία ασυνεννοησία, όταν οι Heartbreakers πηγαίνουν να μπουν στα μισά, ενώ ο Dylan θέλει να συνεχίσει για άλλα τόσα μέτρα· και χωρίς να σταματήσει, σηκώνει το ένα χέρι προς τα πίσω και τους κάνει νόημα, με εκείνους να επανέρχονται γρήγορα σε piano ένταση και πάλι. Τα τελευταία δύο λεπτά συμπεριλαμβάνουν μια απίθανη ουρά, στο τέλος της οποίας ο Dylan αποχαιρετά και αποχωρεί από τη σκηνή, κι ένα υπέροχο outro, όπου η μπάντα επανέρχεται μόνη της, με πρώτο τον drummer, και συνεχίζει για το οριστικό φινάλε.

Το υπέροχο της μουσικής είναι ότι γεννά αμέτρητους συνειρμούς και σκέψεις, ακόμη και στον ίδιο άνθρωπο, ιδίως σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του. Ίσως μια τέτοια, ιδιαίτερη ανάγνωση μπορεί να προκύψει ακούγοντας κάποιος κατά σειρά τα τρία τελευταία τραγούδια· εδώ, όπου διαγράφεται μια συγκεκριμένη πορεία: η ευχή και η πίστη σε κάτι που θα παραμείνει παντοτινά νέο, ενάντια στους αδυσώπητους νόμους της βιολογίας, που στέλνουν το μήνυμα ότι δεν έχει ακόμη σκοτεινιάσει, αλλά κοντεύει, έως τη στιγμή που το τέλος της διαδρομής βρίσκεται προ των πυλών· για την ακρίβεια, προ της μίας συγκεκριμένης πόρτας, που τη στιγμή αυτή χτυπά ξανά και ξανά, όπως σπεύδει να προσθέσει διευκρινιστικά ο Dylan στα live του, just like so many times before”. Έχοντας καταλήξει στα κομμάτια για τα οποία θα μιλούσαμε, και καθώς τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη, η καταληκτική τριπλέτα δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Ολοκληρώνοντας  αυτό το ογκωδέστατο αφιέρωμα, γνωρίζοντας ότι τίποτα -τουλάχιστον όχι λιγότερο- δεν θα μπορούσε να είναι αντάξιο του δημιουργού και ότι δεν θίξαμε παρά μόνο μια μικρή πτυχή της πολυσχιδούς προσωπικότητας και καλλιτεχνικής διαδρομής του Bob Dylan, φτάνουμε στο τέλος νιώθοντας καλά· και λίγο σοφότεροι!

Panos Tsiatsos

Πόσο απέχει το ονοματεπώνυμο από το nickname; Όσο ένα κείμενο που πρόλαβε «να ξεφύγει» με το πρώτο. Ο συγκεκριμένος απαντά στις προσφωνήσεις «Professor», «Severus» ή «Snape», ενίοτε συνδυασμένες σε μία. Είναι ένας αδιάφορος, αλλόκοτος τύπος -αν μπορεί να συμβαίνουν και τα δύο συγχρόνως, ο οποίος κατά κανόνα δεν έχει να πει απολύτως τίποτα. Καθότι παράξενος, δύσκολα θα τον αναζητήσεις, κι επειδή ούτε εκείνος είναι σαν την αγάπη, που «όλους τους βρίσκει», πιθανότατα δε θα συναντηθείτε πουθενά. Αν όμως τύχει και συμβεί μέσα στις λέξεις, ίσως είναι αλλιώς: «Όλα θα ‘ναι πάντα μαύρα, μα θα κρύβουν μια φωτιά».

Previous Story

Οι Death Metallers Skeletal Remains κυκλοφόρησαν το νέο τους single “Relentless Appetite”

Next Story

Μουσικό βίντεο από τους Lucifer για το νέο single “Maculate Heart”

Latest from Blog

Arch Enemy: Επίσημο μουσικό βίντεο για το νέο τραγούδι “Blood Dynasty”

Οι Σουηδοί/Καναδοί/Αμερικανοί τιτάνες του ακραίου metal Arch Enemy κυκλοφόρησαν το επίσημο μουσικό βίντεο για το ομώνυμο κομμάτι του επερχόμενου άλμπουμ τους “Blood Dynasty”. Το άλμπουμ αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 28 Μαρτίου μέσω…

Οι Lacuna Coil παρουσίασαν το νέο single “Gravity”

Ενώ το 2025 έχει μόλις ξεκινήσει, οι θρύλοι του Ιταλικού metal Lacuna Coil έχουν ήδη ξεκινήσει δυναμικά με την κυκλοφορία του νέου τους single “Gravity”. Το κομμάτι, το οποίο συνοδεύεται από ένα…
Punked
Go toTop