Μπορεί οι Beatles να υπήρξαν το «θωρηκτό» αυτού που ονομάστηκε «βρετανική εισβολή» στο χώρο των Η.Π.Α. περί τα μέσα της δεκαετίας του ’60, εν τούτοις οι Rolling Stones εξελίχθηκαν στο συγκρότημα που παρέμεινε διαχρονικά «πιο πιστό», κατά κάποιον τρόπο, σε ήχους, ρυθμούς και μουσικολογικά ύφη που προέρχονταν απευθείας από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού Ωκεανού· συνεχίζοντας έτσι την παράδοση των -λιγότερο ή περισσότερο- ξέφρενων rock ‘n’ roll των ‘50s, των αυθεντικών R’n’B (Rhythm and Blues), οι καταβολές των οποίων επιστρέφουν ακόμη πιο πίσω, των blues γενικότερα, ενίοτε και της country. Οι Stones θεωρούνται δικαίως από τους θεμελιωτές του blues rock, το οποίο προώθησαν σε πρώτη φάση μέσα από διασκευές γνωστών κομματιών Αφροαμερικανών καλλιτεχνών όπως οι Willie Dixon, Jimmy Reed και αρκετών ακόμη δημιουργών. Το συγκρότημα πειραματίστηκε με διάφορα μουσικά στυλ σε ορίζοντα δεκαετιών, ακολουθώντας ως ένα βαθμό και τις τάσεις της εποχής, αλλά δίχως να επιμείνει σ’ αυτές, και οπωσδήποτε δίχως να αποκηρύξει την ταυτότητα για την οποία λατρεύτηκε. Μέσα σ’ αυτά ήταν και η εξερεύνηση ενός πιο σκληρού ήχου, τον οποίο οι θρυλικοί καλλιτέχνες υπηρέτησαν περισσότερο στα τελευταία στάδια της πρωτότυπης δισκογραφικής παραγωγής τους, στα τέλη του 20ού αιώνα και ακόμη περισσότερο στις αρχές του τρέχοντος.
Οι Rolling Stones ανήκουν αυτονόητα στις σπουδαιότερες rock μπάντες όλων των εποχών, αν όχι κάτι περισσότερο, και πώς να μην είναι άλλωστε. Όχι μόνο πρωτοστάτησαν στην άνθηση της μουσικής στην Ευρώπη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά, κυρίως, βρίσκονται σήμερα στην πρώτη θέση παγκοσμίως ως προς την προσέλευση κόσμου στις συναυλίες τους από το 1962 και εξής, μεταξύ οποιουδήποτε άλλου σχήματος ή μεμονωμένου καλλιτέχνη! Ενδεχομένως και 40 εκ. άνθρωποι τους έχουν δει live στο σύνολο της διαδρομής τους· κι αυτός είναι ένας πολύ πρόχειρος υπολογισμός, βάσει των επίσημων στοιχείων του Billboard, που καλύπτουν τα σχετικά στατιστικά μόλις από τη σεζόν 1989/90, τοποθετώντας τους Βρετανούς στη δεύτερη θέση, με 27.8 εκ. θεατές έκτοτε, πίσω μόνο από τους U2 (με προσέλευση 28.3 εκ.). Το Pollstar πάντως, καταγράφοντας από το 1981, τοποθετεί τους Stones στο no. 3 (με 22,1 εκ.), πίσω από U2 (26,1 εκ.) και Dave Matthews Band (23,2 εκ.).
Όσον αφορά συγκροτήματα, οι Rolling Stones βρίσκονται στην έβδομη θέση παγκοσμίως σε πωλήσεις, που υπολογίζονται σε περισσότερα από 240 εκ. αντίτυπα. Από το 1964 έως το 2023 έχουν παρουσιάσει συνολικά 24 studio albums (26 στην Αμερική, κατά την πρακτική που εφαρμόστηκε και στην περίπτωση των Beatles), εξακολουθώντας να γράφουν ιστορία μέχρι σήμερα, παρότι πλέον έχουν απομείνει τρία βασικά μέλη μετά το θάνατο του αξέχαστου drummer και ιδρυτικού στελέχους, Charlie Watts, σε ηλικία 80 ετών (2021). Η πορεία του σχήματος ήταν ταραχώδης στις πρώτες δεκαετίες, για μια σειρά λόγων που περιλάμβανε -δίχως να περιορίζεται σε- ναρκωτικά, προβλήματα με το νόμο για το ίδιο θέμα, για φόρους και όχι μόνο, καθώς επίσης «αρχηγικές» έριδες. Το δημιουργικό μέρος ήταν σε συντριπτικό βαθμό υπόθεση του διδύμου Jagger/Richards, το οποίο εμφανίζεται σχεδόν στο σύνολο των τραγουδιών, στα πρότυπα του αντίστοιχου των Beatles, Lennon/McCartney, με τον πρώτο να επιμελείται κατά κύριο λόγο τους στίχους και τον δεύτερο τη μουσική.
Οι μετέπειτα θρύλοι της μπάντας, Mick Jagger και Keith Richards, συνυπήρξαν προσωρινά στο ίδιο σχολείο· όμως το 1961, σε ηλικία 18 ετών, έμελλε μια τυχαία συνάντησή τους στο σιδηροδρομικό σταθμό του Ντάρτφορντ, στο Κεντ, να είναι ο προάγγελος της συνεργασίας τους, που θα έγραφε ιστορία με χρυσά γράμματα. Ο Keith δεν άργησε να πλαισιώσει τον Mick, στο δίδυμο που είχε δημιουργήσει ήδη ο τελευταίος με τον συνομήλικο φίλο του, Dick Taylor. Σύντομα οι τρεις έγιναν πέντε και το γκρουπάκι τους ονομάστηκε Blue Boys. Την αμέσως επόμενη χρονιά Mick και Keith ανηφόρισαν προς το Λονδίνο, και συγκεκριμένα το Ealing Jazz Club, όπου έπαιζε ο μουσικός και ραδιοφωνικός παραγωγός Alexis Korner με τη μπάντα του, Blues Incorporated. Ως Blue Boys είχαν ήδη προλάβει να αποστείλουν μια κασέτα με τις καλύτερες ηχογραφήσεις τους, εντυπωσιάζοντας τον Korner και ιδιαίτερα ο Jagger. Σύντομα, κυρίως αυτός και δευτερευόντως ο Richards, είχαν μπει στο σχήμα του -κατά 15 χρόνια μεγαλύτερού τους- Korner, συναντώντας εκεί τον Brian Jones, τον άνθρωπο ο οποίος θα ξεκινούσε τους Rolling Stones!
Ο Jones, μεγαλύτερος κατά ένα χρόνο από Jagger και Richards, εκτιμώντας ότι μπορεί να κάνει το επόμενο βήμα πλέον, αποχώρησε από το σχήμα του Korner και έβαλε αγγελία στην εφημερίδα, αναζητώντας μουσικούς για το… υπό κατασκευή νέο του γκρουπ. Ο πληκτράς Ian Stewart ήταν ο πρώτος που ανταποκρίθηκε, ενώ και ο Jagger δεν άργησε να παραιτηθεί από τις υποχρεώσεις του με τους Blues Incorporated, πλαισιώνοντας τους δύο πρώτους. Όπως φαντάζεται ο καθένας, ήταν πλέον θέμα χρόνου να προσχωρήσουν επίσης στο σχήμα οι Richards και Taylor, μολονότι ο τελευταίος εγκατέλειψε την αμέσως επόμενη χρονιά, ιδρύοντας τους Pretty Things. Παραλείποντας εν προκειμένω τις λεπτομέρειες, ο Charlie Watts προστέθηκε στο γκρουπ μέσα σε λίγους μήνες, παρά την αρχική του άρνηση προς τον Brian, όντας γνώριμος σε όλους ως drummer της μπάντας του Korner. Μαζί μ’ αυτόν και ο Bill Wyman, που θα αντικαθιστούσε τον Taylor, αναλαμβάνοντας το μπάσο για τα επόμενα… 30 χρόνια! Σύμφωνα με τον Keith, το εισιτήριό του αρχικά ήταν ότι διέθετε δύο μεγάλους ενισχυτές(!), απαραίτητους σε χρόνια οικονομικής δυσπραγίας!
Με τον Taylor ακόμη στη σύνθεση, η πρώτη ευκαιρία για την ανώνυμη μπάντα προέκυψε Ιούλιο του 1962, όταν οι Blues Incorporated έπρεπε να απουσιάσουν από το Marquee Club, όπου έπαιζαν κάθε Τρίτη, προκειμένου να εμφανιστούν στο δημοφιλές ραδιοφωνικό show, “Jazz Club”. Οι Jones, Jagger, Stewart, Taylor και Richards κλήθηκαν να τους αντικαταστήσουν, πλαισιωμένοι όμως από τον drummer ο οποίος από την επόμενη χρονιά και έως το 1984 θα αποτελούσε ιδρυτικό και αναπόσπαστο μέλος των Kinks· ο λόγος για τον Mick Avory. Το live πήγε τόσο καλά, ώστε ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού αποφάσισε να τους κρατήσει σε τακτική βάση. Ακόμη περισσότερο, ήταν η πρώτη φορά στην οποία το σχήμα συστήθηκε στον κόσμο ως Rollin’ Stones, εμπνεύσεως Brian Jones, από το Rollin’ Stone, ένα αγαπημένο του τραγούδι του Muddy Waters (1950). Το “g” προστέθηκε σχεδόν άμεσα στο όνομα της μπάντας, η οποία διασκεύασε το κομμάτι από το οποίο… βαφτίστηκε μόλις το 2023(!), και το συμπεριέλαβε ως καταληκτικό στο 24ο studio album της, Hackney Diamonds.
Παρά την επιτυχημένη πρώτη έκθεσή τους στον κόσμο, η οικονομική κατάσταση των συγκατοίκων, πλέον, Mick, Brian και Keith, εξακολουθούσε να είναι άσχημη, ζώντας σχεδόν υπό άθλιες συνθήκες. Όμως το 1963 τα πράγματα επρόκειτο να αλλάξουν· οι επιτυχίες θα έρχονταν ήδη από τα πρώτα singles, με το συγκρότημα να έχει αναλάβει ο μάνατζερ Andrew Loog Oldham, ο οποίος, σε μια από τις πρώτες αποφάσεις του, ζήτησε την «φαινομενική» εξαίρεση του Stewart από το σχήμα, όπως και συνέβη, θεωρώντας ότι δεν ταιριάζει στο image των υπολοίπων. Εν τούτοις, ο Ian Stewart θα παρέμενε σημαντικό στέλεχος σε επίπεδο δισκογραφικής παραγωγής της μπάντας, μεταξύ των μουσικών που θα πλαισίωναν πάγια τους Stones, όπως και στις ζωντανές εμφανίσεις τους· όλα αυτά έως το 1985, όταν ο Ian πέθανε από ανακοπή καρδιάς, σε ηλικία μόλις 47 ετών, έχοντας αντιμετωπίσει προηγουμένως αναπνευστικά προβλήματα.
Κάπως έτσι ξεκίνησαν ουσιαστικά οι Rolling Stones, αποτελούμενοι από πέντε βασικά μέλη, με περισσότερους από έναν ρόλους για τον καθένα. Κυρίως όμως, με τους Brian Jones και Keith Richards στις κιθάρες, τον Bill Wyman στο μπάσο, τον Mick Jagger στη φωνή και τη φυσαρμόνικα, και τον Charlie Watts στα τύμπανα, ενώ οι τρεις πρώτοι έκαναν και φωνητικά. Τα πρώτα άλμπουμ του συγκροτήματος αποτελούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από διασκευές παλαιότερων τραγουδιών στο χώρο του rock ‘n’ roll και της soul, πέραν των blues, όπως σημειώθηκε προηγουμένως. Ο Oldham ενθάρρυνε τους Jagger και Richards να γράψουν τα δικά τους κομμάτια, καθώς μόνο έτσι θα μπορούσαν όχι απλώς να σταθεροποιηθούν στο χώρο, αλλά να κάνουν το «μπαμ», ακολουθώντας χρονικά την επιτυχία των Beatles. Όπως διαφάνηκε μάλιστα, κάποια στιγμή κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τα Σκαθάρια στα σημεία, έστω και προσωρινά, τουλάχιστον εντός συνόρων, με τον Jagger να ψηφίζεται το 1964 ως ο δημοφιλέστερος τραγουδιστής στην Αγγλία!
Ως προς τη σύνθεση των Rolling Stones στην πορεία της διαδρομής τους, τα πρώτα σύννεφα δεν άργησαν να φανούν. Τουλάχιστον οι Jagger, Richard και Jones έπαιρναν εξ αρχής ναρκωτικά, αντιμετωπίζοντας προβλήματα με τη Δικαιοσύνη, όμως ο τελευταίος το τερμάτισε: δεν ήταν σε κατάσταση να παρίσταται στις πρόβες, ενώ στο album Let It Bleed (1969) συμμετείχε σε μόλις δύο τραγούδια. Περαιτέρω, είχε απωλέσει το δικαίωμα έκδοσης visa για την επόμενη περιοδεία στις Η.Π.Α., και μ’ αυτήν τη βασική αφορμή απομακρύνθηκε από τη μπάντα. Ένα μήνα αργότερα, ο Brian βρέθηκε πνιγμένος στην πισίνα του σπιτιού του, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Ο θάνατός του αποδόθηκε σε ατύχημα, ευρισκόμενος υπό την επήρεια ναρκωτικών και αλκοόλ. Τη θέση του πήρε ο Mick Taylor, που παρέμεινε στο σχήμα μόνο για μία πενταετία, έως το 1974. Ο συγκεκριμένος είχε ήδη παίξει σε δύο κομμάτια του Let It Bleed, ενώ θα συμμετείχε πλήρως πλέον σε τέσσερεις ακόμη δίσκους. Ένας συνδυασμός ναρκωτικών, προσωπικών δημιουργικών ανησυχιών του και αντικειμενικών δυσκολιών, καθώς σχεδόν κάθε μέλος των Stones ζούσε για διαφόρους λόγους σε άλλη χώρα εκείνη την περίοδο, τον οδήγησαν στην έξοδο.
Το 1975, στη θέση του Taylor προτιμήθηκε ο Ronnie Wood, αρχικά εν όψει της επόμενης περιοδείας, και ενώ είχε ήδη παίξει στο ομότιτλο τραγούδι του album It’s Only Rock ‘n Roll (1974). Μάλιστα ο Wood είχε απορρίψει νωρίτερα την πρώτη πρόταση του Mick, λόγω των δεσμεύσεών του με τους Faces, τους οποίους είχε συνδημιουργήσει το 1969 μαζί με τον σπουδαίο Rod Stewart και άλλους, άπαντες ήδη με τη δική τους ιστορία στο χώρο. Ο Ronnie απέκτησε πολύ πιο ενεργό ρόλο στο δίσκο Black and Blue (1976), ενώ από το Some Girls (1978) θεωρήθηκε πλήρες μέλος των Rolling Stones, παραμένοντας μέχρι σήμερα ο τρίτος, πλέον, της παρέας μαζί με Jagger και Richards.
Μετά από 30 χρόνια παρουσίας, το 1993 ανακοινώθηκε η εκούσια απομάκρυνση του Bill Wyman από το συγκρότημα, παρότι στην πραγματικότητα είχε αποχωρήσει περίπου δύο χρόνια νωρίτερα. Η μπάντα προτίμησε να μην τον αντικαταστήσει επίσημα, παραμένοντας έκτοτε τετραμελής μέχρι το θάνατο του Watts (2021), μολονότι το μπάσο ανέλαβε σε μόνιμη βάση από εκεί και πέρα, τόσο στο studio όσο και στα live, ο -κατά 20 χρόνια νεότερος του Charlie- Αμερικανός Darryl Jones, με εξαίρεση το Hackney Diamonds, στο οποίο δεν λαμβάνει κάποια credits, παρότι λέγεται ότι συμμετείχε σε ορισμένα sessions. Κατά τον ίδιο τρόπο, η απώλεια του Watts άφησε τους Rolling Stones με την τριάδα των Jagger, Richards και Wood. Για τις εναπομείνασες συναυλίες του No Filter Tour (2019-21) αλλά και αυτές του Sixty (2022), με αφορμή τα εξήντα χρόνια των Βρετανών rockstars, στα τύμπανα βρέθηκε ο Steve Jordan, συνεργάτης του Keith ήδη από το 1986, με μικρή συμμετοχή στο album Dirty Work του συγκροτήματος, την ίδια χρονιά.
Αρχής γενομένης το 1964, οι Stones παρουσίασαν οκτώ studio albums μέχρι το 1969(!), δέκα συνολικά στις Η.Π.Α., ενώ στα ‘70s ακολούθησαν ακόμη έξι και στα ‘80s άλλα πέντε. Έχοντας απομείνει πλέον τέσσερεις στο σχήμα, και μετά από 30 χρόνια ξέφρενης δραστηριότητας, δύο νέοι δίσκοι «γεννήθηκαν» τη δεκαετία του ’90 και ακόμη τρεις στα επόμενα 26 χρόνια. Στην 60ετή -και πλέον- διαδρομή της η μπάντα έχει ηχογραφήσει περισσότερα από 400 τραγούδια, ενώ η προτίμηση 50 προσωπικών αγαπημένων ήταν μάλλον εύκολη υπόθεση για εμάς, δεδομένων των περγαμηνών της. Επτά από αυτά είναι διασκευές, ενώ η σειρά τους αφορά μια playlist όπως τη φανταστήκαμε, και τίποτα περισσότερο. Το σύνολο των κομματιών υπογράφει το δίδυμο Jagger/Richards, εκτός αν σημειώνεται κάτι διαφορετικό.
- (I Can’t Get No) Satisfaction (03:45) – Out of Our Heads (1965)
Αν υπάρχουν τρία τραγούδια των Rolling Stones, που αναγνωρίζουν άπαντες σήμερα, το Satisfaction είναι οπωσδήποτε το ένα. Ο Keith Richards ισχυρίζεται ότι το έγραψε στον ύπνο του, σε μια άδεια κασέτα την οποία είχε βάλει στο κασετόφωνο το προηγούμενο βράδυ, συνειδητοποιώντας την επόμενη μέρα ότι βρίσκεται στο τέλος της. Γυρίζοντας πίσω, διαπίστωσε ότι είχε ηχογραφήσει την πρωτόλεια μελωδία, ουσιαστικά το riff, και το υπόλοιπο ήταν 40 λεπτά ροχαλητού! Το Satisfaction προσεγγίστηκε με διαφόρους τρόπους στο στούντιο, πριν το συγκρότημα καταλήξει στη διάσημη εκτέλεση, εν τούτοις υπήρχε διχογνωμία για το αν και κατά πόσο θα έπρεπε να επιλεγεί η συγκεκριμένη, πόσο μάλλον να προωθηθεί σε single. Μάλιστα αυτοί που μειοδότησαν ήταν οι Mick και Keith έναντι των Brian, Bill και Charlie, καθώς επίσης του Andrew Loog Oldham και του sound engineer, Dave Hassinger, οι οποίοι ήταν ένθερμοι υποστηρικτές αυτού που άκουγαν.
Ένα από τα πιο εμβληματικά κομμάτια της μπάντας, το (I Can’t Get No) Satisfaction ήταν αυτό που την ανέβασε για πρώτη φορά στην κορυφή των αμερικανικών charts, παραμένοντας εκεί επί τέσσερεις εβδομάδες, και επί δύο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ηχογραφημένο στην Καλιφόρνια, στο τέλος της χρονιάς αναδείχθηκε το τρίτο μεγαλύτερο hit των Η.Π.Α., ενώ το single έγινε άμεσα χρυσό, κυκλοφορώντας 2,5 μήνες νωρίτερα απ’ ό,τι στο Μεγάλο Νησί. Το τραγούδι συμπεριλήφθηκε μόνο στην αμερικανική έκδοση του Out of Our Heads, που παρουσιάστηκε σχεδόν δύο μήνες αργότερα. Συγχρόνως, το τέταρτο studio album των Βρετανών στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού έγινε επί τρεις εβδομάδες το πρώτο no. 1 των Stones εκεί, πιστοποιήθηκε άμεσα χρυσό και πλατινένιο το 1989. Στην Αγγλία ο δίσκος σκαρφάλωσε στη δεύτερη θέση, «πέφτοντας» από την κορυφή μετά τους δύο προηγούμενους. Ο λόγος; Το soundtrack της θρυλικής ταινίας The Sound of Music (1965).
- Jumpin’ Jack Flash (03:42) – non-album single (1968)
Το τραγούδι προέκυψε κατά την περίοδο ηχογράφησης του album Beggars Banquet. Ο Wyman ισχυρίζεται ότι ξεκίνησε από ένα δικό του riff στο πιάνο και τους πειραματισμούς που ακολούθησαν με τους Jones και Watts, ενώ όταν κατέφτασαν στο studio οι Jagger και Richards τους ζήτησαν να συνεχίσουν αυτό που δοκίμαζαν και οπωσδήποτε να μην το ξεχάσουν. Ο Mick προσέθεσε αργότερα τους στίχους, με τη φράση του τίτλου να προκύπτει ακούγοντας… τον κηπουρό του σπιτιού του Richards, ονόματι Jack Dyer, να περπατά με τις μπότες του έξω από το παράθυρό τους, μια βροχερή νύχτα στο Redlands της Καλιφόρνια. Το συνολικό αποτέλεσμα τους άρεσε τόσο, ώστε αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν εν τέλει το κομμάτι αποκλειστικά σε single· πρακτική, η οποία δεν ήταν ασυνήθιστη τότε στη Μεγάλη Βρετανία, όπως συνέβη δηλαδή και με το Satisfaction, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους Beatles, τα singles She Loves You, I Want to Hold Your Hand (1963) και ουκ ολίγα ακόμη. Πράγματι, το Jumpin’ Jack Flash ξεχώρισε άμεσα, όντας για δύο εβδομάδες το έβδομο no. 1 του συγκροτήματος στο Νησί, ενώ στην Αμερική ανέβηκε στην τρίτη θέση.
- 19th Nervous Breakdown (03:58) – Big Hits (High Tide and Green Grass) [1966]
Είναι η πρώτη συλλογή των Rolling Stones, με τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους έως εκείνη τη στιγμή. Η βρετανική έκδοση περιλαμβάνει 14 τραγούδια έναντι 12 της αμερικανικής, διαφέροντας επίσης σε ακόμη τρία. Το άλμπουμ ανέβηκε στην τέταρτη θέση των αγγλικών charts και στην τρίτη των αντίστοιχων των Η.Π.Α., όπου έγινε άμεσα χρυσό και θεωρείται δύο φορές πλατινένιο από το 1989. Κοινό σημείο αναφοράς των δύο editions παραμένει το συγκεκριμένο τραγούδι, το οποίο είχε προλάβει να παρουσιαστεί ως single μόλις ένα μήνα νωρίτερα. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, το 19th Nervous Breakdown μπορεί να ερμηνευθεί και ως έμμεση αναφορά στη συνολική κατάσταση του συγκροτήματος εκείνη την περίοδο, με τις αλλεπάλληλες ηχογραφήσεις και κυρίως περιοδείες, όπου βίωναν εκρηκτικές καταστάσεις, ενώ ο Brian Jones κατέρρεε μέρα με τη μέρα ελέω των καταχρήσεων. Για το εκ των κορυφαίων rock ‘n’ roll κομματιών της μπάντας έχει μιλήσει με τα καλύτερα λόγια ο «τεράστιος» Alice Cooper, ενώ οι «δεύτερες» του Richards στον Jagger θυμίζουν τις αντίστοιχες των Beatles, με έναν εξαιρετικό τρόπο. Το τραγούδι ανέβηκε στο no. 2 τόσο των αμερικανικών όσο και των βρετανικών charts, σπάζοντας στη δεύτερη περίπτωση ένα σερί πέντε διαδοχικών no. 1 singles της μπάντας.
- Route 66 (02:20) – The Rolling Stones (1964)
Είναι το ομώνυμο και παρθενικό studio album των Stones, μετά από τέσσερα singles και ένα EP. Προκειμένου οι Αμερικανοί να συνειδητοποιήσουν περί τίνος πρόκειται, ο δίσκος κυκλοφόρησε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού υπό το διακριτικό υπότιτλο… England’s Newest Hit Makers, σηματοδοτώντας τους επόμενους… Beatles! Με τις δύο εκδόσεις να διαφέρουν μόνο σε ένα τραγούδι, ο δίσκος βρέθηκε οριακά εκτός top 10 στις Η.Π.Α., και μάλιστα ήταν ο τελευταίος εκτός πεντάδας, στο σύνολο της διαδρομής των Βρετανών. Αντίθετα, στο Ηνωμένο Βασίλειο έκανε θραύση, παραμένοντας στην κορυφή επί δώδεκα σερί εβδομάδες(!)· ένα ακατάρριπτο ρεκόρ για το συγκρότημα. Μόλις τρία από τα δώδεκα τραγούδια του άλμπουμ είναι original, φέροντας την υπογραφή των Jagger/Richards στην μία περίπτωση, και το ψευδώνυμο Nanker Phelge στις άλλες δύο, το οποίο «γεννήθηκε» μέσα από πρόσωπα και καταστάσεις στα αμέσως προηγούμενα, «πέτρινα» χρόνια.
Και οι δύο editions του δίσκου περιλαμβάνουν το Route 66, που μάλιστα ανοίγει τη βρετανική. Πρόκειται για την πασίγνωστη rock ‘n’ roll διασκευή του R‘n’B τραγουδιού που έγραψε ο Bobby Troup και κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1946 από το γκρουπ του σπουδαίου Nat King Cole, γνωστό ως King Cole Trio. Κάπως έτσι οι Stones, μαζί με αρκετά ακόμη covers που έκαναν, έδωσαν με το «καλημέρα» το στίγμα τους, όσον αφορά τις μουσικές επιρροές αλλά και τις διαθέσεις τους. Ο «δρόμος» στον οποίο αναφέρεται ο τίτλος ήταν αρκετά… σημαντικός ώστε να γίνει τραγούδι, καθώς ξεκινά από το Σικάγο, στην κεντροανατολική Αμερική, και καταλήγει στην Καλιφόρνια, στη δυτική ακτή των Η.Π.Α., καλύπτοντας μια απόσταση 3.940 χιλιομέτρων(!) και διασχίζοντας τις Πολιτείες των Μιζούρι, Κάνσας, Οκλαχόμα, Τέξας, Νέο Μεξικό και Αριζόνα.
- Bitch (03:37) – Sticky Fingers (1971)
Το 19ο studio album των Βρετανών (21ο στην Αμερική) ήρθε να επιβεβαιώσει τη σταθερά ανοδική πορεία τους σε επίπεδο ποιότητας, από την έναρξη της συνεργασίας τους με τον Αμερικανό παραγωγό Jimmy Miller το 1968. Είναι το τρίτο των Stones μαζί του σε σύνολο πέντε διαδοχικών, και μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι τα τέσσερα πρώτα απαντώνται συχνά-πυκνά σήμερα στο top 5 λιστών που «βαθμολογούν» τους δίσκους τους. Συνήθως μάλιστα το Sticky Fingers τοποθετείται στην πρώτη θέση, ενώ όταν δεν συμβαίνει αυτό, είναι το Exile on Main St.. Πρόκειται για το πρώτο άλμπουμ χωρίς τον Brian Jones, ο οποίος είχε πεθάνει δύο χρόνια νωρίτερα, με τον Mick Taylor να παίρνει τη θέση του. Το Sticky Fingers έγινε το δεύτερο συνεχόμενο no. 1 της μπάντας στο Ηνωμένο Βασίλειο, και μάλιστα επί πέντε εβδομάδες συνολικά, ξεκινώντας παράλληλα ένα σερί οκτώ συνεχόμενων δίσκων στην κορυφή των Η.Π.Α., όπου παρέμεινε επί τέσσερεις διαδοχικές εβδομάδες.
Το Bitch είναι ένα εκρηκτικό τραγούδι, το οποίο στον καιρό του έδωσε νέες αφορμές για σχόλια γύρω από το μισογυνιστικό προφίλ του Mick Jagger, που επιμελώς και σε κάθε ευκαιρία φρόντιζε ο ίδιος να συντηρεί μέσα από τους στίχους του. Το επαναλαμβανόμενο riff είναι όλα τα λεφτά, κι ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι ενισχύεται από ένα σημείο κι έπειτα, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, μέσα από το σαξόφωνο του Bobby Keys και την τρομπέτα του Jim Price, που πλαισιώνουν το μπάσο του Wyman, την ηλεκτρική -κατά τα φαινόμενα- του Taylor, ενώ ο Keith προσφέρει ένα all-time classic σόλο στο τελευταίο… σχεδόν ενάμισι λεπτό! Το κομμάτι ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του δίσκου, ενώ αρχικά παρουσιάστηκε ως B-side του single Brown Sugar, μία εβδομάδα νωρίτερα.
- She Was Hot (04:41) – Undercover (1983)
Πρόκειται για το 17ο studio album του συγκροτήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο (19ο στην Αμερική), το οποίο δημιουργήθηκε σε μια περίοδο εσωτερικών αναταραχών, καθώς ο μεν Keith Richards υποστήριζε την επιστροφή στα blues rock μονοπάτια των αρχικών βημάτων τους, ενώ ο Mick Jagger προωθούσε -ήδη κατά τα προηγούμενα χρόνια- την εξερεύνηση νέων ήχων, από το χώρο του new wave, της disco ή ακόμη και της reggae. Ο Keith άρχιζε να αναλαμβάνει μετά τις έντονες καταχρήσεις της προηγούμενης δεκαετίας, διεκδικώντας πλέον πιο ηγετικό ρόλο στο δημιουργικό προσανατολισμό των Stones. Η κόντρα τους βρισκόταν ακόμη στο ξεκίνημα, ενώ αυτές οι αντιθέσεις διαμόρφωσαν και τη συγκεχυμένη ταυτότητα του δίσκου. Το Undercover αναρριχήθηκε έως την τρίτη θέση των βρετανικών charts, πέφτοντας από τη δυάδα μετά από 15 χρόνια και εννιά studio albums. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, στην Αμερική περιορίστηκε στο no. 4, σπάζοντας ένα σερί οκτώ διαδοχικών no. 1 δίσκων.
Jagger και Richard φρόντιζαν να ηχογραφούν σε διαφορετικές ώρες, ώστε να μη συναντιούνται στο στούντιο(!), ενώ ο Ronnie Wood προσπαθούσε να λειτουργήσει ως ειρηνευτική δύναμη, προκειμένου να υπάρξει μια σχετική συνεννόηση και να μην τιναχτούν τα πάντα στον αέρα. Το άλμπουμ σημείωσε πολύ χαμηλότερες πωλήσεις σε σχέση με τα τρία προηγούμενα του συγκροτήματος, παρότι κατόρθωσε να γίνει άμεσα πλατινένιο στις Η.Π.Α.. Το She Was Hot είναι ένα ιδιαίτερα δυναμικό rock ‘n’ roll κομμάτι, που δεν είχε την απήχηση που του έπρεπε, παρότι κυκλοφόρησε ως δεύτερο single του δίσκου δύο μήνες αργότερα. Ο Keith δίνει ρεσιτάλ στην ηλεκτρική κιθάρα καθ’ όλη τη διάρκεια και ακόμη περισσότερο στο σόλο, ενώ ο Ian Stewart είναι απολαυστικός στο πιάνο, στην τελευταία του συμμετοχή σε άλμπουμ των Stones πριν από το θάνατό του. Στο συνοδευτικό βίντεο η ηθοποιός Anita Morris προσπαθεί να αποπλανήσει ένα προς ένα τα μέλη του σχήματος με έναν μάλλον κωμικό τρόπο, ενώ η ταχύτητα του κομματιού έχει αυξηθεί και συγχρόνως η τονικότητα είναι οριακά ανεβασμένη.
- All Down the Line (03:49) – Exile on Main St. (1972)
Είναι το δέκατο studio album των Rolling Stones (12ο στην Αμερική), και πρώτο διπλό. Ένα χρόνο νωρίτερα, προκειμένου να αποφύγουν να πληρώσουν στην Αγγλία φόρους αρκετών ετών που είχαν μαζευτεί, άπαντες αυτοεξορίστηκαν σε διάφορες περιοχές της γειτονικής Γαλλίας. Οι ηχογραφήσεις έγιναν τόσο στις δύο χώρες όσο και στο Λος Άντζελες της Αμερικής, ενώ σήμερα ο δίσκος θεωρείται από κάποιους ως ο κορυφαίος των Βρετανών. Το βέβαιο είναι πως έχουμε επιλέξει περισσότερα τραγούδια από τον συγκεκριμένο παρά από οποιονδήποτε άλλο, δεδομένου ότι και οι επιλογές ήταν σχεδόν διπλάσιες. Αναλογικά, ωστόσο, θα καταλήγαμε σε άλλο άλμπουμ! Το Exile on Main St. έγινε ο τρίτος συνεχόμενος no. 1 δίσκος της μπάντας στο Ηνωμένο Βασίλειο και ο δεύτερος στις Η.Π.Α., παραμένοντας μάλιστα στην κορυφή στη δεύτερη περίπτωση επί τέσσερεις συνεχόμενες εβδομάδες. Ένα ενθουσιώδες rock κομμάτι, το All Down the Line ανοίγει την τέταρτη πλευρά του άλμπουμ, παρότι το demo προϋπήρχε ήδη από το 1969. Σύμφωνα με τον Keith, η πρωτόλεια μορφή του τραγουδιού «σκαρώθηκε» αμέσως μετά τη δημιουργία του Brown Sugar, που παρουσιάστηκε στο εξαιρετικό Sticky Fingers (1971). Δύο μήνες μετά το release του δίσκου, το τραγούδι συμπεριλήφθηκε ως B-side στο single του Happy, που κυκλοφόρησε στην Αμερική, αλλά όχι στην Αγγλία.
- It’s All Over Now (03:27) – 12 x 5 (1964)
Καθώς οι Rolling Stones βρίσκονταν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού για την πρώτη περιοδεία τους εκεί, ο διάσημος DJ Murray the K τους έβαλε να ακούσουν το συγκεκριμένο τραγούδι, που μόλις είχε κυκλοφορήσει από τους Valentinos, με την υπογραφή των Bobby και Shirley Womack, ενθαρρύνοντας τους Βρετανούς να το διασκευάσουν. Το cover ετοιμάστηκε μέσα σε ελάχιστες μέρες και κυκλοφόρησε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ένα μήνα μετά το original. Κάπως έτσι, τo It’s All Over Now έμελλε να γίνει το πρώτο no. 1 του συγκροτήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο(!), κυκλοφορώντας ως non-album single. Στην Αμερική εισέπραξε ιδιαιτέρως θετικά σχόλια για τα country vibes που περνούν μέσα από τις ηλεκτρικές κιθάρες, μολονότι ο Bill Wyman παραδέχτηκε αργότερα ότι ουδείς από τους πέντε το είχε συνειδητοποιήσει, μέχρι τη στιγμή που το διάβασαν!
Ως ένα παραλειπόμενο, αξίζει να σημειωθεί ότι ο θρυλικός John Lennon των Beatles άσκησε έντονη κριτική στον Richards για το σόλο του στο μέσο του τραγουδιού, με τον τελευταίο να ομολογεί δεκαετίες αργότερα ότι, σίγουρα, δεν ήταν το καλύτερό του, μολονότι εκείνη τη στιγμή… τον πόνεσε! Βέβαια και ο Keith έκραζε συχνά-πυκνά τον John για το πόσο ψηλά στο σώμα κρατούσε την κιθάρα του, κάτι που συνήθιζαν τότε οι μπάντες από το Λίβερπουλ! Από εκεί και πέρα, η ύπαρξη ενός μεγάλου hit σε single δεν αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα στις Η.Π.Α. για τη συμπερίληψή του σε studio album, κι αυτό ακριβώς συνέβη με το συγκεκριμένο τραγούδι. Τέσσερεις μήνες αργότερα μπήκε στο δεύτερο δίσκο του συγκροτήματος, που κυκλοφόρησε αποκλειστικά εκεί, υπό τον τίτλο… 12 x 5. Το άλμα που έκανε αυτός στα charts σε σχέση με τον προκάτοχό του, μόλις πέντε μήνες νωρίτερα, ήταν εντυπωσιακό, καθώς από την ενδέκατη θέση σκαρφάλωσε αυτή τη φορά στην τρίτη. Από το 1989 ο δίσκος έχει γίνει χρυσός, ενώ μεταξύ των αλλαγών που επέφερε μια remastered έκδοσή του το 2002, ήταν η προσαρμογή στερεοφωνικού ήχου σε ορισμένα τραγούδια, ανάμεσά τους και το It’s All Over Now.
- Get Off of My Cloud (02:55) – December’s Children (And Everybody’s) [1965]
Το τραγούδι κυκλοφόρησε ως single ακριβώς δύο μήνες μετά τo (I Can’t Get No) Satisfaction, σε μια προσπάθεια να επαναλάβει την επιτυχία εκείνου, όπως και συνέβη. Ακολουθώντας την πεπατημένη, που ήθελε τα μεγαλύτερα hits να μην συμπεριλαμβάνονται σε άλμπουμ, αλλά να παρουσιάζονται ξεχωριστά τουλάχιστον στη Μεγάλη Βρετανία, το Get Off of My Cloud έγινε no. 1 επί τρεις εβδομάδες… εντός συνόρων και για δύο στην Αμερική. Πρόκειται για ένα από τα πολύ χορευτικά και σίγουρα από τα πιο ανάλαφρα τραγούδια της μπάντας, που δεν έχει σχέση με σεξ ή ναρκωτικά, προσφιλή θέματα του στιχουργικού δαιμόνιου του Mick. Εν τέλει, εξελίχθηκε στο lead single του πέμπτου studio album των Rolling Stones στις Η.Π.Α., που κυκλοφόρησε αποκλειστικά εκεί στο τέλος της χρονιάς, αποτελούμενο από τραγούδια που συμπεριλαμβάνονταν είτε στην αγγλική edition του Out of Our Heads (1965) είτε στα EPs Rolling Stones (1964) και Got Live If You Want It! (1965) είτε αποτελούσαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, new entries στον κατάλογο των Stones. Το December’s Children (And Everybody’s) ανέβηκε στο no. 4 των charts και έγινε άμεσα χρυσό.
- Sway (03:52) – Sticky Fingers (1971)
Ο σπουδαίος αυτός δίσκος, που έχει εισπράξει άκρως θετικές κριτικές, ακόμη περισσότερο κατά την περίοδο κυκλοφορίας της deluxe edition (2015), δεν ήταν απλώς ο πρώτος στη μετά-Brian Jones εποχή, αλλά και εκείνος που ακολούθησε όσα συνέβησαν δύο χρόνια νωρίτερα στο Altamont Speedway Free Festival (6/12/69). Όταν μπροστά σε 300.000 ανθρώπους έπαιξαν διαδοχικά οι Santana, Jefferson Airplane, Flying Burrito Brothers και Crosby, Stills, Nash & Young (CSNY), με τους Rolling Stones να βγαίνουν στο stage για το καταληκτικό show του φεστιβάλ. Η συναυλία των τελευταίων αμαυρώθηκε από τη δολοφονία ενός 18χρονου Αφροαμερικανού ονόματι Meredith Hunter, ο οποίος μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου από μέλη των «χαρλεάδων» Hells Angels Motorcycle Club. Αυτοί, κατόπιν ανεπίσημης συμφωνίας με τους Βρετανούς rockstars, είχαν αναλάβει ρόλο σεκιουριτάδων μεταξύ του stage και των πρώτων σειρών του κόσμου, έναντι αμοιβής… μπύρας αξίας 500 δολαρίων.
Σ’ ένα φεστιβάλ με κατ’ εξοχήν λευκούς θεατές, η κατάσταση εκτραχύνθηκε: ο Hunter δέχτηκε επίθεση, γρονθοκοπήθηκε και μαχαιρώθηκε από έναν «σεκιουριτά». Μάλιστα, όταν προσπάθησε να οπισθοχωρήσει μέσα στο πλήθος, κυνηγήθηκε από τον ίδιο τύπο, τον οποίο πλέον συνέδραμαν άλλοι τρεις. Οπλοφορώντας, ο Hunter έβγαλε το πιστόλι του δίχως να έχει πρόθεση να το χρησιμοποιήσει, σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα. Αφοπλίστηκε σύντομα από τους Hells Angels, οι οποίοι τον μαχαίρωσαν ξανά, αυτή τη φορά μέχρι θανάτου. Λίγες ώρες νωρίτερα, σε άλλη αναταραχή, ο ίδιος ο Marty Balin, ιδρυτής και τραγουδιστής των Jefferson Airplane, είχε ξυλοκοπηθεί μέχρι λιποθυμίας από μέλος των Hells Angels, ενώ προσπαθούσε να παρέμβει ειρηνευτικά! Κι όλα αυτά στο πλαίσιο μιας αντιπολεμικής εκδήλωσης, η οποία φιλοδοξούσε να είναι το “Woodstock” της δυτικής ακτής των Η.Π.Α., ούτε τέσσερεις μήνες μετά το θρυλικό φεστιβάλ που είχε προηγηθεί στη Νέα Υόρκη. Στην περίπτωση των Stones, το περιστατικό έλαβε χώρα ενώ οι ίδιοι ερμήνευαν το Under My Thumb.
Κλείνοντας την παρένθεση και επιστρέφοντας… στο θέμα μας, το Sway είναι το δεύτερο τραγούδι του άλμπουμ κι ένα κατ’ εξοχήν blues rock με πολύ όμορφη κλιμάκωση. Αποδίδεται στο δίδυμο Jagger/Richards, μολονότι ο Mick Taylor ισχυρίστηκε αργότερα ότι εκείνος είναι που το δημιούργησε σε συνεργασία με τον συνονόματό του. Πράγματι, ηλεκτρική στο κομμάτι παίζει ο ίδιος, ενώ ο Keith περιορίζεται εν προκειμένω στα φωνητικά. Περαιτέρω, credits στην ηλεκτρική κιθάρα λαμβάνει για πρώτη φορά στη διαδρομή της μπάντας και ο Mick Jagger! Μαζί με τον Nicky Hopkins στο πιάνο, τα σόλο του Taylor κλέβουν επίσης την παράσταση, ενώ το εκπληκτικό δεύτερο, διάρκειας ενός και πλέον λεπτού, συνοδεύει το κομμάτι έως και το outro. Το Sway συμπεριλήφθηκε ως B-side στο single του Wild Horses, από το ίδιο άλμπουμ, που κυκλοφόρησε στην Αμερική δύο μήνες μετά το release του Sticky Fingers.
- Rock Me, Baby (03:50) – Live Licks (2004)
Πρόκειται για ένα πολυδιασκευασμένο κλασικό blues, που τραγούδησε ο εμβληματικός B.B. King το 1964, δανειζόμενος τους στίχους σχεδόν εξ ολοκλήρου από το Rockin’ & Rollin’ του Li’l Son Jackson (1951) αλλά και στοιχεία της μουσικής του. Πρωτόλεια μορφή της τελευταίας απαντάται μάλιστα στο Roll Me Mama του Curtis Jones (1939), από το οποίο το τραγούδι του Jackson δανείζεται επίσης ορισμένους στίχους. 40 χρόνια μετά τη διάσημη εκτέλεση του King, οι Rolling Stones συμπεριέλαβαν μια δική τους, πολύ πιο… rocky ερμηνεία του Rock Me, Baby στο ένατο live album που κυκλοφόρησαν. Το Live Licks, άμεσα χρυσό στην Αμερική και από το 2013 επίσης στην Αγγλία, αποτελείται από ζωντανές εκτελέσεις της μπάντας κατά το Licks Tour (2002/03), που έγινε για την υποστήριξη του συλλεκτικού τους άλμπουμ Forty Licks, με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων παρουσίας των Βρετανών στο χώρο.
Οι Stones απογειώνουν το τραγούδι, με τον Mick Jagger να είναι απόλυτος κυρίαρχος επί σκηνής, τους Wood και Richards να δεσπόζουν στις κιθάρες, τον Watts να είναι ο βράχος της όλης ιστορίας στα drums, και το πολυμελές γκρουπ μουσικών που τους συνοδεύει, να τα δίνει όλα, με πρώτους τους… πνευστούς, Bobby Keys και Andy Snitzer στο σαξόφωνο, τον Michael Davis στο τρομπόνι και τον Kent Smith στην τρομπέτα. Η version που προτιμήθηκε στο άλμπουμ είναι ελαφρώς μικρότερη από εκείνη που προωθήθηκε από την επίσημη βιντεοσκόπηση του τραγουδιού στο Λος Άντζελες, στην οποία, μετά το τρίτο λεπτό, ο Jagger ενθάρρυνε τους υπόλοιπους να συνεχίσουν ορχηστρικά, δίνοντας την ευκαιρία στον Keith για ένα δικό του σόλο μετά το αντίστοιχο του Ronnie.
- Sympathy for the Devil (06:18) – Beggars Banquet (1968)
Πρόκειται για ένα δίσκο-σταθμό στην πορεία των Rolling Stones, όχι γιατί έφερε την επανάσταση στο χώρο, αντίθετα, διότι ήταν αυτός που θέλησε να επιστρέψει στις ρίζες του rock, εκπέμποντας έντονα country και folk vibes και αγγίζοντας τα πρωτογενώς αγαπημένα blues rock των Βρετανών. Είναι ο πρώτος του συγκροτήματος με παραγωγό τον Jimmy Miller και ο τελευταίος που κυκλοφόρησε με τον Brian Jones ακόμη εν ζωή. To Beggars Banquet είναι το έβδομο studio album της μπάντας και ένατο στην Αμερική, στην οποία μάλιστα έγινε άμεσα χρυσό και πλατινένιο από το 1989. Στην Αγγλία εξελίχθηκε στο τρίτο διαδοχικό no. 3 του συγκροτήματος στα charts, ενώ στις Η.Π.Α. συμπλήρωσε το top 5.
Το Sympathy for the Devil ανοίγει το δίσκο και είναι οπωσδήποτε ένα από τα τρία πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια σήμερα στην τεράστια ιστορία του σχήματος, παρότι δεν κυκλοφόρησε ως single, πράγμα που μεγεθύνει την επιτυχία του ήδη από τότε, ενώ στην εποχή της ψηφιοποίησης θεωρείται πλατινένιο στο Μεγάλο Νησί. Ο Jagger πιάνει κορυφή εν προκειμένω, καθώς το κομμάτι είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου δικό του. Μέσα από αυτό, ο Διάβολος συστήνεται ως νικητής του κόσμου τούτου, κάθε φορά που ειδεχθή περιστατικά συνέβησαν στην πορεία της ιστορίας, από τα Πάθη και τη Σταύρωση του Χριστού έως την πολύ πρόσφατη δολοφονία του Robert Kennedy. Ένα χορευτικό τραγούδι, με εξωτική αύρα, έμφαση στα κρουστά αλλά και τα φωνητικά, που μεταξύ άλλων παρέχουν δύο έως τρεις γυναίκες. Οι… σίγουρες είναι αφενός η τραγουδίστρια και ηθοποιός Marianne Faithfull, με την οποία οι Stones είχαν ήδη προλάβει να συνεργαστούν, χαρίζοντάς της το πρώτο της hit, ενώ πλέον διατηρούσε σχέση με τον Jagger. Αφετέρου, η Anita Pallenberg, μοντέλο, ηθοποιός και σύντροφος του Brian Jones έως το 1967, ενώ αμέσως μετά του… Keith Richards. Ο πρώτος την είχε κακομεταχειριστεί σε διακοπές της μπάντας στο Μαρόκο, και τότε ο δεύτερος την πήρε και επέστρεψαν μαζί στην Αγγλία, παραμένοντας μαζί έως το 1980. Τέλος, κάποιες πηγές αναφέρουν ότι στα backing vocals συμμετέχει επίσης η Suki Potier, νέα σύντροφος του Jones!
- Gimme Shelter (04:31) – Let It Bleed (1969)
Ο όγδοος δίσκος (δέκατος στην Αμερική) σήμανε την επιστροφή του συγκροτήματος σε έναν έντονα bluesy ήχο, με λιγοστές εξαιρέσεις μέσα από country και rock ‘n’ roll πινελιές. Κυκλοφόρησε σχεδόν πέντε μήνες μετά το θάνατο του Brian, ο οποίος, ακόμη ένα μήνα νωρίτερα, είχε λάβει το ελεύθερο από τους υπόλοιπους να διαχειριστεί προς τον Τύπο την αποχώρησή του με όποιον τρόπο έκρινε. Το Let It Bleed έκανε ντεμπούτο στην πρώτη θέση των βρετανικών charts, όντας ο πρώτος από τέσσερεις συνεχόμενους δίσκους που θα σημείωναν αντίστοιχη επίδοση. Στις Η.Π.Α. αναρριχήθηκε έως το no. 3, ενώ είναι εντυπωσιακό ότι πρόκειται για το μοναδικό studio album των Rolling Stones που έγινε πλατινένιο στην Αγγλία, έστω και 30 χρόνια αργότερα (1999), προ της ψηφιοποίησης των πάντων. Η πλατίνα αφορά δηλαδή 300 χιλιάδες υλικά αντίτυπα. Στις Η.Π.Α. πιστοποιήθηκε δις platinum το 1989, που αντιστοιχεί σε 2 εκ. μονάδες.
Το Gimme Shelter ανοίγει το δίσκο και ανήκει οπωσδήποτε στο top 5 των πλέον μνημειωδών και αναγνωρίσιμων τραγουδιών της μπάντας. Πιστό στη θεματολογία για την οποία προδιαθέτει η ονομασία του άλμπουμ, ο στίχος του Mick Jagger σοβαρεύει απότομα, θίγοντας σε τίτλους όσα συμβαίνουν στον κόσμο: πόλεμοι, δολοφονίες, βιασμοί. Μεταξύ άλλων, ο πόλεμος του Βιετνάμ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, η Σοβιετική Ένωση είχε εισβάλει στην Τσεχοσλοβακία την προηγούμενη χρονιά, την ίδια της δολοφονίας του Robert Kennedy, ενώ ούτε τέσσερεις μήνες νωρίτερα είχε δολοφονηθεί η Αμερικανίδα ηθοποιός Sharon Tate. Ο κόσμος γενικά δεν πήγαινε προς το καλύτερο, ενώ το αποτρόπαιο συμβάν με τη δολοφονία του Meredith Hunter στη συναυλία των Stones έμελλε να ακολουθήσει μόλις λίγες μέρες μετά το release του Let It Bleed. Το Gimme Shelter ξεχωρίζει για την εμβληματική παρουσία στα φωνητικά της Αμερικανίδας τραγουδίστριας Merry Clayton, η οποία απογειώνει το ρεφραίν και το κομμάτι συνολικά. Ο Keith κάνει τα θαύματά του στην κιθάρα, αρχής γενομένης από το εναρκτήριο αξεπέραστο riff, ενώ ο Mick χαρίζει ένα ξεχωριστό σόλο στη φυσαρμόνικα.
Την ιδέα για μια γυναικεία φωνή στο πλευρό του Jagger είχε ο Jimmy Miller, σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του Mick. Κατά τη διαδικασία της μίξης του τραγουδιού, ο παραγωγός ζήτησε από τον Jack Nitzsche να του βρει μια τραγουδίστρια. Ο συγκεκριμένος, μουσικός, ενορχηστρωτής και εκείνη την περίοδο «δεξί χέρι» του σπουδαίου producer -αλλά δολοφόνου, μετά από δεκαετίες- Phil Spector, ήταν αρκετά τακτικός συνεργάτης της μπάντας τόσο στις studio ηχογραφήσεις όσο και στις συναυλίες των πρώτων ετών. Ο Nitzsche ήταν επίσης εκείνος που ξύπνησε… μέσα στην άγρια νύχτα την εγκυμονούσα Clayton, καλώντας την να τραγουδήσει επιτόπου, όπως και έγινε! Η ερμηνεία της θα έμενε στην ιστορία, μετά από ελάχιστες προσπάθειες, αλλά το αντίτιμο ήταν δραματικό: λόγω της έντασης της ηχογράφησης, απέβαλε λίγο αργότερα.
- Under My Thumb (03:41) – Aftermath (1966)
Είναι ο σπουδαιότερος δίσκος των Rolling Stones έως εκείνη τη στιγμή, και ίσως το πιο «πολύχρωμο» project τους γενικότερα, αντικατοπτρίζοντας πλήρως την κουλτούρα αυτού που έγινε γνωστό ως “Swinging Sixties” με επίκεντρο το “Swinging London”. Οι Βρετανοί ανοίγονται εν προκειμένω με εντυπωσιακό και μάλλον απρόσμενο τρόπο προς ωριμότερες συνθέσεις, κινούμενοι βαθιά μέσα στο χώρο του art rock, αγγίζοντας πολλές διαστάσεις της μουσικής και προλαβαίνοντας μάλιστα κατά λίγους μήνες τρία εμβληματικά άλμπουμ: το Revolver των Beatles, το Pet Sounds των Beach Boys και το Blonde on Blonde του Bob Dylan. Όλα αυτά, δίχως να απουσιάζουν τα αγαπημένα blues rock και rock ‘n’ roll της μπάντας. Το τέταρτο studio album των Stones (έκτο στην Αμερική) είναι συγχρόνως το παρθενικό αποτελούμενο αποκλειστικά από original κομμάτια, που φέρουν βεβαίως την υπογραφή του διδύμου Jagger/Richards, δικαιώνοντας απόλυτα τον μάνατζερ και παραγωγό τους, Andrew Loog Oldham, ο οποίος τους είχε κατευθύνει εξ αρχής στο δρόμο αυτό.
Ο πολυοργανίστας Brian Jones δίνει ρεσιτάλ εν προκειμένω, έχοντας τη δυνατότητα να παίξει… οτιδήποτε πέραν της κιθάρας του, η οποία έκτοτε θα περιοριζόταν βαθμιαία, στο πρώτο από τα τέσσερα διαδοχικά άλμπουμ που θα εισήγαγε τόσα πολλά και «εξωτικά» όργανα. Σε συγκεκριμένα τραγούδια του δίσκου και εκτός από κιθάρες και φυσαρμόνικα, την οποία «μοιράζεται» με τον Jagger, παίζει σιτάρ (έγχορδο ινδικό όργανο), κότο (έγχορδο ιαπωνικό), μαρίμπα (αφρικανικό είδος ξυλόφωνου, το οποίο αξιοποιεί σε δύο περιπτώσεις, η μία στο Under My Thumb) και σαντούρι των Απαλαχίων Ορέων, στη βορειοανατολική Αμερική! Η επίδραση που μπορεί να έχουν αυτά στον γενικότερο ήχο του Aftermath είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Το άλμπουμ αναρριχήθηκε στο no. 2 των Η.Π.Α., έγινε άμεσα χρυσό και πλατινένιο το 1989. Στη Μεγάλη Βρετανία, ωστόσο, διατηρήθηκε στην κορυφή των charts επί οκτώ διαδοχικές εβδομάδες(!), σημειώνοντας την τρίτη καλύτερη επίδοση στην ιστορία των Rolling Stones, πίσω μόνο από τα ομώνυμα του συγκροτήματος, The Rolling Stones (δώδεκα εβδομάδες) και The Rolling Stones No. 2 (δέκα εβδομάδες, 1965). Στην αγγλική έκδοση του τελευταίου, μόλις τρία από τα δώδεκα τραγούδια είναι αυθεντικά, όπως ακριβώς είχε συμβεί και στο ντεμπούτο τους.
Το Under My Thumb είναι το τραγούδι με το οποίο ο Mick Jagger… ατσαλώνει το μισογυνιστικό προφίλ του, διατυμπανίζοντας ότι η κοπέλα του είναι πλέον του χεριού του, έχει γίνει υπάκουη χάρη στη δική του χειριστική συμπεριφορά και, πράγματι, τώρα είναι πολύ γλυκιά! Συμπεριλαμβάνεται τόσο στη βρετανική όσο και την αμερικανική edition του δίσκου και είναι οπωσδήποτε ένα από τα κλασικά του συγκροτήματος, έχοντας ιδιαίτερο… σουξέ στην εποχή του, παρότι ούτε αυτό κυκλοφόρησε σε single. Μελανό σημείο της ιστορίας του, κατά διαβολική σύμπτωση βεβαίως, η ερμηνεία του στις στιγμές της δολοφονίας του Meredith Hunter το 1969, όπως ήδη σημειώθηκε. Πάντως η μαρίμπα του Brian κάνει τη διαφορά καθ’ όλη τη διάρκεια, δίνοντας… καραϊβικά vibes σ’ ένα κατά τα άλλα rock κομμάτι.
- Something Happened to Me Yesterday (04:55) – Between the Buttons (1967)
Το πέμπτο studio album των Βρετανών rockstars (έβδομο στην Αμερική) προέκυψε ως άμεση διάδοχη κατάσταση του Aftermath, μέσα σε μόλις εννιά μήνες, συνεχίζοντας από… εκεί που είχε σταματήσει την προηγούμενη φορά, με τον ήχο τους να εξελίσσεται κι άλλο, δοκιμάζοντας ακόμη περισσότερα πράγματα. Ψυχεδελικά χαρακτηριστικά κάνουν πλέον την εμφάνισή τους, ενώ αρκετά τραγούδια φλερτάρουν με το baroque pop, μουσικές διαστάσεις τις οποίες οι Beatles θα εξερευνούσαν πολύ περισσότερο στο επερχόμενο one-of-a-kind Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band, λίγους μήνες αργότερα. Ο Jones εξακολούθησε εν προκειμένω στο σαφάρι των καλλιτεχνικών του αναζητήσεων μετά το Aftermath, προσθαφαιρώντας όργανα και συμπεριλαμβάνοντας πλέον ακορντεόν, βιμπράφωνο, ντέφι, όργανο, φλογέρα, τρομπόνι, τρομπέτα, καζού (μικρό πνευστό) και τούμπα! Ένας χαρισματικός μουσικός, που έμελλε να χαθεί τόσο νωρίς, τόσο άδοξα… Το Between the Buttons έγινε ο πρώτος δίσκος των Stones που περιορίστηκε στην τρίτη θέση των εγχώριων charts και ο τελευταίος με τον παραγωγό και μάνατζέρ τους, Andrew Loog Oldham. Η συνεργασία των δύο πλευρών κρατούσε από το ξεκίνημα της δισκογραφικής διαδρομής του συγκροτήματος, αλλά ολοκληρώθηκε εδώ, καθώς πλέον η επιρροή του Oldham στην παραγωγή είχε μειωθεί αισθητά.
Το Something Happened to Me Yesterday είναι το καταληκτικό τραγουδάκι τόσο της βρετανικής όσο και της αμερικανικής έκδοσης του άλμπουμ, υπαινισσόμενο το χθεσινό τριπάρισμα, μέσα από την αμφιβολία για το αν αυτό που συνέβη -ό,τι κι αν είναι- ήταν νόμιμο ή όχι! Ο στίχος είναι απλά υπέροχος, η μελωδία σχεδόν παιδική, ο Brian σολάρει στο σαξόφωνο, ενώ πρόκειται για μια από τις σπάνιες φορές που ο Jagger μοιράζεται το ρόλο του lead vocalist με τον Richards, τραγουδώντας τις στροφές εναλλάξ. Η χιουμοριστική και έντονα music hall αύρα του αναμειγνύει jazz και folk συστατικά, δημιουργώντας ένα τόσο διαφορετικό και ενδιαφέρον αποτέλεσμα, που δε θα μπορούσε να λείπει από τη λίστα μας. Σε ό,τι αφορά την ίδια τη μουσική του, αξίζει να ακούσει κάποιος το When I’m Sixty-Four, που συμπεριλαμβάνεται στον προαναφερθέντα δίσκο των Σκαθαριών, και να κρίνει μόνος αν και κατά πόσο ο Paul McCartney επηρεάστηκε από το συγκεκριμένο τραγούδι των Stones! Τα λόγια του Mick στον επίλογο παρωδούν τη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά του BBC, Dixon of Dock Green (1955-1976), με πρωταγωνιστή έναν αστυφύλακα, τον οποίο υποδύεται ο ηθοποιός Jack Warner.
- As Tears Go By (02:46) – December’s Children (And Everybody’s) [1965]
Πρόκειται για μια από τις πρώτες δημιουργίες του διδύμου Jagger/Richards, που γεννήθηκε όταν, σύμφωνα με τον θρύλο, ο Oldham τους κλείδωσε σε μια κουζίνα ζητώντας ένα τραγούδι με παχείς τοίχους, ψηλά παράθυρα και καθόλου σεξ! Ο αρχικός τίτλος – και ο σχετικός στίχος- ήταν As Time Goes By, όπως το κομμάτι που κυκλοφόρησε το 1931, αλλά έγινε ευρέως γνωστό μέσα από την all-time classic ταινία Casablanca (1942) και την ερμηνεία του Dooley Wilson. Για το λόγο αυτό ο Oldham άλλαξε το “time” σε “tears” και κάπως έτσι… λαμβάνει credits συνδημιουργού. Ο συγκεκριμένος, μάλιστα, θεωρώντας ότι το As Tears Go By δεν ταιριάζει στο προφίλ της μπάντας, αποφάσισε να δοθεί στην τότε 17χρονη και άγνωστη Marianne Faithfull, η οποία με αυτό το τραγούδι ως παρθενικό single της κατόρθωσε να μπει στο top 10 των βρετανικών charts (no. 9) εν έτει 1964.
Την αμέσως επόμενη χρονιά οι Stones αποφάσισαν να διασκευάσουν… το τραγούδι τους, επιλέγοντας διαφορετική ενορχήστρωση, χαμηλώνοντας αισθητά το original τέμπο και κρατώντας τη δωδεκάχορδη ακουστική κιθάρα του Richards, που συνοδεύει τον Jagger μαζί με μια καταπληκτική ορχήστρα έγχορδων της ευρύτερης οικογένειας του βιολιού. Υπεύθυνος για την ενορχήστρωση είναι ο Mike Leander, τον οποίο ζήτησε αργότερα ο Paul McCartney για αντίστοιχο ρόλο στο She’s Leaving Home του Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band (1967). Παρεμπιπτόντως, σε επίπεδο ενορχήστρωσης είναι δύσκολο να μη γίνουν οι σχετικές συγκρίσεις του A Tears Go By με το θρυλικό Yesterday των Σκαθαριών και δη του McCartney, που είχε κυκλοφορήσει μόλις τέσσερεις μήνες νωρίτερα. Η εκτέλεση των Rolling Stones συμπεριλήφθηκε στο αποκλειστικά αμερικανικό December’s Children (And Everybody’s), ενώ δύο εβδομάδες αργότερα παρουσιάστηκε ως το δεύτερο single του δίσκου, ανεβαίνοντας στην έκτη θέση των charts. Για λόγους image, όπως αναφέρθηκε, το τραγούδι περιορίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο ως B-side του single 19th Nervous Breakdown, νωρίς το 1966. Μια υπέροχη μπαλάντα, που απέδειξε πολύ νωρίς ότι οι Βρετανοί… μπορούν και αλλιώς!
- Angie (04:33) – Goats Head Soup (1973)
Είναι το ενδέκατο studio album του συγκροτήματος (13ο στην Αμερική), ενώ συγχρόνως το πέμπτο και τελευταίο με τον Jimmy Miller σε ρόλο παραγωγού, ίσως στο πλέον εμπνευσμένο διάστημα της ιστορίας των Stones σε δημιουργικό επίπεδο, από το 1968 και έπειτα. Ο συγκεκριμένος είχε εθιστεί πλέον στα ναρκωτικά… πλάι στους υπόλοιπους, που έκριναν ότι στο εξής μπορούν και χωρίς αυτόν. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Miller θα γινόταν παραγωγός του δεύτερου και τρίτου άλμπουμ των Motörhead του ασύγκριτου Lemmy Kilmister, των Overkill και Bomber (1979). Το Goats Head Soup εκτείνεται σε rock ‘n’ roll, blues rock αλλά και funk rock πινελιές, με τις μπαλάντες, ωστόσο, να κατέχουν σημαίνουσα θέση. Ήταν μια περίοδος που οι καταχρήσεις των Mick και Keith καλά κρατούσαν, τα προβλήματα του δεύτερου πλέον και με τη γαλλική Δικαιοσύνη είχαν ενταθεί, σχετιζόμενα με διακίνηση ναρκωτικών, ενώ σε συνδυασμό με μια σειρά άλλων παραγόντων οι Stones οδηγήθηκαν σε πρώτη φάση για ηχογράφηση… στη Τζαμάικα! Ο δίσκος έγινε το τέταρτο συνεχόμενο no. 1 των Βρετανών στα εγχώρια charts και τρίτο διαδοχικό στις Η.Π.Α., παραμένοντας στην κορυφή για δύο εβδομάδες στην πρώτη περίπτωση και επί τέσσερεις στη δεύτερη.
Το Angie κυκλοφόρησε ως lead single περίπου δέκα μέρες πριν από το άλμπουμ, παραμένοντας μισό αιώνα αργότερα ένα από τα διαχρονικότερα και πιο δημοφιλή τραγούδια των Rolling Stones, μια μπαλάντα στον ωκεανό της κορυφαίας rock ‘n’ roll μπάντας ever, που πλέον είχε ξεπεράσει -εδώ και χρόνια- τις αναστολές της εποχής του As Tears Go By και μιας υποτιθέμενης ταυτοτικής καθαρότητας του ήχου και του προφίλ της γενικότερα. Το τραγούδι ολοκληρώνει την πρώτη πλευρά του δίσκου και έχει γραφτεί ως επί το πλείστον από τον Richards, με στιχουργική συνδρομή και του Jagger. Αργότερα αναπτύχθηκε μια παραφιλολογία γύρω από το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται ο Keith. H τότε σύζυγος του David Bowie, Angela, ισχυρίστηκε ότι το Angie γράφτηκε για την ίδια, όταν έκανε τσακωτούς στο κρεβάτι τον άντρα της με τον Mick. Ο ίδιος ο Richards έκανε αντιφατικές δηλώσεις σε ορίζοντα δεκαετιών, ισχυριζόμενος στη μία περίπτωση ότι αναφερόταν στην κόρη του και στην άλλη ότι τότε δεν γνώριζε ακόμη το φύλο, ούτε το όνομα που θα της έδιναν. Οι κιθάρες τόσο του ίδιου όσο και του Mick Taylor είναι μαγευτικές, πλαισιωμένες υπέροχα -μεταξύ άλλων- από το πιάνο του Nicky Hopkins για μία ακόμη φορά, αλλά και τα έγχορδα της οικογένειας του βιολιού, που ενορχηστρώνει πανέμορφα ο Nicky Harrison, ενώ ο Jagger ερμηνεύει εμπνευσμένα. Το Angie συμπλήρωσε το top 5 στο Ηνωμένο Βασίλειο, εν τούτοις ανέβηκε στην κορυφή των αμερικανικών charts και έγινε άμεσα χρυσό, όπως και στη Γαλλία.
- Brown Sugar (03:49) – Sticky Fingers (1971)
Ο δίσκος έγινε άμεσα χρυσός στην Αμερική, ενώ το 2000 πιστοποιήθηκε τρεις φορές πλατινένιος, όντας, μαζί με το Goats Head Up, ο τρίτος πιο επιτυχημένος των Rolling Stones στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, μιλώντας πάντοτε για studio albums. Στη εποχή της ψηφιοποίησης θεωρείται platinum πλέον και στη Μεγάλη Βρετανία. Το Brown Sugar παρουσιάστηκε ως lead single μία εβδομάδα πριν από το Sticky Fingers, το οποίο και ανοίγει. Μάλιστα είχε ηχογραφηθεί ενάμιση χρόνο νωρίτερα, Δεκέμβριο του 1969, ενώ, ελάχιστες μέρες αργότερα, οι Stones το έπαιξαν για πρώτη φορά ζωντανά στο περιβόητο Altamont Speedway Free Festival. Εν τούτοις άργησε να κυκλοφορήσει επισήμως, μέχρι να ξεπεραστούν νομικά κωλύματα που αντιμετώπιζε το συγκρότημα απέναντι στην πρώην εταιρία του.
Το Brown Sugar ξεχωρίζει για μια σειρά λόγων, με πρώτο το χαρακτηριστικό εναρκτήριο riff, που έχει επιμεληθεί ο Jagger αυτή τη φορά, το απολαυστικό σαξόφωνο του Bobby Keys και βεβαίως τον ίδιο τον frontman, ο οποίος εξωτερικεύει όλη την… καφρίλα και τραχύτητά του σε στιχουργικό επίπεδο, γράφοντας με τρόπο που αργότερα παραδέχτηκε ότι πλέον δε θα το έκανε ξανά! Παρότι ούτε ο ίδιος είναι απόλυτα βέβαιος… τι σκεφτόταν όταν σκάρωνε το κομμάτι, κάποιος μπορεί να ερμηνεύσει ότι στην πραγματικότητα στιγματίζει(;) -έστω και έμμεσα- μεν, μέσα από την πλευρά του θύτη δε, τον τρόπο με τον οποίο οικοδομήθηκε σε μεγάλο βαθμό η κοινωνία των Η.Π.Α. στην εποχή των σκλαβοπάζαρων, προβάλλοντας ως κεκτημένο και έπαθλο την επικυρίαρχη θέση των λευκών μέσα από τη σεξουαλική εκμετάλλευση/κακοποίηση των μαύρων γυναικών. Με άλλα λόγια, οι Rolling Stones ήταν τα κακά παιδιά της μουσικής… before it was cool! Το Brown Sugar ανέβηκε έως το no. 2 των βρετανικών charts, ενώ για δύο εβδομάδες κατέλαβε την πρώτη θέση στην Αμερική.
- Tumbling Dice (03:45) – Exile on Main St. (1972)
Ο δίσκος έγινε άμεσα χρυσός και πλατινένιος το 2000 στην Αμερική, ωστόσο είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό το γεγονός ότι το 2010, όταν και επανακυκλοφόρησε, κατάφερε να ανεβεί στη δεύτερη θέση των εκείθε charts και να γίνει για μία ακόμη φορά no. 1 στη Μεγάλη Βρετανία(!), όπου και πιστοποιήθηκε platinum τρία χρόνια αργότερα. Τη βάση επάνω στην οποία δημιουργήθηκε το συγκεκριμένο τραγούδι, απετέλεσε το Good Time Women, που ήρθε στο φως μόλις στο 2010, συμπεριλαμβανόμενο στο bonus disc της remastered έκδοσης του άλμπουμ. Το Tumbling Dice ξεχωρίζει για τον χαλαρωτικό blues, boogie-woogie ρυθμό του, που προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση σε μουσικούς και λοιπούς μύστες της εποχής και όχι μόνο. Εν τούτοις για την ολοκλήρωση του κομματιού απαιτήθηκαν δεκάδες προσπάθειες, μεταξύ των οποίων και η συμβολή του παραγωγού Jimmy Miller στα drums για την ουρά, καθώς ο Watts αδυνατούσε να συγχρονιστεί. Το τραγούδι κυκλοφόρησε ως lead single ένα μήνα πριν από το Exile on Main St., μπαίνοντας στο top 5 του Ηνωμένου Βασιλείου και στο top 10 των Η.Π.Α. (no. 7).
- Happy (03:04) – Exile on Main St. (1972)
Κι ενώ το Tumbling Dice ολοκληρώνει την πρώτη πλευρά του διπλού studio album, το συγκεκριμένο ανοίγει την τρίτη. Το Happy γράφτηκε μέσα σε ελάχιστες ώρες, όταν για μία φορά επιτέλους(!) ο Keith Richards όχι απλώς ήρθε στην ώρα του στο στούντιο, αλλά νωρίτερα, όπου τον περίμεναν μόνο ο Miller και ο σαξοφωνίστας Bobby Keys. Δεν άργησε να πιάσει την κιθάρα του και να δημιουργήσει ένα από τα πιο… ευτυχισμένα και χορευτικά τραγούδια του, το οποίο μάλιστα ερμηνεύει ο ίδιος, παίζοντας και μπάσο εκτός από κιθάρες, ενώ ο Jagger του κάνει φωνητικά και ενδεχομένως χτυπάει το ντέφι! Στα drums βρίσκεται και πάλι ο Miller, ο Keys στο… στοιχείο του, ενώ ο Jim Price στην τρομπέτα και το τρομπόνι. Ως δεύτερο single, το Happy κυκλοφόρησε αποκλειστικά στην Αμερική, τρεις μήνες μετά το δίσκο.
- Rough Justice (03:11) – A Bigger Band (2005)
Είναι το 22ο studio album των Rolling Stones (24ο στην Αμερική), το μοναδικό στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα και το τελευταίο τους με original υλικό έως το 2023. Εν προκειμένω ο ήχος των Βρετανών έχει σκληρύνει αισθητά σε σχέση με το παρελθόν, αγγίζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τις παρυφές του hard rock, τουλάχιστον για τα δεδομένα τους, αλλά δίχως να περιορίζεται εκεί. Ο δίσκος κυκλοφόρησε μάλιστα οκτώ χρόνια μετά τον προηγούμενο, Bridges to Babylon (1997) -τον μόνο που βρέθηκε εκτός top 5 των εγχώριων charts (no. 6), σημαίνοντας το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα έως εκείνη τη στιγμή. Αυτή τη φορά, ωστόσο, το αποτέλεσμα θεωρήθηκε αρκετά καλύτερο. Η διαδικασία της παραγωγής ξεκίνησε παρότι, λίγο νωρίτερα, ο Charlie Watts είχε διαγνωστεί με καρκίνο στο λαιμό. Μέσα σε λίγους μήνες, ωστόσο, ήταν και πάλι διαθέσιμος, αφήνοντας πίσω την περιπέτειά του.
Οι σχέσεις των Jagger και Richards είχαν αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό συγκριτικά με την τελευταία φορά που είχε χρειαστεί να συνυπάρξουν σε στούντιο για ένα νέο άλμπουμ, όταν και πάλι δεν μιλιούνταν, και πάλι ηχογραφούσαν σε διαφορετικές ώρες, προκειμένου να μη συναντιούνται! Μάλιστα προχώρησαν τόσο γρήγορα σε δημιουργικό επίπεδο, ώστε επιστρέφοντας ο Charlie ήταν έτοιμος να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα και στα 16 κομμάτια του διπλού δίσκου! Ο Ronnie Wood απουσίαζε από αρκετές ηχογραφήσεις, με κάποιες αναφορές να ισχυρίζονται ότι βρισκόταν σε αποτοξίνωση. Το βέβαιο είναι ότι έπαιξε μόνο σε δέκα τραγούδια, ενώ οι Mick και Keith μοιράστηκαν το μπάσο με τον Darryl Jones, ο οποίος από το 1994 κάλυπτε εμμέσως -ως μη κανονικό μέλος- πλην σαφώς το κενό που είχε δημιουργήσει η αποχώρηση του Byman. Το Rough Justice κυκλοφόρησε αρχικά ως double A-side single μαζί με το Streets of Love, δύο εβδομάδες πριν από το release του A Bigger Band. Είναι μάλιστα το τραγούδι που ανοίγει το άλμπουμ, δίνοντας μια σαφή εικόνα του πώς αντιλαμβάνονται το rock μετά το millennium οι εκ των πρώτων διδάξαντες: άμεσο, απλό, δωρικό, απέριττο… για τους χομπίστες του είδους, που κάνουν πλάκα με τους πάντες και τα πάντα μετά από 40 χρόνια παρουσίας στο χώρο!
- Doom and Gloom (04:07) – GRRR! (2012)
Με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από την ίδρυση της μπάντας, οι Rolling Stones παρουσίασαν την 25η συλλογή τους συνολικά, υπό τον… ευφάνταστο αυτό τίτλο, που κυκλοφόρησε σε αρκετές εκδόσεις, κυμαινόμενες από 40 έως 80 τραγούδια η καθεμία, και η οποία αναρριχήθηκε στην τρίτη θέση των βρετανικών charts, ενώ έγινε και πλατινένια. Το Doom and Gloom είναι το ένα από τα δύο νέα τραγούδια με τα οποία προωθήθηκε το GRRR!, κυκλοφορώντας ως lead single ένα μήνα νωρίτερα. Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια, κατά την οποία οι Jagger, Richards, Watts και Wood βρέθηκαν ξανά στο στούντιο, και παράλληλα το πρώτο από τα τρία τελευταία original τραγούδια που έχουν γράψει μέχρι σήμερα· φέτος, που οι δύο πρώτοι 80ρίζουν, ενώ ο Ronnie κλείνει τα 76. Ο Mick στιχουργεί ένα εκρηκτικό και εξίσου «άρρωστο» -από κάθε άποψη- κομμάτι, που δε χαρίζει τίποτα και σε κανέναν, με την εμβόλιμη στροφή πριν από το ρεφραίν να είναι το σημείο αναφοράς, πατώντας στιγμιαία «φρένο» πριν ξαναφύγει στον ανοιχτό ορίζοντα. Στο συνοδευτικό βίντεο εμφανίζεται η Σουηδέζα ηθοποιός Noomi Rapace, πρωταγωνίστρια της τριλογίας Millennium (2009). Σκηνοθετεί ο επίσης Σουηδός Jonas Αkerlund, βραβευμένος με Grammy για τη δουλειά του στο Ray of Light της Madonna (1997), και με πολλές ακόμη σπουδαίες συνεργασίες.
- Black Limousine (03:33) – Tattoo You (1981)
Πρόκειται για το 16ο studio album των Βρετανών rockstars (18ό στην Αμερική), που κυκλοφόρησε σε μια τεταμένη περίοδο ως προς τις σχέσεις των Jagger και Richards αφενός, εν μέσω περιοδειών αφετέρου, οι οποίες δεν επέτρεπαν τη δημιουργία ενός νέου δίσκου εκ του μηδενός, την ίδια στιγμή όμως που υπήρχε η επιθυμία να υποστηριχθεί το επόμενο tour με ένα νέο project. Μετά την απομάκρυνση του Jimmy Miller, από το 1974 και εξής, Mick και Keith είχαν αναλάβει αρμοδιότητες παραγωγού των άλμπουμ της μπάντας, υπό την επωνυμία “The Glimmer Twins”. Αυτή τη φορά, και ελλείψεως χρόνου, ο Chris Kimsey, engineer και associate producer, ανέλαβε να συγκεντρώσει αχρησιμοποίητο υλικό των Stones από το 1972 και έπειτα, το οποίο με ένα σχετικό… σουλούπωμα θα μπορούσε να παρουσιαστεί στον κόσμο. Ορισμένα κομμάτια δεν είχαν ακόμη στίχους, ενώ άλλα απαιτούσαν πρόσθετες ηχογραφήσεις στις ήδη υπάρχουσες.
Παρότι το τελικό προϊόν είναι αρκετά ετερόκλητο, συμπεριλαμβάνοντας «κλασικούς» ήχους του συγκροτήματος αλλά και άλλους, από τις εξερευνήσεις του σε όλους τους δίσκους που είχαν μεσολαβήσει, το Tattoo You αποδείχθηκε το δεύτερο πιο επιτυχημένο original album της μπάντας σε πωλήσεις. Ενώ στην Αγγλία ανέβηκε έως τη δεύτερη θέση, στις Η.Π.Α. έγινε το όγδοο σερί no. 1 των Βρετανών, συνολικά ένατο αλλά και τελευταίο στην ιστορία τους, σημειώνοντας μάλιστα ρεκόρ παραμονής στην κορυφή επί εννιά διαδοχικές εβδομάδες! Πιστοποιήθηκε άμεσα πλατινένιο, ακόμη δύο έως το 1984 και άλλη μία το 2000. Τέσσερεις φορές platinum έγινε -άμεσα- και στον Καναδά (400 χιλ. αντίτυπα). Το Black Limousine είναι ένα από τα ελάχιστα τραγούδια των Rolling Stones, τα οποία συνυπογράφει ο Ronnie Wood μαζί με Jagger και Keith, οδηγώντας μάλιστα, έναντι του Richards, στην κιθάρα και τα αλλεπάλληλα σόλο αυτού του δυναμικού όσο και απολαυστικού blues rock. Ο Mick κάνει μια ερμηνεία βγαλμένη απευθείας από τα ‘50s, συνοδεύοντας εμφαντικά και με φυσαρμόνικα, ενώ διακρίνεται επίσης ο Ian Stewart στο πιάνο.
- Everybody Knows About My Good Thing (04:30) – Blue & Lonesome (2016)
Είναι το 23ο studio album των Rolling Stones (25ο στην Αμερική), έντεκα ολόκληρα χρόνια μετά το A Bigger Band, σηματοδοτώντας τη μεγαλύτερη χρονική απόσταση μεταξύ δύο νέων δίσκων. Επιπλέον, ο συγκεκριμένος είναι ο πρώτος που αποτελείται αποκλειστικά από διασκευές, συγκεκριμένα από blues… μέχρι τελικής πτώσης(!), ενώ παρότι η διάρκειά του υπερβαίνει οριακά τα 40 λεπτά, κυκλοφόρησε σε διπλό βινύλιο, εισπράττοντας θετικότατες κριτικές ως επί το πλείστον. Το Blue & Lonesome έγινε άμεσα πλατινένιο στη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ μαζί του οι Stones επανήλθαν στην κορυφή των εγχώριων charts μετά από 22 χρόνια συνολικά(!), όσον αφορά studio albums. Στην Αμερική περιορίστηκε στην τέταρτη θέση και είναι ο πρώτος δίσκος της μπάντας που δεν έγινε έστω gold.
Το Everybody Knows About My Good Thing γράφτηκε από τους Miles Grayson και Lermon Horton, ερμηνεύθηκε για πρώτη φορά από τον Little Johnny Taylor το 1971, ενώ, έντεκα χρόνια αργότερα, ο Z. Z. Hill ήταν ο πρώτος που το διασκεύασε. Στη «ματιά» του συγκροτήματος συμμετέχει, παίζοντας slide κιθάρα, ο «τεράστιος» Eric Clapton, με τον οποίο η μπάντα είχε συνεργαστεί και στο παρελθόν, όπως σε μια εναλλακτική έκδοση του Brown Sugar, ηχογραφημένη το 1970, με τον σπουδαίο καλλιτέχνη σε ανάλογο ρόλο. Η διασκευή των Rolling Stones, μέσα από τις υπέροχες κιθάρες και την κυριαρχική ερμηνεία του Jagger, ξεδιπλώνει τις αρετές ενός… άρρωστου blues, που δε θα μπορούσε να μη συμπεριλαμβάνεται στη λίστα μας!
- Confessin’ the Blues (02:48) – Five by Five (1964)
Αν με το προηγούμενο τραγούδι τα στερνά τιμούν τα πρώτα, με το συγκεκριμένο επιβεβαιώνεται… του λόγου το αληθές. Το Five by Five είναι το δεύτερο EP των Βρετανών, που κυκλοφόρησε επτά μήνες μετά το προηγούμενο κι έγινε no. 1 στην κατηγορία του. Ο τίτλος εμπνέεται από τα πέντε μέλη της μπάντας και τα ισάριθμα κομμάτια του project, που διακρίνονται σε δύο original και τρεις διασκευές. Το Confessin’ the Blues κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1941 από τους Jay McShann και Walter Brown, με τον πρώτο στο πιάνο και τον δεύτερο στη φωνή. Έκτοτε το διασκεύασαν αρκετοί, μεταξύ των οποίων ο «τεράστιος» Chuck Berry (1960), ο επονομαζόμενος «Πατέρας του Rock ‘n’ Roll», που τόσο πολύ επηρέασε -και αυτός- τους Rolling Stones στα πρώτα βήματά τους και καθ’ όλη τη διαδρομή τους. Ο Mick δεσπόζει εν προκειμένω τόσο στη φωνή, που ακούγεται από ένα σχετικό βάθος, όσο και στη φυσαρμόνικα. Δύο μήνες αργότερα και με συνοπτικές διαδικασίες, τα πέντε tracks του EP συμπεριλήφθηκαν στο «αμερικανικό» album 12 x 5, που ονομάστηκε έτσι για προφανείς λόγους, ενώ στο remaster του 2002 ο ήχος του Confessin’ the Blues έγινε στερεοφωνικός.
- It’s Only Rock ‘n Roll (But I Like It) [05:07] – It’s Only Rock ‘n Roll (1974)
Είναι το 12ο studio album του συγκροτήματος (14ο στην Αμερική) και το πρώτο στη μετά Jimmy Miller εποχή. Mick Jagger και Keith Richards αναλαμβάνουν και καθήκοντα παραγωγού πλέον, ως Glimmer Twins, κάτι που μέχρι τότε είχε συμβεί μόνο στην περίπτωση του ψυχεδελικού και πολύ ιδιαίτερου Their Satanic Majesties Request (1967), αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συνεργασίας τους με τον Andrew Loog Oldham. Έκτοτε, το δίδυμο θα ήταν οι αποκλειστικοί producers σε ακόμη τέσσερεις δίσκους, ενώ εν συνεχεία σε συνεργασία με τρίτους. Έχοντας αποκτήσει εμπειρία και αυτοπεποίθηση για κάτι τέτοιο, τα πρώτα projects τους μπορεί να μην είχαν την ίδια εμπορική επιτυχία με τα προηγούμενα, ωστόσο αυτό δε θα αργούσε να αλλάξει. Το It’s Only Rock ‘n Roll είναι ένα μεταβατικό άλμπουμ επίσης ως προς το ότι πρόκειται για το τελευταίο με τον εξαιρετικό Mick Taylor στη σύνθεση της μπάντας αλλά και αυτό στο οποίο ο Ronnie Wood καταγράφει την παρθενική εμφάνισή του σε εγχείρημα των Stones, φερόμενος να παίζει δωδεκάχορδη ακουστική κιθάρα στο ομώνυμο κομμάτι του δίσκου και να κάνει φωνητικά μαζί με τον ήδη σπουδαίο David Bowie!
Ο Ronnie δεν ήταν απλώς γνώριμος στα μέλη του συγκροτήματος, αλλά οι Richards, Taylor και Jagger τον είχαν βοηθήσει ενεργά, συμμετέχοντας στο παρθενικό άλμπουμ του, I’ve Got My Own Album to Do (1974), που κυκλοφόρησε ένα μήνα πριν από αυτό της μπάντας. Σύμφωνα με τον Wood, ο Keith παρέμεινε στο σπίτι του επί τέσσερεις μήνες εκείνη την περίοδο, στην προσπάθειά του να ξεφύγει αρχικά από έναν έμπορο ναρκωτικών(!) και αργότερα να διαφύγει της σύλληψης από την Αστυνομία, όπως και κατάφερε. Μεταξύ άλλων εκλεκτών συμμετεχόντων στο project του Ronnie ήταν μάλιστα ο πρώην Beatle, George Harrison, ο Bowie και ο Rod Stewart! Ως προς τη δημιουργία του It’s Only Rock ‘n Roll (But I Like It), ο Wood δεν λαμβάνει credits, παρά τη συνεισφορά του, κάτι που λειτούργησε ανταποδοτικά όσον αφορά τραγούδια του δικού του δίσκου και ιδιαίτερα το I Can Feel the Fire. Το πρώτο έγινε ασφαλώς το hit του ομώνυμου άλμπουμ των Rolling Stones, κυκλοφορώντας ως lead single τρεις μήνες νωρίτερα και μπαίνοντας στο top 10 των βρετανικών charts. Σε μια από τις τελευταίες εμφανίσεις του Taylor ως μέλος των Stones, την παράσταση κλέβει εν προκειμένω το συνοδευτικό βίντεο, στο οποίο η μπάντα ερμηνεύει φορώντας ναυτικές στολές μέσα σε μια μεγάλη σκηνή, που κάποια στιγμή αρχίζει και… πλημμυρίζει από αφρό, ικανό να σκεπάσει ολόκληρο τον Charlie Watts, που είναι ο καθιστός της παρέας!
- Respectable (03:06) – Some Girls (1978)
Το 14ο studio album των Βρετανών rockstars (16ο στην Αμερική) ήταν ιδιαίτερο για μια σειρά λόγων. Προέκυψε σε μια περίοδο κατά την οποία η disco βρισκόταν σε πλήρη άνθηση, ενώ το punk rock αναδυόταν με γρήγορους ρυθμούς. Οι Stones προσπαθούσαν να τοποθετηθούν εντός του πλαισίου αυτού, προσαρμόζοντας ορισμένα τέτοια στοιχεία στον ήχο τους, δίχως να απαρνούνται τις ρίζες τους. Βεβαίως, αυτή η ευελιξία τους, και ιδίως του Mick όπως είδαμε, θα εξακολουθούσε τα επόμενα χρόνια, προκαλώντας επιπλέον τριγμούς στις σχέσεις του με τον Keith, καθώς αρκετά πράγματα που δοκιμάστηκαν εν προκειμένω, εξελίχθηκαν σε τραγούδια των δύο επόμενων δίσκων. Επί του παρόντος, ο Richards αντιμετώπιζε διάφορα νομικά προβλήματα, πρωτίστως στον Καναδά, όπου και δικάστηκε για κατοχή ηρωίνης, με τον κίνδυνο φυλάκισης να είναι κάτι παραπάνω από πιθανός, μολονότι τελικά τον απέφυγε. Είναι γεγονός ότι το άλμπουμ υλοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη στην επιμονή του Jagger, με τις ηχογραφήσεις να γίνονται εξ ολοκλήρου στο Παρίσι. Από αυτή τη φορά ο Wood έγινε και επίσημα το πέμπτο μέλος της μπάντας, ενώ συγχρόνως το Some Girls εξελίχθηκε στο τρίτο και τελευταίο άλμπουμ -μετά τα Their Satanic Majesties Request (1967) και Beggars Banquet (1968)- δίχως τη συμμετοχή του Ian Stewart μεταξύ των επιπλέον μουσικών, από την πρώτη μέρα του συγκροτήματος έως και το Dirty Work, που κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά το θάνατό του (1986).
Το Respectable είναι ένα γρήγορο κομμάτι, που παντρεύει τα rock ‘n’ roll του Chuck Berry με το σύγχρονο punk rock, σύμφωνα με τον Jagger, ο οποίος έγραψε τους στίχους με σαρκαστική διάθεση για τον τρέχοντα τρόπο αντιμετώπισης των Rolling Stones από την «υψηλή κοινωνία» και διαφόρους θεσμικούς φορείς, σε σύγκριση με τα πρώτα αρκετά χρόνια παρουσίας τους στο χώρο. Τουλάχιστον αυτό είναι το πεδίο στον οποίο τοποθετεί το τραγούδι ο Mick, καθώς άλλοι διαπίστωσαν αναφορές -εμμέσως πλην σαφώς- εναντίον της πρώτης γυναίκας του, Bianca, με την οποία χώρισαν την ίδια χρονιά, και η οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Steven Ford, γιο του τέως Προέδρου των Η.Π.Α.· συνειρμό, που έχει αρνηθεί ο καλλιτέχνης. Το Respectable παρουσιάστηκε στην Αγγλία ως δεύτερο single, τρεις μήνες μετά το release του Some Girls, και έγινε ακόμη πιο ξέφρενο στα live, με τα σόλο των Keith και Ronnie, κατά σειρά, να ξεχωρίζουν μέσα στον πανικό!
- Star Star (04:25) – Goats Head Soup (1973)
To άλμπουμ έγινε άμεσα χρυσό τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην Αμερική, στην οποία το 2000 πιστοποιήθηκε πλέον τρεις φορές πλατινένιο. Αυτό το γρήγορο -εκρηκτικό στα live- rock ‘n’ roll, που ολοκληρώνει το Goats Head Soup, αποκλείστηκε με… συνοπτικές διαδικασίες στην Αγγλία και λογοκρίθηκε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού ελέω των προκλητικών στίχων του. Ακόμη και ο ίδιος ο τίτλος άλλαξε κατ’ απαίτηση της εταιρίας παραγωγής, καθώς ο αυθεντικός είναι… Starfucker, από τη μόνιμη επωδό. Παρά ταύτα υπήρξαν χώρες στις οποίες κυκλοφόρησε ως single, ανεβαίνοντας μάλιστα στο no. 2 των γαλλικών charts. Το εναρκτήριο riff δανείζεται από το Johnny B. Goode του Chuck Berry (1958), ενώ τα lyrics του παντρεμένου Mick φέρεται πως εμπνέονται κατά κύριο λόγο από τη σχέση που διατήρησε παράλληλα για κάποιο διάστημα με την Αμερικανίδα δημιουργό και ερμηνεύτρια Carly Simon, η οποία δεν άργησε να παντρευτεί με τον συνάδελφό της, James Taylor, λίγο καιρό αργότερα.
Πέρα από… οτιδήποτε άλλο μοιράστηκαν Jagger και Simon, ο πρώτος δανείζεται εδώ έναν στίχο από το You’re So Vain, τη μεγάλη επιτυχία της δεύτερης και μοναδικό no. 1 στη χώρα της, που είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο νωρίτερα, και στο οποίο ο Mick έκανε φωνητικά! Στο μέλλον, πάντως, η Carly αρνήθηκε επανειλημμένα ότι το τραγούδι της αφορούσε τον frontman των Rolling Stones. Ο Jagger, από την άλλη, δε διστάζει να εμπλέξει στους στίχους του ακόμη και τον Steve McQueen σχετικά με τις σεξουαλικές δραστηριότητες της άγνωστης, η οποία έκανε… τρελή την Ali McGraw, τότε σύζυγο του θρύλου του αμερικανικού κινηματογράφου! Άλλωστε, η περί ης ο λόγος, αγνώστων λοιπών στοιχείων, σύμφωνα με τον Mick μετακόμισε στο Hollywood γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, υπονοώντας μάλιστα ακόμη και τον John Wayne ως υποψήφιο… στόχο της πριν πεθάνει! Γιατί σε τελευταία ανάλυση, αυτή η κάποια είναι… starfucker! Το λες κι εκδικητικό τραγούδι… ένα ξεκατίνιασμα μετά μουσικής, σε ρυθμούς rock ‘n’ roll!
- Let’s Spend the Night Together (03:35) – Between the Buttons (1967)
Η αμερικανική έκδοση του άλμπουμ ανέβηκε στη δεύτερη θέση των charts και έγινε άμεσα gold. Η ειδοποιός διαφορά της με τη βρετανική δεν είναι απλώς δύο τραγούδια, αλλ’ ότι συμπεριλαμβάνει τα δύο που συνθέτουν το παρθενικό double A-side single της μπάντας, κάτι που δε θα μπορούσε να συμβεί στην Αγγλία, δεδομένης της συνήθους πρακτικής εκείνων των χρόνων, στην οποία αναφερθήκαμε νωρίτερα. Το Let’s Spend the Night Together είναι το ένα εκ των κομματιών του single, που κυκλοφόρησε μία εβδομάδα πριν από το δίσκο. Σύμφωνα με τη Marianne Faithfull, γράφτηκε από τον Jagger μετά από ένα βράδυ που πέρασαν μαζί σ’ ένα μοτέλ στο Μπρίστολ. Στη διάρκεια της τελικής ηχογράφησης, όταν απέμενε πλέον μόνο ο Mick, ο παραγωγός Oldham θέλησε να εισάγει έναν επιπλέον ήχο χτυπώντας τα δάχτυλά του. Κατά σύμπτωση, εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν στο στούντιο δύο αστυνομικοί, οι οποίοι είδαν ανοικτή την εξώπορτα και θέλησαν να διαπιστώσουν αν έχει συμβεί κάτι. Long story short, στην προσπάθεια του Oldham να δημιουργήσει τον ξερό ήχο που ήθελε, οι δύο άνδρες προσέφεραν τα… γκλομπ τους(!), τα οποία ο producer ακούγεται να χτυπάει στο 1’40” και για λίγα δευτερόλεπτα.
Ο στίχος θεωρήθηκε υπαινικτικός και λογοκρίθηκε σε αρκετές περιπτώσεις, τόσο εντός συνόρων όσο και στις Η.Π.Α., με το συντηρητισμό να βρίσκεται στα κόκκινα. Στη δεύτερη περίπτωση, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κατά την εμφάνισή τους στο τηλεοπτικό Ed Sullivan Show (15/1/67) υποχρεώθηκαν τελικά να αλλάξουν τουλάχιστον την επίμαχη φράση ως “let spend some time together”, όπως και έπραξαν, αλλά με τους Jagger και Bill Wyman να μορφάζουν χαρακτηριστικά στα συγκεκριμένα σημεία. Η κόντρα του Mick με τον διάσημο παρουσιαστή είχε ξεκινήσει ήδη από το 1964 και την πρώτη συμμετοχή της μπάντας στην εκπομπή του, όταν εμφανίστηκε χωρίς… σακάκι! Το single αναρριχήθηκε στην τρίτη θέση των βρετανικών charts, εν τούτοις στην Αμερική το Let’s Spend the Night Together αποκλείστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα ραδιόφωνα, με ανάλογο αντίκτυπο. Ανεξαρτήτως αυτού, είναι ένα από τα πιο χορευτικά τραγούδια των Stones, μια σταθερή αξία στο παλμαρέ τους και σίγουρα μπροστά από την εποχή του, όπως αποδείχθηκε.
- Miss You (04:43) – Some Girls (1978)
Ποιος είπε ότι οι Rolling Stones δεν μπορούν «να γίνουν» disco; Ο Keith Richards, για παράδειγμα, αλλά ο Mick Jagger έκανε πως δεν άκουσε! Το τραγούδι ανοίγει το άλμπουμ και εκφράζει τη διάθεση του frontman να ανταποκριθεί στην επικρατούσα τάση της μουσικής εκείνη την περίοδο, υπηρετώντας συγχρόνως τη χορευτική διάστασή της από έναν άλλο δρόμο, σύμφωνα με μεταγενέστερες δηλώσεις του, όπως είχε πράξει μέχρι πρότινος μέσα από blues και soul ήχους, με τους οποίους κυρίως ανδρώθηκε. Πρόκειται για μια χρονιά απόλυτης κυριαρχίας της disco σε επίπεδο hits, και ιδιαίτερα των Βρετανών αδερφών Gibbs, τόσο των τριών Bee Gees, μέσα από το soundtrack της ταινίας Saturday Night Fever (Δεκέμβριος 1977) και όχι μόνο, όσο και του τέταρτου, Andy.
Το Miss You γεννήθηκε σε τζαμάρισμα του Mick με τον πληκτρά, Billy Preston, ο οποίος παρεμπιπτόντως θα συμμετείχε αργότερα σε δύο τραγούδια του Tattoo You. Το track κυκλοφόρησε ως lead single ένα μήνα πριν από τον δίσκο και τα πήγε περίφημα, ανεβαίνοντας στην τρίτη θέση των βρετανικών charts. Παράλληλα, έμελλε να είναι το όγδοο και τελευταίο no. 1 της μπάντας στις Η.Π.Α., όπου και έγινε άμεσα χρυσό, ενώ βεβαίως μπήκε με χαρακτηριστική άνεση στο top 10 της κατηγορίας Hot Dance Club Play (no. 6). Μεταξύ των μουσικών ξεχωρίζουν οπωσδήποτε ο Mel Collins στο σαξόφωνο και ιδιαίτερα ο Sugar Blue στη φυσαρμόνικα, ένας καλλιτέχνης από το Χάρλεμ, τον οποίο εντόπισε ο Jagger στους παρισινούς δρόμους και εντυπωσιάστηκε, όπως και ο Ronnie Wood όταν τον άκουσε αργότερα να παίζει. Το track κυκλοφόρησε σε τρεις versions, με αυτές του single να κυμαίνονται περίπου μεταξύ 3,5-8,5 λεπτών, αναλόγως του format (7-inch ή 12-inch).
- Dead Flowers (04:05) – Sticky Fingers (1971)
Είναι το άλμπουμ στο οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά το θρυλικό logo-σύμβολο των Βρετανών rockstars, τα κατακόκκινα χείλη και η θεληματική γλώσσα ενός πολλά υποσχόμενου στόματος, που δημιούργησε ο John Pasche και επεξεργάστηκε ο Craig Braun. Όσον αφορά το υπέροχο τραγούδι, που σήμερα θεωρείται κλασικό στην κατηγορία του, πρόκειται για ένα κατ’ εξοχήν country rock, το ύφος του οποίου δεν είναι ικανό να κρύψει τη μελαγχολία των στίχων του. Ίσως μάλιστα συμβαίνει το αντίθετο. Το όμορφο σόλο στο δεύτερο μισό του κομματιού κάνει ο Mick Taylor. Ο δε Richards, ο οποίος επιμελείται κατά βάση τη μουσική, είχε επηρεαστεί από τη φιλία του με τον country δημιουργό και ερμηνευτή Gram Parsons, ο οποίος θα πέθαινε δύο χρόνια αργότερα από ένα συνδυασμό υπερβολικού αλκοόλ και μορφίνης, έξι εβδομάδες πριν συμπληρώσει -και αυτός- 27 χρόνια ζωής.
Ο έτερος Mick αγγίζει με ευαίσθητο και εξαιρετικά ποιητικό τρόπο ένα θέμα που βρισκόταν πάντοτε… στην ημερήσια διάταξη των Stones, έχοντας ταλαιπωρήσει τους ίδιους και στοιχίσει τη ζωή πολλών φίλων τους, μεταξύ των οποίων και του Brian Jones, ακόμη κι αν αυτή τη φορά ο πρωταγωνιστής της ιστορίας απευθύνεται σε κάποια κοπέλα: “Well, when you’re sitting back in your rose pink Cadillac…/…I’ll be in my basement room with a needle and a spoon”. Σε συνδυασμό με τα φωνητικά του Keith, η συνολική ερμηνεία του Jagger είναι μοναδική, επαναλαμβάνοντας με αισιοδοξία τα… μακάβρια λόγια του ρεφραίν: “And you can send me dead flowers every morning / Send me dead flowers by the mail / Send me dead flowers to my wedding / And I won’t forget to put roses on your grave”.
- Loving Cup (alternate take) [05:26] – Exile on Main St. (2010)
Στην original έκδοση αυτού του διπλού άλμπουμ του 1972, η δεύτερη πλευρά ολοκληρώνεται με το Loving Cup. Πρόκειται για ένα rock κομμάτι, με μέτριας ταχύτητας ρυθμό, το οποίο, παρότι είναι καλό, δεν προκρίθηκε στη λίστα μας. Η εναλλακτική απόδοση του Loving Cup, ωστόσο, που συμπεριλαμβάνεται στο bonus disc της remastered edition του Exile on Main St. είναι διαφορετική υπόθεση. Η πρώτη ηχογράφηση είχε γίνει ήδη το 1969 και -έστω μέρος της- είναι αυτή που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην επανέκδοση του δίσκου. Πρόκειται για μια απολαυστική ερμηνεία του τραγουδιού, που μεταμορφώνεται πλέον σ’ ένα blues με έντονα soul και country vibes, λίγο πιο αργό και κατά ένα λεπτό μεγαλύτερο από την εκτέλεση που επιλέχθηκε στα ‘70s, το οποίο αρχίζει με τον εξαιρετικό Nicky Hopkins στο πιάνο. Ο Richards είναι υπέροχος στις κιθάρες, ενώ η συνολική επίδοση της μπάντας παραμένει τόσο αξιόλογη και δυναμική, ώστε αναρωτιέται κάποιος γιατί η συγκεκριμένη version του Loving Cup παρέμεινε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας επί σχεδόν 40 χρόνια! Και σε τελική ανάλυση, γιατί προτιμήθηκε η άλλη;!
- My Girl (02:39) – Flowers (1967)
Πρόκειται για τη δεύτερη συλλογή των Rolling Stones και την πρώτη που κυκλοφόρησε κυρίως στην Αμερική, αλλά όχι στην Αγγλία. Αποτελείται από ένα συνδυασμό τραγουδιών που συμπεριλαμβάνονταν μέχρι πρότινος μόνο στις βρετανικές εκδόσεις των δίσκων της μπάντας, άλλα, τα οποία ήταν ήδη γνωστά στο αμερικανικό κοινό, καθώς και τρία πρωτοεμφανιζόμενα κομμάτια. Το Flowers ανέβηκε στην τρίτη θέση των charts των Η.Π.Α. και έγινε άμεσα χρυσό. Το My Girl ολοκληρώνει την πρώτη πλευρά του άλμπουμ και είναι βεβαίως μια -ιδιαίτερα όμορφη- διασκευή του κλασικού τραγουδιού, που υπογράφουν οι Smokey Robinson και Ronald White και ερμήνευσε το 1964 το R&B και soul γκρουπ των Temptations για λογαριασμό της θρυλικής Motown. Την εξαιρετική ενορχήστρωση βιολιών και πνευστών έχει επιμεληθεί και πάλι, κατά πάσα πιθανότητα, ο Mike Leander. Τέλος, το… κοτσάνι του λουλουδιού του Brian Jones στο εξώφυλλο του δίσκου είναι το μόνο που δεν έχει φύλλα, ως φάρσα από τους Mick και Keith!
- If You Really Want to Be My Friend (06:16) – It’s Only Rock ‘n Roll (1974)
Ο δίσκος έφτασε έως τη δεύτερη θέση των βρετανικών charts, σπάζοντας ένα σερί τεσσάρων διαδοχικών no. 1 των Stones, ενώ στην Αμερική έγινε το τέταρτο συνεχόμενο no. 1 του συγκροτήματος. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις το It’s Only Rock ‘n Roll πιστοποιήθηκε άμεσα χρυσό, ενώ στη δεύτερη θεωρείται πλατινένιο από το 2000. Όπως σημειώθηκε, ήταν το τελευταίο άλμπουμ με τον Mick Taylor, ο οποίος ένιωσε ότι υποβιβάζεται μη λαμβάνοντας credits σε τραγούδια που συνδημιούργησε, σε συνεργασία ιδίως τον Jagger. Το συγκεκριμένο κομμάτι αποτελεί πιθανότατα μια τέτοια περίπτωση, καθώς ο Taylor ηγείται στην κιθάρα έναντι του Keith, χαρίζοντας μάλιστα ένα απολαυστικό σόλο στο τέταρτο λεπτό. Πρόκειται για μια υπέροχη soul μπαλάντα, για τις ανάγκες της οποίας επιστρατεύτηκε το γκρουπ των Blue Magic στα φωνητικά, ενώ ο Mick κάνει μια εμπνευσμένη ερμηνεία σ’ ένα χώρο λίγο-πολύ «έξω από τα νερά του», εκδηλώνοντας μια πιο ευαίσθητη πλευρά του εαυτού του μέσα από τους στίχους, που μιλούν για το χώρο που είναι σημαντικό να αφήνει ο ένας στον άλλο σε μια σχέση.
- Ruby Tuesday (03:13) – Between the Buttons (1967)
Είναι το δεύτερο τραγούδι του double A-side single που κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο μαζί με το Let’s Spend the Night Together, ενώ αμφότερα συμπεριλήφθηκαν επίσης στην αμερικανική έκδοση του συγκεκριμένου άλμπουμ. Παρότι αποδόθηκε στο δίδυμο Jagger/Richards, αυτό το κλασικό και εξαιρετικά όμορφο baroque pop γράφτηκε από τον Brian Jones και τον Keith, σε μια στιγμή που ο πρώτος δοκίμαζε κάτι στη φλογέρα και ο δεύτερος δεν άργησε να τον συνοδεύσει στο πιάνο. Ο Richards προσέθεσε αργότερα επίσης τους στίχους, ενώ στην ηχογράφηση παίζει και κοντραμπάσο πέρα από ακουστική κιθάρα. Για την ακρίβεια, ο ίδιος κρατάει το δοξάρι, ενώ ο μικροκαμωμένος Bill Wyman πατάει τις χορδές στο μανίκι του οργάνου! Ο Brian, εκτός από φλογέρα και φωνητικά, συνεισφέρει κατά πάσα πιθανότητα και στο πιάνο (αν όχι στο τσέμπαλο), μαζί με τον Jack Nitzsche. Όπως σημειώθηκε νωρίτερα, το single ανέβηκε στην τρίτη θέση των βρετανικών charts, ωστόσο στην Αμερική το Ruby Tuesday έγινε άμεσα χρυσό και εξελίχθηκε στο τέταρτο no. 1 της μπάντας, επωφελούμενο της λογοκρισίας του Let’s Spend the Night Together.
- Honky Tonk Women (03:01) – Through the Past, Darkly (Big Hits Vol. 2) (1969)
Πρόκειται για την τρίτη συλλογή που κυκλοφόρησαν οι Rolling Stones συνολικά, δεύτερη στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία, όπως υποδηλώνει ο τίτλος της, αποτελεί συνέχεια της παρθενικής, προ τριετίας. Είναι το πρώτο άλμπουμ γενικότερα, που κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του Jones. Ανέβηκε στο no. 2 τόσο της Αγγλίας όσο και της Αμερικής, και έγινε άμεσα πλατινένιο στη δεύτερη περίπτωση. Σημείο αναφοράς του δίσκου είναι το συγκεκριμένο τραγούδι, που ολοκληρώνει τη βρετανική έκδοσή του, ενώ ανοίγει τη δεύτερη πλευρά της αμερικανικής. Το Honky Tonk Women είχε προλάβει να κυκλοφορήσει ως single δύο μήνες νωρίτερα, ακριβώς μία μέρα μετά το χαμό του Brian, σηματοδοτώντας μάλιστα το ντεμπούτο του Mick Taylor. Το τραγούδι έγινε το όγδοο και τελευταίο no. 1 των Rolling Stones στο Ηνωμένο Βασίλειο(!), παραμένοντας στην κορυφή επί πέντε διαδοχικές εβδομάδες, πιο πολλές από κάθε άλλο της μπάντας. Αντιστοίχως καλά τα πήγε και στις Η.Π.Α., όπου πιστοποιήθηκε άμεσα χρυσό, διατηρώντας την πρωτιά στα charts επί τέσσερεις σερί εβδομάδες, περισσότερες από οποιοδήποτε του συγκροτήματος, μαζί με το (I Can’t Get No) Satisfaction! Έμελλε να είναι μάλιστα το τέταρτο και τελευταίο κομμάτι των Stones, που ανέβηκε στο no. 1 τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο και στην Αμερική, στην οποία αναδείχθηκε επίσης το τέταρτο μεγαλύτερο hit της χρονιάς! Στα τέλη του έτους παρουσιάστηκε στο Let It Bleed σε country rock εκδοχή, υπό τον τίτλο Country Honk.
- When the Whip Comes Down (04:19) – Some Girls (1978)
Είναι οπωσδήποτε το πλέον επιτυχημένο εμπορικά άλμπουμ των Rolling Stones στην Αμερική αλλά και συνολικά. Έφτασε έως το no. 2 της Μεγάλης Βρετανίας και παρέμεινε για δύο εβδομάδες στην κορυφή των Η.Π.Α. (το έκτο σερί no. 1 της μπάντας), όντας άμεσα χρυσό στην πρώτη περίπτωση και πλατινένιο στη δεύτερη. Το 1984 συμπλήρωσε τέσσερεις πλατίνες στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και ακόμη δύο έως το 2000! Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι αμιγώς ομοφυλοφιλικό, γραμμένο από τον Jagger σε πρώτο πρόσωπο, από τη σκοπιά ενός gay, ο οποίος εκπορνεύεται προκειμένου να βρει διέξοδο στην κοινωνική περιθωριοποίηση που υφίσταται και παράλληλα να βγάλει χρήματα. Ο Keith δημιουργεί το riff, ο Ronnie παίρνει τα ηνία της ηλεκτρικής, ενώ το αποτέλεσμα είναι ακόμη πιο εκρηκτικό στα live, καθώς το κομμάτι ερμηνεύεται σε υψηλότερο ρυθμό. Το When the Whip Comes Down παρουσιάστηκε ως B-side τόσο του Respectable, που κυκλοφόρησε στην Αγγλία ως δεύτερο single, όσο και του Beast of Burden, που διατέθηκε ως αντίστοιχο single στην αμερικανική αγορά.
- Oh No, Not You Again (03:46) – A Bigger Band (2005)
Ο δίσκος σκαρφάλωσε στο no. 3 του Ηνωμένου Βασιλείου, έως τη δεύτερη θέση των Η.Π.Α., ενώ έγινε απευθείας χρυσός στην πρώτη περίπτωση και πλατινένιος στη δεύτερη, όπως και στη Γερμανία. Το riff του τραγουδιού είναι σχεδόν το ίδιο με το αντίστοιχο του προηγούμενου και μάλιστα από τον ίδιο τόνο. Ο ήχος ωστόσο αυτή τη φορά είναι σαφώς πιο σκληρός και το Oh No, Not You Again λίγο γρηγορότερο. Πρόκειται μάλιστα για το πρώτο κομμάτι του A Bigger Band που βγήκε στο φως της δημοσιότητας, όταν οι Stones το παρουσίασαν ζωντανά σε μια σύντομη εμφάνισή τους στο Juilliard School της Νέας Υόρκης, τέσσερεις μήνες νωρίτερα, μεταξύ των Start Me Up και Brown Sugar, παρότι δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε single, μάλλον κακώς. Το μισογυνιστικό προφίλ του Jagger αναδεικνύεται και πάλι, σα να μην πέρασε μια μέρα, ενώ ο Keith δίνει πολλά γκάζια καθ’ όλη τη διάρκεια.
- Hold On to Your Hat (03:33) – Steel Wheels (1989)
Το 19ο studio album των Rolling Stones (21ο στην Αμερική) είναι το τελευταίο του Bill Wyman πριν από την αποχώρησή του. Προέκυψε τρία χρόνια μετά το Dirty Work, που είχε γεννηθεί σε μια κάκιστη περίοδο για το συγκρότημα, πρωτίστως ελέω των σχέσεων Jagger και Richard, η οποία το έφερε πιο κοντά στη διάλυση από ποτέ. Ήδη από το 1985 ο Mick είχε στραφεί στη σόλο καριέρα του, παρουσιάζοντας το παρθενικό προσωπικό άλμπουμ του, She’s the Boss, κάτι που είχε κακοφανεί ιδιαίτερα στον Keith. Μάλιστα το γεγονός ότι το Dirty Work δεν συνοδεύτηκε από ένα tour, χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο τα πράγματα, αποτυπώνοντας ανάγλυφα την κατάσταση στο εσωτερικό της μπάντας. Το 1987 ο Jagger κυκλοφόρησε τον δεύτερο δίσκο του, Primitive Cool, που έτυχε χλιαρής υποδοχής, εν αντιθέσει προς το πρώτο άλμπουμ του Richards, Talk Is Cheap (1988), το οποίο θεωρήθηκε πολύ πιο κοντά στον γνώριμο ήχο των Stones. Ο τίτλος μάλιστα ήταν κατά τα φαινόμενα ένας υπαινιγμός για προηγούμενη δήλωση του Mick. Ο τελευταίος ήταν αυτός που έριξε γέφυρες επικοινωνίας με τον επί 25ετία παρτενέρ του, προτιμώντας να συζητήσουν για το μέλλον, αντί να αναμοχλεύσουν όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια.
Ως ένα κυρίως και κατ’ εξοχήν rock άλμπουμ, το Steel Wheels σήμανε την επαναφορά των Βρετανών στο προσκήνιο με δυναμικό τρόπο μετά τα δύο προηγούμενα projects, στα οποία οι έριδες μεταξύ των δύο αρχηγών ήταν ουσιαστικά ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγοντας, με αντίκτυπο στο τελικό αποτέλεσμα. Ανέβηκε στη δεύτερη θέση των εγχώριων charts και την τρίτη των αμερικανικών, ενώ έγινε άμεσα χρυσό στην πρώτη περίπτωση και δύο φορές πλατινένιο στη δεύτερη. Το Hold On to Your Hat είναι ένα εκρηκτικό rock ‘n’ roll, στο οποίο ο Richards σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του με την ηλεκτρική κιθάρα, ενώ η ύπαρξη μικρών σολιστικών πινελιών μεταξύ των στίχων κάνει επίσης τη διαφορά σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο αντίστοιχης φύσης τραγούδι των Stones. Την ίδια στιγμή, ο Mick βγάζει ό,τι πιο hard rock έχει μέσα του, ο Charlie ορίζει με λύσσα το τέμπο και το τραγούδι γίνεται αυτομάτως το αγαπημένο μας από τον συγκεκριμένο δίσκο!
- Look What the Cat Dragged In (03:57) – A Bigger Band (2005)
Σε μια… φαλλοκρατική έξαρση, που μόνο ανοίκεια δεν είναι για τον Jagger, αφού ξεκαθαρίζει στην πρώτη στροφή ότι δεν πρόκειται ούτε να «κάνει σκηνή» ούτε να ανακρίνει την κοπέλα για την έξοδό της… κάνει ακριβώς αυτό σε όλο το υπόλοιπο τραγούδι! Ένα από τα outsiders της λίστας μας, το Look What the Cat Dragged In ακροβατεί μεταξύ dance και rock, κι αυτό είναι από μόνο του ενδιαφέρον όταν προκύπτει από τους Rolling Stones! Το εναρκτήριο riff, που ακούγεται σε αρκετά σημεία του κομματιού, οριακά το λες και… κλεμμένο από τη μεγαλύτερη επιτυχία των INXS, το Need You Tonight (1987), που έγινε no. 2 στην Αγγλία και το μοναδικό no. 1 των Αυστραλών στην Αμερική. Κατά πάσα πιθανότητα ο Ronnie Wood ηγείται στην κιθάρα, συνοδευόμενος τόσο από τον Keith όσο και τον Mick, ενώ ο Watts δίνει πόνο στα drums, άπαντες πλαισιωμένοι από τον Darryl Jones στο μπάσο -επί δεκαετία και πλέον, και τον Lenny Castro στα κρουστά, στη μοναδική συμμετοχή του συγκεκριμένου στο άλμπουμ. Τέλος, ο στίχος του Jagger “You look like a leper, just Sergeant Pepper”, είναι δύσκολο να μη θεωρηθεί «μπηχτή» στο ιστορικό άλμπουμ των Beatles, Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band (1967), για όποιον λόγο κι αν προστέθηκε, πέρα από την ομοιοκαταληξία!
- Blue and Lonesome (03:07) – Blue & Lonesome (2016)
Παραγωγοί του δίσκου είναι για μία ακόμη φορά οι Jagger και Richards ως Glimmer Twins, σε συνεργασία με τον Don Was, ο οποίος συμμετείχε στα τελευταία τέσσερα συνολικά, αρχής γενομένης από το Voodoo Lounge (1994). Το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου ανήκει στον Little Walter και είναι μια διασκευή ολκής των Rolling Stones. Ο πρώτος το παρουσίασε το 1965 ως B-side μιας δικής του διασκευής του Mean Ole Frisco, που έγραψε και τραγούδησε ο Arthur “Big Boy” Crudup το 1943! Το Blue and Lonesome είναι η επιτομή του blues, με έναν απίθανο Mick Jagger στη φωνή, ηλεκτρικές κιθάρες από άλλο πλανήτη και τη φυσαρμόνικα του frontman να προσθέτει το κερασάκι μιας τούρτας που ανήκει δικαιωματικά στους μερακλήδες της καλής μουσικής.
- Who’s Driving Your Plane? (03:14) – Have You Seen Your Mother, Baby, Standing in the Shadow? (B-side Single) [1966]
Το τραγούδι κυκλοφόρησε αποκλειστικά στη δεύτερη πλευρά του συγκεκριμένου single και είναι βεβαίως ένα outsider της λίστας μας, το οποίο ωστόσο δε θα μπορούσε να απουσιάζει. Ρυθμικό blues, με μια χαρακτηριστική boogie-woogie αύρα, που επενδύεται από έναν επιβλητικό «αργόσυρτο», σχεδόν «βαριεστημένο» Jagger στο μικρόφωνο, ο οποίος ερμηνεύει τους δεικτικούς στίχους για την κοπέλα του, που εκπαιδεύτηκε από τους γονείς της να είναι ντροπαλή και άχρηστη. Τώρα όμως που ήρθε ο ίδιος στα πράγματα, θέλει να αλλάξει αυτήν την κατάσταση, αρκεί να σιγουρευτεί ότι εκείνη δεν το έχει χάσει τελείως! Εκπληκτικό πιάνο παίζει καθ’ όλη τη διάρκεια ο Jack Nitzsche, σύμφωνα με τον Wyman, εν τούτοις η άλλη άποψη θέλει το προσωπικό στυλ του Ian Stewart εγγύτερα σ’ αυτό που ακούγεται. Σε κάθε περίπτωση, το Who’s Driving Your Plane? είναι από τα κομμάτια των Βρετανών rockstars που αξίζει να ξεφύγουν από το status στο οποίο περιορίστηκαν.
- Fancy Man Blues (04:49) – Mixed Emotions (B-side Single) [1989]
Με τα blues γενικά αρρωσταίνουμε, και το συγκεκριμένο δεν αποτελεί εξαίρεση, ακόμη κι αν περιορίστηκε στη δεύτερη πλευρά του single του τελευταίου μεγάλου hit των Rolling Stones (no. 5 στην Αμερική), το οποίο ανήκει στο Steel Wheels. Το Fancy Man Blues έχει ηχογραφηθεί κατά πάσα πιθανότητα από ολόκληρη τη μπάντα συγχρόνως, αποτελώντας προσωπική συμβολή-σταθμό στο είδος εκ μέρους των Jagger και Richards. Όσο κορυφαίοι είναι στο rock ‘n’ roll, εξίσου είναι και στα blues, πρωτοφανώς αυθεντικοί σ’ αυτό που κάνουν, συνεχίζοντας συγχρόνως μια μακρά μουσική παράδοση δεκαετιών από τις Η.Π.Α.. Ο Mick είναι γεννημένος να ερμηνεύει τέτοια τραγούδια, ενώ ξεχωρίζουν τα σόλο του στη φυσαρμόνικα, με τον παραμορφωμένο ήχο της. Ο Keith -εκτός απροόπτου- ευθύνεται για τους λυγμούς της κιθάρας καθ’ όλη τη διάρκεια, ενώ όλους αυτούς πλαισιώνει εμφαντικά ο Chuck Leavell στο υπέροχο πιάνο, συνεργάτης του συγκροτήματος ήδη από το Undercover (1983), του οποίου ο ρόλος αναβαθμίστηκε μετά το θάνατο του Stewart. Το κομμάτι ανοίγει το συλλεκτικό άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 2005 υπό τον τίτλο Rarities 1971-2003.
- You Got the Silver (02:50) – Let It Bleed (1969)
Είναι το πρώτο από τα ελάχιστα τραγούδια, τα οποία ερμηνεύει αποκλειστικά ο Richards στην 60ετή διαδρομή των Stones, και συγχρόνως το ένα από τα μόλις δύο tracks του δίσκου με συμμετοχή του αδικοχαμένου Brian Jones. Ο τελευταίος παίζει οτοάρπ (autoharp), ένα είδος σαντουριού, που όμως ακούγεται σαφώς περισσότερο σε μια εναλλακτική version, η οποία ηχογραφήθηκε με τον Mick στα φωνητικά και κυκλοφόρησε σε ανεπίσημες συλλογές, δεκαετίες αργότερα. Το You Got the Silver είναι ένα αργό country blues στα πρώτα δύο λεπτά, γραμμένο από τον Keith για τη σχέση του με την Anita Pallenberg, τέως σύντροφο του Brian, όπως είδαμε. Στις αρχές του επόμενου έτους, το τραγούδι συμπεριλήφθηκε σ’ ένα single που κυκλοφόρησε αποκλειστικά στην Ιαπωνία, ως B-side του ομότιτλου του δίσκου, Let It Bleed.
- Salt of the Earth (04:47) – Beggars Banquet (1968)
Είναι το καταληκτικό τραγούδι του άλμπουμ και αποτελεί μια μάλλον απρόσμενη -για τη συνήθη θεματολογία των Βρετανών rockstars- ωδή στην εργατική τάξη του κόσμου αυτού. Ο τίτλος του και ο σχετικός στίχος εμπνέονται από το Κατά Ματθαίον ευαγγελικό χωρίο “You are the salt of the earth. But if the salt loses its saltiness, how can it be made salty again? It is no longer good for anything, except to be thrown out and trampled underfoot” (5,13-16). Το μικρόφωνο μοιράζονται οι Mick και Keith, ενώ ο δεύτερος μάλιστα ανοίγει το κομμάτι, που ξεκινά με country vibes, εκτείνεται στα blues και φτάνει έως τη gospel, με την προσθήκη της Watts Street Gospel Choir στα φωνητικά, ενώ ο εξαιρετικός Nicky Hopkins είναι και πάλι στο πιάνο. Το Salt of the Earth, κατ’ εξοχήν ορχηστρικό στο τελευταίο ενάμισι λεπτό με εξαίρεση τα vocals της χορωδίας, κατατάσσεται συχνά σε λίστες με τα κορυφαία τραγούδια του συγκροτήματος, έστω και στους μεγαλύτερους αριθμούς, κι αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι.
- Rip This Joint (02:23) – Exile on Main St. (1972)
Ο δίσκος παρουσιάστηκε 13 μήνες μετά το Sticky Fingers και σχεδόν πέντε μετά τη συλλογή Hot Rocks 1964–1971. Θα αφήναμε τη συγκεκριμένη να περάσει… απαρατήρητη, αν δεν ήταν ό,τι πιο επιτυχημένο εμπορικά κυκλοφόρησαν ποτέ οι Rolling Stones! Έγινε άμεσα gold στην Αμερική, ενώ το 1989 πιστοποιήθηκε πέντε φορές platinum, προσθέτοντας ακόμη επτά έως το 2002(!), γεγονός που καθιστά το άλμπουμ το μοναδικό project του συγκροτήματος με πιστοποίηση diamond! Στο Ηνωμένο Βασίλειο κυκλοφόρησε μόλις το 1990, εν τούτοις έγινε και εκεί δύο φορές πλατινένιο έως το τέλος της δεκαετίας, έχοντας βρεθεί προς στιγμήν στο no. 3 των charts (no. 4 στις Η.Π.Α.).
Το Rip This Joint είναι το δεύτερο τραγούδι του Exile on Main St. και πιθανότατα το πιο γρήγορο ολόκληρης της δισκογραφίας των Stones. Ένα ξέφρενο rockabilly, που οδηγεί τον Jagger στα όριά του, ενώ ένας συνδυασμός ασυναρτησιών κομματιών αυτού του είδους και περιοχών ιδίως τον Νοτίων Πολιτειών της Αμερικής παρελαύνουν μέσα από τους στίχους, που πασχίζουν να προλαβαίνουν το τέμπο ανά δευτερόλεπτο! Είναι το κομμάτι στο οποίο αναφέρθηκε συγκεκριμένα ο σπουδαίος Steven Tyler των Aerosmith, ως το μόνο που μπορούσε να τον… φτιάξει σε μια περίοδο που βρισκόταν σε κέντρο αποτοξίνωσης για καταχρήσεις με LSD, ηρωίνη και κοκαΐνη, οι οποίες γυρνούσαν έως και 15 χρόνια πίσω! Αν ξεχωρίζουν δύο μουσικοί στο καταιγιστικό τραγούδι είναι οπωσδήποτε ο Hopkins στο πιάνο, που δίνει ρεσιτάλ καθ’ όλη τη διάρκεια, και ο απίθανος Bobby Keys σε δύο σαξοφωνικά σόλο, τα οποία έρχονται να δηλώσουν εμφαντικά ότι το Rip This Joint έχει να δώσει κι άλλο! Εκεί ακριβώς αναλαμβάνουν οι ζωντανές εκτελέσεις του!
- Lies (03:11) – Some Girls (1978)
Δημιούργημα του Mick, κατά παραδοχή του Keith, το τραγούδι ολοκληρώνει την πρώτη πλευρά του δίσκου και είναι ένα ιδιαίτερα γρήγορο rock ‘n’ roll, στο οποίο ο frontman της μπάντας βλέπει και ακούει παντού και από τους πάντες ψέματα. Αν αποκωδικοποιήσει κάποιος το Lies, διαπιστώνει ότι είναι ο ορισμός του “it’s only rock ‘n’ roll, but I like it”, όπως είχαν ξεκαθαρίσει οι Βρετανοί τέσσερα χρόνια νωρίτερα! Ο Jagger δε διστάζει να «δοκιμάσει» τη φωνή του για μία ακόμη φορά, γράφοντας ένα κομμάτι που διδάσκει σε όψιμες punk μπάντες εκείνης της περιόδου πώς ακριβώς γίνεται! Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις πωλήσεις του άλμπουμ, που συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων το συγκεκριμένο τραγούδι, το Miss You και το ομότιτλο του project, το οποίο δεν προκρίθηκε στη λίστα μας, είναι κάτι παραπάνω από ασφαλές να ισχυριστεί κάποιος ότι το «πείραμα» πέτυχε σε απόλυτο βαθμό και το Some Girls άφησε εποχή.
- Doo Doo Doo Doo Doo (Heartbreaker) [03:27] – Goats Head Soup (1973)
Ο Jagger εμπνέεται από ένα τραγικό περιστατικό για να γράψει το συγκεκριμένο τραγούδι, τη δολοφονία ενός δεκάχρονου μαύρου αγοριού, ονόματι Clifford Glover, μπροστά στα μάτια του πατριού του, από έναν αστυνομικό με πολιτικά στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. Αχάραγα 28ης Απριλίου 1973, θεωρώντας οι δύο πρώτοι ότι δέχονται επίθεση, δεν σταμάτησαν σε έλεγχο για υποτιθέμενη ληστεία. Τράπηκαν σε φυγή, και ο αστυνομικός Thomas Shea άνοιξε πυρ, σκοτώνοντας το παιδί με δύο σφαίρες. Έγινε έτσι ο πρώτος ασφαλίτης της Νέας Υόρκης που δικάστηκε για φόνο εν ώρα υπηρεσίας, αλλά βεβαίως οι έντεκα λευκοί ένορκοι σε σύνολο δώδεκα τον αθώωσαν, παρότι το όπλο που ισχυρίστηκε ότι έφερε το θύμα δεν ανακτήθηκε ποτέ…
“You’re a heart breaker with your .44 / I wanna tear your world apart”, τραγουδάει ο Mick, και δεν χρειάζεται να πει κάτι άλλο, καθώς αναφέρεται στο magnum, το όπλο που ήταν ήδη ιδιαίτερα δημοφιλές λόγω του «τεράστιου» Clint Eastwood στην ταινία Dirty Harry (1971). Εξυπακούεται ότι η τοπική κοινωνία ξεσηκώθηκε, τόσο για τη δολοφονία όσο και τη μετέπειτα αθώωση του δολοφόνου… στη χώρα της Δημοκρατίας του 20ού αιώνα, της Δικαιοσύνης και των ίσων ευκαιριών. Η δεύτερη στροφή περιγράφει ένα -όχι και τόσο- φανταστικό σενάριο, στο οποίο ένα δεκάχρονο (τυχαίο;) κορίτσι πεθαίνει σ’ έναν παράδρομο από χρήση ναρκωτικών. Το Heartbreaker κυκλοφόρησε ως δεύτερο single του Goats Head Soup, τέσσερεις μήνες μετά το release του δίσκου. Πρόκειται για ένα ξεχωριστό κομμάτι, βγαλμένο απευθείας από τις πιο υποβαθμισμένες συνοικίες της Νέας Υόρκης, με έντονη funk rock διάθεση, εξαιρετική και πολύ πλούσια ενορχήστρωση, στο οποίο επτά επιπλέον μουσικοί πλαισιώνουν την υπόλοιπη μπάντα, δημιουργώντας ένα μοναδικό αποτέλεσμα, άξιο να προσεγγίζεται στο σύνολό του.
- Start Me Up (03:32) – Tattoo You (1981)
Είναι με διαφορά το δημοφιλέστερο τραγούδι των Stones από τη συγκεκριμένη δεκαετία και εξής. Ξεκίνησε από δεκάδες jamαρίσματα σε reggae ύφος ήδη από το 1975, με εξαίρεση ένα εμβόλιμο rock ‘n’ roll, σύμφωνα με τον Mick, το οποίο όμως στην πορεία ξεχάστηκε. O Chris Kimsey, engineer και associate producer, το εντόπισε μετά από χρόνια, αναζητώντας κρυμμένα «διαμαντάκια» στα αρχεία του συγκροτήματος για τις ανάγκες του Tattoo You. Κάπως έτσι, επάνω στο ήδη υπάρχον υλικό, ο Jagger έγραψε το κομμάτι πατώντας στο εμβληματικό riff του Richards, ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα στο σύνολο της καριέρας του και, κατ’ επέκταση, του ίδιου του συγκροτήματος. Το Start Me Up κυκλοφόρησε ως lead single δέκα μέρες πριν από το άλμπουμ και έγινε το 16ο και τελευταίο των Stones που μπήκε στο top 10 τόσο των βρετανικών όσο και των αμερικανικών charts. Ανεβαίνοντας στο no. 7 στην πρώτη περίπτωση και το no. 2 στη δεύτερη, σημείωσε αμφοτέρως καλύτερη επίδοση από όλα τα μεταγενέστερα τραγούδια των Βρετανών αντιστοίχως, έως το 2023 όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο. Εκεί, μάλιστα, στη σύγχρονη εποχή, το κομμάτι θεωρείται πλατινένιο.
- Paint It Black (03:45) – Aftermath (1966)
Ο ύμνος! Είναι μακράν το πιο δημοφιλές τραγούδι των Rolling Stones μέχρι σήμερα, εκείνο που ήρθε να γίνει μέσα σε μόλις έντεκα μήνες το τρίτο no. 1 των Βρετανών τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στις Η.Π.Α. (για δύο εβδομάδες), ακολουθώντας την επιτυχία των (I Can’t Get No) Satisfaction και Get Off of My Cloud. Παρότι το Paint It Black αποδίδεται στο δίδυμο Jagger/Richards, ο Bill Wyman έχει υπογραμμίσει ότι γεννήθηκε συλλογικά μέσα στο στούντιο, με τον ίδιο να ανακαλύπτει «κάτι» στο όργανο, κατά τη διάρκεια διαφόρων πειραματισμών, γεγονός που έχει παραδεχτεί και ο ίδιος ο παραγωγός, Andrew Loog Oldham. Ο Mick γράφει ορισμένους από τους σκοτεινότερους στίχους ολόκληρης της διαδρομής του, συνδεδεμένους πιθανότατα με την απώλεια ή/και το θάνατο, ενώ ερμηνεύει μαγικά, ελισσόμενος με χαρακτηριστική ευκολία μεταξύ των δύο πρώτων “smooth” σειρών κάθε στροφής, των δύο «εκρηκτικών» επόμενων και ξανά απ’ την αρχή! Αν ξεχωρίζουν δύο μουσικοί εν προκειμένω είναι οπωσδήποτε ο σπουδαίος Brian Jones, που παίζει σιτάρ, και ο… brutal Charlie Watts στα drums και τα κρουστά, ιδίως τις καστανιέτες, που επιστρατεύονται για τις ανάγκες του κομματιού.
Εξυπακούεται ότι το Paint It Black κυκλοφόρησε ως non-album single στην Αγγλία, με τις προπαραγγελίες του να ανέρχονται σε 200 χιλ. αντίτυπα, ενώ στην εποχή της ψηφιοποίησης θεωρείται πλέον πλατινένιο. Αντιθέτως, στην Αμερική συμπεριλήφθηκε και στο Aftermath, που παρουσιάστηκε σχεδόν δύο μήνες αργότερα εκεί, περίπου τρεις σε σχέση με τη βρετανική έκδοση του δίσκου. Η απόκλιση αυτή προέκυψε καθώς η London Records προτίμησε να προωθήσει νωρίτερα (Μάρτιο) τη συλλογή Big Hits (High Tide and Green Grass), έναντι της Decca Records στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία τη διέθεσε… στην ώρα της (Νοέμβριο). To single διαρκεί περίπου 25 δευτερόλεπτα περισσότερο, καθώς στη studio version η ουρά του τραγουδιού «βιάζεται» να οδηγηθεί σε fade out. 31 χρόνια αργότερα, το Paint It Black επρόκειτο να επενδύσει το εμβληματικό, σημειολογικά, φινάλε και τα end credits της ταινίας The Devil’s Advocate (1997) με πρωταγωνιστές τους Keanu Reeves και Al Pacino.
Outro. Sweet Sounds of Heaven (07:22) – Hackney Diamonds (2023)
Το 24ο και πιο πρόσφατο studio album των Rolling Stones (26ο στην Αμερική) κυκλοφόρησε σχεδόν… μετά κόπων και βασάνων, επτά χρόνια μετά το Blue & Lonesome, που είχε αποκλειστικά διασκευές, και 18 μετά το A Bigger Band, το τελευταίο με original υλικό. Στο ενδιάμεσο διάστημα, που περιελάμβανε κατά κύριο λόγο περιοδείες, δεν ήταν λίγα αυτά που συνέβησαν: ο Mick Jagger δεν… πολυψηνόταν για νέα τραγούδια, ο Keith Richards «χτυπήθηκε» από την αρθρίτιδα, ξέσπασε η πανδημία ενώ είχαν ξεκινήσει να γίνονται επιτέλους κάποια πράγματα για ένα νέο project· και κυρίως, ο Charlie Watts «έφυγε» το 2021 σε ηλικία 80 ετών, έχοντας ταλαιπωρηθεί και πάλι από καρκίνο, τουλάχιστον ένα-δυο χρόνια νωρίτερα· εν τούτοις, πρόλαβε να ηχογραφήσει τα μέρη του σε δύο κομμάτια.
Το Hackney Diamonds διαφημίστηκε όσο λίγα επικείμενα άλμπουμ εκείνη τη χρονιά και σε συνδυασμό με την επιστροφή των «γερόλυκων» καθ’ αυτή αναρριχήθηκε στην πρώτη θέση των charts περίπου είκοσι χωρών· μεταξύ αυτών και του Ηνωμένου Βασιλείου για δύο εβδομάδες, όπου πιστοποιήθηκε άμεσα χρυσό. Έγινε έτσι το δεύτερο συνεχόμενο no. 1 και ενδέκατο συνολικά στη συγκεκριμένη κατηγορία δίσκων των Stones, ενώ στις Η.Π.Α. ανέβηκε έως το no. 3. Ο ήχος του κινείται σε παραπλήσιο μήκος κύματος με τους δύο προηγούμενους αλλά και γενικότερα με αυτόν των Βρετανών στον 21ο αιώνα: οι εντάσεις βρίσκονται στα κόκκινα, ενώ η παραμόρφωση τόσο στη φωνή του Jagger όσο και στα όργανα είναι over the top, μάλλον αφαιρώντας παρά προσθέτοντας στα vibes της μπάντας. Όσο κι αν το τελευταίο αποτελεί «άποψη» ομολογουμένως, κάποια στιγμή ίσως αρχίζει να κουράζει, ειδικά συγκρίνοντας με το feelin’ προ millennium, όπου ακόμη κι όταν υπήρχε distortion -και δεν ήταν λίγες οι φορές- συνοδευόταν από πολύ καλύτερη αίσθηση του μέτρου.
Ανεξαρτήτως αυτών, το Hackney Diamonds προβλήθηκε επίσης για τις μνημειώδεις συμμετοχές τρίτων, μεταξύ των οποίων δύο ζωντανοί θρύλοι της παγκόσμιας μουσικής: ο λόγος για τον ασύγκριτο Elton John, που παίζει πιάνο σε δύο κομμάτια, και τον αξεπέραστο Paul McCartney, που συνδράμει με μπάσο σε ένα track. Η συνεργασία των Stones με έναν Beatle μπορεί να πλασαρίστηκε ως «κεραυνός εν αιθρία» στην όποια πιτσιρικαρία -συγκριτικά με τους ίδιους- μπορεί να hypeαριστεί αναλόγως, αλλά βεβαίως όσοι έχουν ασχοληθεί πραγματικά, γνωρίζουν ότι τέτοια σύμπραξη έχει υπάρξει αρκετές φορές στο παρελθόν, με πρώτη περίπτωση μόλις το δεύτερο single των Rolling Stones, I Wanna Be Your Man (1963), που υπογράφει το δίδυμο John Lennon-Paul McCartney. Περαιτέρω, ο δίσκος σήμανε την άτυπη επιστροφή του εκ των ιδρυτικών μελών της μπάντας, του μπασίστα Bill Wyman, ο οποίος παίζει σε ένα τραγούδι, ηχογραφώντας με τους Βρετανούς για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια!
Σημείο αναφοράς του Hackney Diamonds είναι οπωσδήποτε το Sweet Sounds of Heaven, που κυκλοφόρησε ως δεύτερο single του δίσκου, περίπου τρεις εβδομάδες νωρίτερα. Πρόκειται για το τραγούδι που επιφυλάσσει ακόμη δύο εμβληματικές συνεργασίες των Stones, οι οποίοι προσκαλούν τον Stevie Wonder και τη Lady Gaga να τους πλαισιώσουν, ο πρώτος στα πλήκτρα και το πιάνο και η δεύτερη στα φωνητικά. Είναι μια δυναμική μπαλάντα, που συνδυάζει soul και gospel στοιχεία, στην οποία ξεχωρίζουν μεταξύ άλλων ο Ron Blake στην τρομπέτα και ο James King στο σαξόφωνο. Το κομμάτι «γεμίζει» σταδιακά μέχρι το εκρηκτικό τελευταίο σκέλος… πριν από το καταληκτικό δίλεπτο, που έχει κοπεί στο σχετικό edit για τα ραδιόφωνα, μειώνοντας τη διάρκειά του στα πέντε λεπτά, αλλά συμπεριλαμβάνεται κανονικά στη version του άλμπουμ. Στο μακροσκελές φινάλε ακούγονται φωνές μέσα από το στούντιο κατά την ηχογράφηση, ενώ οι συμμετέχοντες το πάνε από την… αρχή, με μπροστάρηδες τη Lady Gaga και τον Jagger. Χωρίς υπερβολή, και παρότι δεν κάνει κάτι εξωπραγματικό, είναι ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα τραγούδια των Rolling Stones στα τελευταία 40 χρόνια τουλάχιστον, κατορθώνοντας μάλιστα να αναρριχηθεί στη δεύτερη θέση των εγχώριων charts, κάτι που είχε να συμβεί μισό και πλέον αιώνα, από την εποχή του Brown Sugar (1971)!