Ως γεννήτορες του είδους θεωρούνται συχνά οι Αμερικανοί Beach Boys με το album Pet Sounds (1966) και ακόμη περισσότερο οι Beatles με το εμβληματικό Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band (1967), σε χρόνια που ο επικρατών όρος ήταν “progressive pop”. Οι Genesis ήταν μία από τις ουκ ολίγες βρετανικές μπάντες που γεννήθηκαν μέχρι τα τέλη των ‘60s, έχοντας σταθερά αυξανόμενη απήχηση έως το «ξέσπασμά τους» στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και μέχρι τις αρχές των ‘90s. Οι συνολικές πωλήσεις των δίσκων τους υπολογίζονται σε περισσότερα από 100 εκ. αντίτυπα παγκοσμίως, τοποθετώντας τους στη λίστα των best-selling καλλιτεχνών όλων των εποχών! Μέσα σε τριάντα χρόνια δισκογραφικής παρουσίας και συνολικά 15 studio albums, το συγκρότημα έδειξε να εξαντλεί στα τέλη των ‘70s όσα είχε να πει στο χώρο του prog rock και, δίχως ουδέποτε να το αφήσει να ατονήσει πλήρως, διάνθισε τον ήχο του με περισσότερα pop rock στοιχεία.
Ο χαρακτήρας των Genesis αποδείχθηκε ατσάλινος στις πιο κρίσιμες στιγμές του, έως το 1976, όταν ορισμένες διαφοροποιήσεις στη σύνθεσή τους θα μπορούσαν, αντί της εκπληκτικής διαδρομής που έμελλε να χαράξουν στην πορεία, να επιφέρουν ακόμη και την πρόωρη διάλυσή τους. Τα αρχικά μέλη του συγκροτήματος συμμετείχαν σε δύο διαφορετικές σχολικές μπάντες του ίδιου δημοσίου σχολείου του Surrey, όταν έκλεισε ο κύκλος των οποίων, οι συγκεκριμένοι άρχισαν να οργανώνονται από κοινού, τον Ιανουάριο του 1967. Ο λόγος για τον Mike Rutherford και τον Anthony Phillips, οι οποίοι κάλεσαν τους Tony Banks, Peter Gabriel και Chris Stewart να ηχογραφήσουν μαζί τα τραγούδια τους. Σε δεύτερο επίπεδο και ένα πιο επαγγελματικό πλαίσιο πλέον, η μπάντα ζήτησε τη βοήθεια του παραγωγού Jonathan King, αποφοίτου του ίδιου σχολείου (Charterhouse), ο οποίος το 1965, ως δημιουργός και τραγουδιστής, είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία με το παρθενικό του single, Everyone’s Gone to the Moon, ανεβαίνοντας στην τέταρτη θέση των βρετανικών charts και μπαίνοντας στο top 20 των Η.Π.Α. (17ο).
Υπό την καθοδήγηση του King, το πρώτο studio album των Genesis, From Genesis to Revelation (1969), είχε έναν έντονο pop προσανατολισμό με κάποια art rock στοιχεία, καθώς ο πρώτος κατηύθυνε τη μπάντα σε πιο απλές συνθέσεις. Το… πλήρωμα αυτής είχε τον Gabriel στη φωνή και το φλάουτο, τον Banks στο πιάνο και τα πάσης φύσεως πλήκτρα, τον Phillips στις κιθάρες, τον Rutherford σε κιθάρα και μπάσο και τον John Silver στα drums, ο οποίος είχε αντικαταστήσει πολύ σύντομα τον Stewart, που θα επικεντρωνόταν στις σπουδές του. Η ιστορία θα γραφόταν έκτοτε αλλιώς, καθώς οι Βρετανοί επρόκειτο να κυκλοφορήσουν ακόμη πέντε άλμπουμ σε ετήσια βάση έως το 1974, θέτοντας στο επίκεντρο το progressive rock στοιχείο, με πιο περίπλοκες… αναζητήσεις και μελωδίες, και τραγούδια πολύ μεγαλύτερης διάρκειας από εκείνα του πρώτου εγχειρήματός τους, αρχής γενομένης από το Trespass (1970). Στα τύμπανα και τα κρουστά ήταν στο συγκεκριμένο ο John Mayhew, παίρνοντας τη θέση του Silver, ο οποίος είχε φύγει για σπουδές στην Αμερική.
Οι δύο σπουδαίες προσθήκες στη σύνθεση των Genesis ακολούθησαν αμέσως μετά το release του δεύτερου δίσκου τους. Η πνευμονία από την οποία έπασχε ο Phillips δεν του επέτρεπε να συνεχίσει· αυτό ήταν ένα κρίσιμο σημείο, κι από τη στιγμή που η μπάντα επέλεξε να συνεχίσει, οι Rutherford, Gabriel και Banks συμφώνησαν ότι θα πρέπει να αναζητήσουν και νέο drummer, καθώς ο Mayhew δε βρισκόταν στο επίπεδο που ήθελαν. Τον Αύγουστο του 1970 ο Phil Collins αναπλήρωσε αυτό το κενό, περνώντας μάλλον με χαρακτηριστική άνεση τη σχετική audition, ενώ τον Ιανουάριο του 1971 ο Steve Hackett έγινε ο νέος κιθαρίστας της μπάντας, αντικαθιστώντας μετά από μήνες τον Phillips, κι ενώ είχε μεσολαβήσει η συμμετοχή του Mick Barnard στα ενδιάμεσα live, ο οποίος όμως δεν ικανοποίησε, και γι’ αυτό αποδεσμεύτηκε πρόωρα. Μια αγγελία που είχε βάλει ο Hackett αναζητώντας «δεκτικούς μουσικούς, αποφασισμένους να κινηθούν πέρα από τις υπάρχουσες λιμνάζουσες μουσικές φόρμες», κέντρισε το ενδιαφέρον του Gabriel, ο οποίος επικοινώνησε μαζί του, του ζήτησε να μάθει το Trespass και να έρθει να τους δει ζωντανά στο London Lyceum στις 28/12/70. Όταν συνέβη αυτό, ο Hackett τους κάλεσε να έρθουν στο πατρικό του για να τον… ακούσουν, σε μια αντισυμβατική audition αν μη τι άλλο, όπως και έγινε.
Εξετάζοντας την ιστορία, φαντάζει αρκετά προφανές ότι και μόνο το σχόλιο της αγγελίας του Hackett υποδήλωνε έναν καλλιτέχνη που βρισκόταν ακριβώς στο σημείο που σκόπευαν να κινηθούν οι Genesis στο άμεσο μέλλον. Η συνεργασία τους ήταν σχεδόν φυσικό επακόλουθο, ενώ ο ίδιος, ένας σπουδαίος κιθαρίστας, με τον οποίο ο Rutherford «έδεσε» άμεσα, όπως και η υπόλοιπη μπάντα. Αυτό φάνηκε ήδη από το Nursery Cryme (1971), όπως βεβαίως η κατακόρυφη βελτίωση στα drums με την παρουσία του Collins, ο οποίος ανέλαβε και τα περισσότερα φωνητικά έκτοτε, καθώς ο τομέας δεν ήταν στα ατού των Banks και Rutherford, που είχαν εν πολλοίς τη σχετική ευθύνη μέχρι τότε. Αξίζει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι στο σύνολο της διαδρομής των Βρετανών, τα «βασικά» στελέχη του σχήματος είχαν ισχυρή συμμετοχή σε δημιουργικό επίπεδο, είτε μουσικά είτε στιχουργικά· όπου «βασικά», οι Rutherford, Banks, Gabriel, Hackett και Collins.
Το Lamb Lies Down on Broadway (1974) ήταν το πρώτο διπλό studio album των Genesis, ενώ αποδείχθηκε το έκτο και τελευταίο με τον Peter Gabriel ως lead singer, ο οποίος εξακολούθησε να διαγράφει εξαιρετική προσωπική διαδρομή έκτοτε, και όχι μόνο σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Ως θεματικό project, του οποίου τη σύλληψη είχε ο ίδιος, ο Gabriel αξίωσε από τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας να είναι ο αποκλειστικός συγγραφέας των στίχων, κάτι που πράγματι συνέβη με εξαίρεση ένα τραγούδι, αλλά όχι χωρίς προστριβές. Αυτές ήταν αποτέλεσμα και άλλων ζητημάτων: αφενός, εξωτερικές επαγγελματικές δραστηριότητες του frontman, ο οποίος εγκατέλειψε προς στιγμήν τη μπάντα ενώ δημιουργούσαν το δίσκο, ή τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η σύζυγός του με τη γέννηση του παιδιού τους και τον υποχρέωναν σε συστηματικές απουσίες· αφετέρου, το γεγονός ότι τα θεατρικά του Gabriel και οι συνεχείς εναλλαγές κουστουμιών επί σκηνής κέντριζαν όλο το ενδιαφέρον και υπονόμευαν την αμοιβαία συνεισφορά των υπολοίπων, κάτι που στη συνέχεια «μετριαζόταν» κατά τα φαινόμενα με μεθόδους «περιορισμού του» off-stage· τρίτον, η αξίωσή του να παιχτεί ζωντανά ολόκληρο το άλμπουμ στην περιοδεία υποστήριξής του, όπως και έγινε, και τέλος η κοινοποίηση της απόφασής του να αποχωρήσει οριστικά με την ολοκλήρωση του tour, την οποία είχε γνωστοποιήσει στο σχήμα ήδη από το ξεκίνημα, αλλά διατηρήθηκε κρυφή μέχρι το καλοκαίρι του 1975.
Η απομάκρυνση του Gabriel ήταν οριακό σημείο στη μετέπειτα πορεία της μπάντας και μια ευκαιρία βεβαίως για όλους τους υπόλοιπους, να αποδείξουν ότι οι Genesis ήταν κάτι πολύ περισσότερο από «τους μουσικούς του Pete». Παρά ταύτα υπήρχε και αβεβαιότητα για το μέλλον, ακόμη και από τον Hackett, ο οποίος εκείνη τη χρονιά έβγαλε το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του, Voyage of the Acolyte, με αναξιοποίητο υλικό από την παρουσία του στου Genesis. Στο συγκεκριμένο μάλιστα συμμετείχαν, μεταξύ αρκετών άλλων, τόσο ο Phil Collins όσο και ο Mike Rutherford! Σε ό,τι αφορά τον επόμενο τραγουδιστή της μπάντας, παρότι δεν προέκυψε ακριβώς ως λύση ανάγκης, ο Collins δεν ήταν ποτέ η πρώτη επιλογή! Η ανώνυμη αγγελία των Genesis έλαβε περίπου 400 αποκρίσεις, ωστόσο καμία δεν ικανοποίησε τα μέλη του σχήματος. Εν όψει του A Trick of the Tail (1976), έβδομου studio album, Rutherford και Banks ζήτησαν από τον Collins να τραγουδήσει το Squonk, και καθώς η ερμηνεία του ήταν κάτι παραπάνω από… πειστική, ο ίδιος έγινε lead singer του συγκροτήματος και όλα τα υπόλοιπα ιστορία! Αυτή ωστόσο δεν ήταν η πρώτη του φορά, καθώς στο πρόσφατο παρελθόν είχε αναλάβει ανάλογο ρόλο σε τραγούδια μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού, αρχής γενομένης από το For Absent Friends, στο ντεμπούτο του με τους Genesis (Nursery Cryme).
Η διαδρομή της μπάντας στο progressive rock εξακολούθησε καθ’ όλη τη δεκαετία, ασχέτως αυτής της εσωτερικής αλλαγής, που αύξησε κατακόρυφα τις αρμοδιότητες του Collins. Ο βραχύσωμος Βρετανός επέλεξε προσωπικά τον Bill Bruford {ιδρυτικό στέλεχος των Yes (1968-72) και μετέπειτα μέλος των King Crimson (1972-74)} ως… co-drummer στην περιοδεία του A Trick of the Tail, με τον οποίο είχε συνεργαστεί πρόσφατα στους Brand X, ενώ ο ίδιος πλέον έβγαινε μπροστά στη σκηνή, εξακολουθώντας ωστόσο να παίζει τύμπανα στα ορχηστρικά μέρη των τραγουδιών! Το 1976 ήταν η μοναδική ημερολογιακή χρονιά στην ιστορία των Genesis, κατά την οποία κυκλοφόρησαν δύο studio albums. Στο τέλος του έτους ακολούθησε το Wind & Wuthering, κατά τη δημιουργία του οποίου προκλήθηκαν νέοι τριγμοί στο εσωτερικό, όταν ο Hackett θεώρησε ότι το υλικό που ετοίμασε, «ρίχνεται» προς όφελος του αντίστοιχου του Banks. Η περιοδεία υποστήριξης του δίσκου ήταν και η τελευταία του Steve με τους Genesis, ο οποίος αποχώρησε εν συνεχεία, ακολουθώντας έκτοτε αξιοσημείωτη solo καριέρα στο πεδίο του, ενώ δεν παύει να μνημονεύεται μέχρι σήμερα από τους fans της μπάντας.
Το Wind & Wuthering Tour ήταν συγχρόνως το πρώτο του Αμερικανού Chester Thompson στα drums, μετά την άρνηση του Bruford να συνεχίσει στον ίδιο ρόλο. Νωρίτερα, την ίδια χρονιά, ο Collins είχε δει τον Thompson να παίζει με τους Weather Report και είχε εντυπωσιαστεί τόσο, ώστε να του προτείνει απευθείας τη θέση για λογαριασμό των Genesis, δίχως ακρόαση! Έκτοτε ο συγκεκριμένος έγινε μόνιμο στέλεχος της μπάντας στις συναυλίες της μέχρι το 1992, όταν, μετά την αποχώρηση του Phil Collins, ζήτησε να γίνει κανονικό μέλος του συγκροτήματος, αλλά οι Banks και Rutherford αρνήθηκαν. Επανήλθε το 2007, ωστόσο, στην επανένωση των Genesis για την Turn It On Again περιοδεία, με την επιστροφή και του ίδιου του Collins για τις ανάγκες της. Παράλληλα, από το 1982 έως το 2005 συνεργάστηκε εκτεταμένα με τον Phil στις περιοδείες της solo καριέρας του. Το φευγιό του Hackett γέννησε νέες προκλήσεις για τα τρία εναπομείναντα μέλη της μπάντας. Πώς θα πορεύονταν πλέον; Μια δεύτερη κιθάρα, τουλάχιστον για τις συναυλίες, ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητη, πόσο μάλλον εάν ο Rutherford κρατούσε μπάσο την ίδια στιγμή. Και δημιουργικά; Πώς θα αναπληρωνόταν το κενό; Αντί αντικαταστάτη, Collins, Rutherford και Banks ανέλαβαν όλα τα όργανα έκτοτε, ενώ ο ρόλος των δύο τελευταίων αναβαθμίστηκε· όχι μόνο δημιουργικά, κάτι που ίσχυσε για όλους, αλλά του μεν ενός ως lead guitarist πλέον, και όχι μόνο, του δε άλλου ως ακόμη δυναμικότερα εμπλεκόμενου στα μελωδικά parts των κομματιών.
Το …And Then There Were Three… έγινε το ένατο studio album των Genesis (1978), με τίτλο… δηλωτικό του εναπομείναντος δυναμικού τους(!), λειτουργώντας άτυπα ως πρόδρομος αυτού που θα επακολουθούσε στα ‘80s. Η διάρκεια των τραγουδιών μειώθηκε αισθητά και τα πρώτα pop rock χαρακτηριστικά άρχισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Τη μεγαλύτερη επιτυχία της μπάντας έως τότε σημείωσε το καταληκτικό τραγούδι του δίσκου, Follow You Follow Me, που έγινε το πρώτο της στο top 10 των βρετανικών charts (no. 7), ενώ και στην Αμερική έφτασε έως την 23η θέση, όντας πιο προσιτό στον κόσμο. Στις προτιμήσεις μας δεν ξεχωρίζει πάντως, παρότι ερμηνεύτηκε ζωντανά σχεδόν σε όλες τις περιοδείες των Genesis έκτοτε. Ο ίδιος ο Banks, ωστόσο, έχει αναδείξει τη σημασία αυτού του κομματιού, ως εκείνο που επέτρεψε ουσιαστικά στο σχήμα να ορθοποδήσει σε μια εποχή κατά την οποία τα singles, και κατ’ επέκταση τα hits που παρουσίαζαν, άρχιζαν να υπερτερούν των άλμπουμ.
Εν όψει του tour υποστήριξης του …And Then There Were Three…, οι Genesis δοκίμασαν ορισμένους κιθαρίστες/μπασίστες, καταλήγοντας στον Αμερικανό Daryl Stuermer ως αντικαταστάτη του Hackett· επιλογή με την οποία θα πορεύονταν μέχρι… το τέλος των ημερών τους και την αποχαιρετιστήρια περιοδεία τους, η οποία ξεκίνησε το 2021, ήτοι 14 χρόνια μετά την πρώτη επανένωση της τριάδας Banks, Collins και Rutherford, και ολοκληρώθηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2022. Για ευνόητους λόγους και δεδομένης της επιβαρυμένης υγείας του Phil, το τελευταίο tour προωθήθηκε υπό τον αινιγματικό τίτλο “The Last Domino?”, εν τούτοις κατά την εξέλιξή του τα μέλη της μπάντας παραδέχτηκαν ότι το ερωτηματικό «έχει αφαιρεθεί» πλέον. Ένας σπουδαίος μουσικός, ο Stuermer θα συνόδευε αργότερα τον Phil Collins ως lead guitarist σε όλες τις solo περιοδείες του, συμμετέχοντας περαιτέρω σχεδόν σε όλα τα studio albums του!
Η τριπλέτα των Genesis θα παρέμενε αμετάβλητη για πολλά χρόνια, μεγαλουργώντας στα ‘80s έως και τις αρχές των ‘90s, με τον Collins να κάνει παράλληλα αδιανόητα πράγματα στην προσωπική καριέρα του! Το 1996, πέντε χρόνια μετά το τελευταίο άλμπουμ του συγκροτήματος υπό τη συγκεκριμένη σύνθεση, ο Phil ανακοίνωσε την αποχώρησή του από αυτό, μετά από 25 χρόνια παρουσίας! Ούτε τούτο όμως ήταν αρκετό για τους εκ των ιδρυτών της μπάντας, Banks και Rutherford, προκειμένου να ανακοινώσουν το τέλος. Σύντομα ξεκίνησαν να ακούν υποψήφιους αντικαταστάτες του Collins, καταλήγοντας σε δύο, τον Άγγλο David Longdon, μετέπειτα τραγουδιστή των Big Big Train, και τον Σκωτσέζο Ray Wilson, τον οποίο και επέλεξαν.
Κατά 18 χρόνια νεότερος από το δίδυμο που τον προτίμησε, ο τέως τραγουδιστής των Stiltskin, με τη δυναμική και χαρακτηριστικής «βραχνάδας» φωνή, κλήθηκε να καλύψει ένα τεράστιο κενό, που θα μπορούσε να πράξει -τουλάχιστον μερικώς- μόνο μέσα από ένα δικό του, διαφορετικό τρόπο. Αυτό πρακτικά συνέβη όντως, ωστόσο το Calling All Stations (1997), το 15ο και τελευταίο studio album των Genesis, ήταν μακράν το πιο αδύναμο στη μετά-prog rock εποχή τους, απ’ όταν και αποκτά κάποιο νόημα μια τέτοια σύγκριση. Η καθοδική τροχιά του δίσκου, τόσο σε επίπεδο πωλήσεων όσο και γενικότερης απήχησης, ιδίως στις Η.Π.Α., όπου δύο φορές ανακοινώθηκε περιοδεία και ισάριθμες ακυρώθηκε, σήμανε τους τίτλους τέλους της σπουδαίας μπάντας μετά από 30 χρόνια δισκογραφικής παραγωγής πρωτότυπου υλικού, η οποία είχε ξεκινήσει το 1968 με τα singles The Silent Sun και A Winter’s Tale. Για τις ανάγκες της ηχογράφησης, το σχήμα συνεργάστηκε με δύο drummers, τον Ισραηλινό Nir Zidkyahu και τον Αμερικανό Nick D’Virgilio, ο οποίος έπαιξε επίσης κρουστά, αμφότεροι συνομήλικοι του Wilson. Στο tour που ακολούθησε, επιλέχθηκε ο πρώτος, που συμμετείχε σε οκτώ από τα έντεκα κομμάτια του δίσκου. Ο εξαιρετικός Ιρλανδός Anthony Drennan έλαβε επίσης μέρος στην περιοδεία στη θέση του Stuermer, ο οποίος είχε μόλις ολοκληρώσει ακόμη ένα tour με τον Phil Collins.
Οι Genesis παρέδωσαν σπουδαία τραγούδια καθ’ όλη τη διαδρομή τους, ελισσόμενοι και εξελισσόμενοι σ’ ένα ικανό φάσμα της rock, από τα πιο ψαγμένα και cool μικράτα τους έως την «εμπορική» ενηλικίωσή τους, που είναι αλήθεια ότι τους κατέστησε το μέγεθος που θεωρούνται δικαίως σήμερα. Υψηλότατου επιπέδου μουσικοσυνθέτες και ερμηνευτές, καλλιτέχνες όπως οι Banks, Collins, Gabriel, Hackett και Rutherford αναζήτησαν μουσικούς δρόμους και διεξόδους που απευθύνονταν αρχικά στους… μύστες των ‘70s, ενώ αργότερα όχι απλώς προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα, αλλά καταξιώθηκαν ως μια από τις κορυφαίες βρετανικές rock μπάντες όλων των εποχών!
Κάπου εδώ, αν νομίζει κάποιος ότι αυτό είναι το τέλος του αφιερώματος, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ο επίλογος… της εισαγωγής! Ακολουθούν 30 αγαπημένα μας τραγούδια των Genesis με χρονολογική σειρά, καθώς εξυπηρετείται άψογα η σχετική ροή σε αισθητικό επίπεδο. Αξίζει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι υπάρχουν και αρκετά B-sides που αγαπάμε ιδιαίτερα, ωστόσο επιλέξαμε να μην τα συμπεριλάβουμε, προκειμένου η λίστα να παραμείνει συμπαγής.
- The Knife (08:56) – Trespass (1970)
Ολοκληρώνει το δεύτερο studio album των Βρετανών και είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι του. Έχοντας προστεθεί τελευταίο, ενώ ο artist Paul Whitehead είχε ήδη δημιουργήσει το cover, η μπάντα του ζήτησε να διαφοροποιήσει το εξώφυλλο, προκειμένου να ταιριάζει περισσότερο. Μπροστά στο δισταγμό του, οι μουσικοί τον παρότρυναν να χαράξει το σχέδιο μ’ ένα πραγματικό μαχαίρι, όπως και έγινε! Ένα σπουδαίο κομμάτι στα live των Genesis εκείνη την περίοδο, το Knife μπορούσε να διαρκεί ακόμη και 19 λεπτά στις συναυλίες, αλλά για τα δεδομένα ενός LP ήταν σχεδόν αδύνατο κάτι τέτοιο, μολονότι αυτό έμελλε να ανατραπεί στο άμεσο μέλλον. Το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν το «επιθετικότερο» του συγκροτήματος έως εκείνη τη στιγμή, με ένα ενδιάμεσο… καταπραϋντικό solo του Gabriel στο φλάουτο.
Τους στίχους επιμελούνται οι Gabriel και Phillips, εμπνεόμενοι θεματικά από τη δολοφονία τεσσάρων φοιτητών ηλικίας 19-20 ετών και τον τραυματισμό άλλων εννιά -ένας εκ των οποίων έμεινε παράλυτος- από την Εθνοφρουρά του Κεντ της Πολιτείας του Οχάιο στην Αμερική. Το περιστατικό συνέβη στις 4/5/70, ενώ τους επόμενους δύο μήνες οι Genesis ηχογραφούσαν πλέον το άλμπουμ τους. Οι φοιτητές ήταν άοπλοι, ενώ εκείνοι που έπεσαν νεκροί, πυροβολήθηκαν από απόσταση 80-120 μέτρων. Η διαμαρτυρία των συγκεντρωμένων του Πανεπιστημίου του Κεντ αφορούσε τον συνεχιζόμενο πόλεμο της Αμερικής στο Βιετνάμ και την επέκταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην ανατολική Καμπότζη. Η εν ψυχρώ δολοφονία τους προκάλεσε οργή σ’ ολόκληρη τη χώρα και την οργανωμένη αντίδραση περισσότερων από 4 εκ. μαθητών και φοιτητών, που ξεχύθηκαν στους δρόμους των Η.Π.Α.. “Stand up and fight / for you know we are right / We must strike at the lies / that have spread like disease through our minds”. Το Knife κυκλοφόρησε και ως single την επόμενη χρονιά, το πρώτο των Genesis στα ‘70s, χωρισμένο μάλιστα σε δύο μέρη ως A και B-side, δίχως ωστόσο να μπει στα charts.
- The Return of the Giant Hogweed (08:09) – Nursery Cryme (1971)
Ένα υπέροχο τραγούδι, τόσο για το πολυσύνθετο του χαρακτήρα του όσο και για το ίδιο το χιούμορ της ιστορίας που διηγείται. Σε στίχους Peter Gabriel, το τεράστιο χορταρικό, του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι… Heracleum mantegazzianum, είναι έτοιμο να κατακτήσει τον κόσμο(!), καθώς ένας εξερευνητής της Βικτωριανής εποχής το μετέφερε στην Αγγλία από τα ρωσικά εδάφη. Πέραν του κωμικού του πράγματος, η αφετηρία της όλης… περιπέτειας είναι αληθινή, καθώς το φυτό είναι πράγματι τοξικό και ιδιαίτερα επικίνδυνο, ενώ ο Gabriel εμπνέεται από υπαρκτό πρόβλημα που είχε προκύψει το καλοκαίρι του 1970, εξ ου και η σχετική αναφορά στα Kew Gardens του Λονδίνου. Το Return of the Giant Hogweed κλείνει την πρώτη πλευρά του τρίτου studio album της μπάντας, ενώ μαζί με το πρώτο κομμάτι, The Musical Box, θεωρούνται αυτά στα οποία ο Steve Hackett εισάγει στη μουσική σκηνή την τεχνική του tapping, κατά την οποία το «ελεύθερο» χέρι του μουσικού πατάει τις χορδές επάνω στα τάστα της κιθάρας του. Το Nursery Cryme έκανε το πρώτο μεγάλο άλμα στα βρετανικά charts για τους Genesis, σκαρφαλώνοντας στην 39η θέση έναντι της 98ης του προηγούμενου. Κι ακόμη δεν είχαμε δει απολύτως τίποτα…
- Firth of Fifth (09:35) – Selling England by the Pound (1973)
Την προηγούμενη χρονιά είχε προηγηθεί το album Foxtrot, συμπεριλαμβάνοντας το εμβληματικό Supper’s Ready, διάρκειας 23 λεπτών(!) και σε στίχους Gabriel, που διακρίνεται σε επτά μέρη. Ο δίσκος έγινε ο πρώτος του σχήματος που μπήκε στα charts άλλων χωρών (Γαλλίας και Γερμανίας), ενώ στο Μεγάλο Νησί αναρριχήθηκε στη 12η θέση, συνεχίζοντας μια εντυπωσιακά ανοδική πορεία, που δε θα σταματούσε εκεί. Το Selling England by the Pound ήρθε να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές, καθώς όχι μόνο έγινε no. 3 στο Μεγάλο Νησί, αλλά κατόρθωσε να συμπεριληφθεί και στα αμερικανικά charts, σημαίνοντας το πρώτο «γκελ» των Genesis στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ένα μέρος του Firth of Fifth είχε γραφτεί από τον Tony Banks ήδη εν όψει του Foxtrot, ωστόσο είχε αντιμετωπιστεί αποθαρρυντικά από τους υπόλοιπους του συγκροτήματος. Συνεχίζοντας να δουλεύει σ’ αυτό, επανήλθε, κι αυτή τη φορά η αντίδραση ήταν πολύ διαφορετική. Παρότι το τραγούδι αποδίδεται σ’ όλη τη μπάντα, είναι γόνος του Banks και μια από τις κορυφαίες δημιουργίες του, ακόμη κι αν ο ίδιος… αποκήρυξε αργότερα τους στίχους που έγραψε με τον Mike Rutherford. Από εκεί και πέρα, ο Hackett παίζει ένα όμορφο μελωδικό solo, το οποίο νωρίτερα έχει ήδη «ψιθυρίσει» ο Gabriel στο φλάουτο, ενώ αυτά συμβαίνουν στο αμιγώς ορχηστρικό πεντάλεπτο ενός εμβληματικού τραγουδιού για το progressive rock.
- The Lamb Lies Down on Broadway (04:52) – The Lamb Lies Down on Broadway (1974)
Είναι το εναρκτήριο τραγούδι του ομότιτλου έκτου δίσκου των Genesis. Ως single κυκλοφόρησε μόνο στις Η.Π.Α., ενώ, σχεδόν ως φόρο τιμής, δανείζεται ελάχιστους στίχους και μουσικές φράσεις από το On Broadway των Αμερικανών Drifters (1963), υποδηλώνοντας τη συγγένεια, αλλά ξεκινώντας τη δική του αφήγηση σ’ αυτό το concept album, που μπήκε στο top 10 των charts του Ηνωμένου Βασιλείου, έγινε άμεσα χρυσό εκεί, ενώ από το 1990 και στην Αμερική. Η ιστορία αναφέρεται στη ζωή ενός Πορτορικανού εφήβου, του Rael, ο οποίος ζει στη Νέα Υόρκη, αλλά αρχίζει να βιώνει περίεργες καταστάσεις. Η μουσική υπογράφεται από τους Gabriel και Banks, ενώ το κομμάτι ερμηνεύτηκε ζωντανά σε διάφορες περιοδείες έκτοτε, παραμένοντας ένα από τα πλέον κλασικά των prog rock ημερών της μπάντας.
- All in A Mouse’s Night (06:39) – Wind & Wuthering (1976)
Το όγδοο studio album των Βρετανών και δεύτερο με τον Phil Collins στη φωνή, μάλιστα εντός του ίδιου έτους, επαλήθευε ότι οι Genesis κάθε άλλο παρά είχαν επηρεαστεί από την αποχώρηση του Gabriel. Το επιβεβαίωνε η καλύτερή τους επίδοση έως εκείνη τη στιγμή στην Αμερική, με την 26η θέση στα charts, αλλά και το no. 7 στα αντίστοιχα βρετανικά. Στο Νησί ο δίσκος έγινε και πάλι άμεσα χρυσός, ενώ από το 1990 και στις Η.Π.Α.. Το All in a Mouse’s Night ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του Wind & Wuthering, ενώ, αν δεν διαβάζουμε κάτι λάθος, παίχτηκε live μόνο κατά την περιοδεία υποστήριξης του άλμπουμ, και μάλιστα όχι μέχρι τέλους. Πρόκειται για ένα πολύ… χαρούμενο outsider στη λίστα μας, έχοντας μια καρτουνίστικη Tom & Jerry αισθητική, τόσο στιχουργικά όσο και στην ερμηνεία του Phil, το οποίο ενισχύεται τα μέγιστα από τις σχεδόν απρόσμενες εναλλαγές της μελωδίας του, αν κάποιος απορροφηθεί από την ιστορία του! Πλουραλιστικό, ώριμα παιδικό, υπέροχο!
- Down and Out (05:28) – …And Then There Were Three… (1978)
Ανοίγει τον ένατο δίσκο των Genesis, ο οποίος, δίχως να καταδεικνύει ακριβώς μετάβαση σε κάτι διαφορετικό, εμπλουτίζεται οπωσδήποτε με στοιχεία που θα κυριαρχούσαν στον ήχο τους μελλοντικά. Μετά το A Trick of the Tail (1976) έγινε το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας που ανέβηκε έως την τρίτη θέση των charts της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ στις Η.Π.Α. σκαρφάλωσε στο no. 14. Έγινε άμεσα χρυσό και στις δύο περιπτώσεις, ενώ αργότερα πλατινένιο στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού (1988). Το Down and Out υπογράφεται από τα τρία εναπομείναντα μέλη του σχήματος (Banks, Collins, Rutherford) μετά την αποχώρηση του Hackett, ενώ «σκαρώθηκε» σε πρόβες για το υλικό του δίσκου. Ένα κομμάτι με δύσκολο τέμπο, τόσο ώστε ούτε ο Chester Thompson μπορούσε να βρει απόλυτα εν όψει περιοδείας, ούτε ο ίδιος ο Collins να του εξηγήσει τι ακριβώς έκανε! Ήταν μάλιστα το ένα από τα δύο τραγούδια που έπαιξε ο Daryl Stuermer προκειμένου… να πάρει τη δουλειά, μαζί με το Squonk. Ένα εξαιρετικά δυναμικό track, με επιθετικό στίχο και σαφώς «σκληρότερο» ήχο, πτυχές του οποίου θα ακούγονταν ακόμη περισσότερο κατά τα επόμενα χρόνια.
- Ballad of Big (04:51) – …And Then There Were Three… (1978)
Είναι το δεύτερο από τα τρία κομμάτια του δίσκου με υπογραφή και των τριών του σχήματος, ενώ τελευταίο ακολουθεί το μεγαλύτερο hit, Follow You Follow Me. Οι στίχοι του Ballad of Big συνθέτουν ένα western σκηνικό και διηγούνται σε χαλαρό ύφος την περιπέτεια του πρωταγωνιστή, που έμελλε να είναι και η τελευταία. Οπωσδήποτε δεν ανήκει στα διαχρονικά των Βρετανών, αλλά δεν παύει να έχει ενδιαφέρον, μεταξύ άλλων για τις εναλλαγές του ρυθμού του, την υποχώρηση των prog rock χαρακτηριστικών και τη μειωμένη διάρκειά του. Τα δύο τελευταία βεβαίως υπήρξαν παράγοντες για τους οποίους το άλμπουμ κατακρίθηκε από τους… φονταμενταλιστές. Το διακριτικό «άνοιγμα» προς ένα ευρύτερο κοινό ήταν γεγονός, και το συγκεκριμένο κομμάτι μια πολύ ευχάριστη νότα προς αυτήν την κατεύθυνση.
- Behind the Lines (05:31) – Duke (1980)
Η είσοδος στα ‘80s σηματοδότησε την αλλαγή «πίστας» για τους Βρετανούς δημιουργούς, ιδίως σε επίπεδο εμπορικής απήχησης αλλά και προσανατολισμού των ίδιων ως προς τις συνθέσεις τους. Το Duke έγινε το πρώτο από τα πέντε σερί no. 1 studio albums των Genesis στο Ηνωμένο Βασίλειο, παραμένοντας στην κορυφή για δύο εβδομάδες, ενώ στην Αμερική έφτασε μια ανάσα από το top 10 (no. 11). Το όνομα του δίσκου προέκυψε εμμέσως, σύμφωνα με τον Phil Collins, ήδη κατά τη δημιουργική διαδικασία, λόγω του πομπώδους ήχου του Behind the Lines, το οποίο τον ανοίγει, αλλά και του Duke Suite, δηλαδή των δύο κομματιών που αλληλοσυμπληρώνονται και τον ολοκληρώνουν: ο λόγος για τα Duke’s Travels και Duke’s End. Η αρχική σκέψη μάλιστα ήταν για ένα μεγάλο concept track, το οποίο θα συμπεριλάμβανε τα ανωτέρω και ορισμένα ακόμη από τα τραγούδια που εν τέλει παρουσιάστηκαν μεμονωμένα, αλλά η ιδέα εγκαταλείφθηκε. Άλλωστε αυτό ήταν κάτι που είχε ήδη συμβεί προ ετών, στην περίπτωση του Supper’s Ready. Το Behind the Lines αρχίζει με ένα εκρηκτικό ορχηστρικό εισαγωγικό δίλεπτο, δίνοντας από την πρώτη στιγμή το στίγμα του νέου άλμπουμ, και σημαίνοντας παράλληλα την είσοδο στη νέα σελίδα της ιστορίας των Genesis. Ερμηνεύτηκε ζωντανά σε αρκετές περιοδείες έκτοτε, συχνά μάλιστα στο ξεκίνημα των συναυλιών.
- Man of Our Times (05:35) – Duke (1980)
Ο δέκατος δίσκος του συγκροτήματος έγινε άμεσα πλατινένιος εντός συνόρων, χρυσός στις Η.Π.Α. και πλατινένιος από το 1988. Το Man of Our Times είναι η μία από τις δύο ατομικές συνεισφορές του Rutherford στο Duke, όπως ίσχυσε και για τους άλλους δύο, ενώ τα υπόλοιπα κομμάτια προέκυψαν από κοινού. Ένα δυναμικό μελωδικό τραγούδι, που αρχίζει να αναδεικνύει τις φωνητικές ικανότητες του Collins στις υψηλότερες νότες, την ίδια στιγμή που τα drums αποκτούν ακόμη πιο έντονο ρόλο, ενώ ο Banks τα κάνει… όλα στα πλήκτρα! Σε στιχουργικό επίπεδο ωστόσο, και συγκριτικά με τραγούδια της λίστας μας από προηγούμενα άλμπουμ, ίσως παρατηρείται εν προκειμένω μια σχετική κάμψη, καθώς οι Genesis προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ κομματιών μικρότερης διάρκειας και μουσικής που να εξακολουθεί να κάνει τη διαφορά σε ένα άλλο επίπεδο πλέον, όπως και έγινε.
- Misunderstanding (03:11) – Duke (1980)
Όπως τα δύο προηγούμενα, το συγκεκριμένο συμπεριλαμβάνεται στα έξι tracks της πρώτης πλευράς του δίσκου. Εμπνεύσεως Phil Collins αυτή τη φορά, είχε γραφτεί αρχικά για το solo debut studio album του, Face Value, που θα κυκλοφορούσε την αμέσως επόμενη χρονιά, αλλά τελικά το κατέθεσε στη μπάντα. Θεωρώντας ενιαίο το Duke’s Suite, το Misunderstanding είναι το μικρότερο τραγούδι της λίστας μας σε διάρκεια, ενώ ο Βρετανός έχει επηρεαστεί από συγκεκριμένα τραγούδια των Αμερικανών Beach Boys, Sly and the Family Stone και Toto. Θεματικά, το κομμάτι στρέφεται προς το ευρύτερο ζήτημα των σχέσεων των δύο φύλων, που εκείνο το διάστημα απασχολούσε έντονα τον Phil, καθώς βρισκόταν μια ανάσα από το διαζύγιο με την πρώτη γυναίκα του, όπως τελικά συνέβη λίγους μήνες αργότερα. Ως τρίτο single του Duke, το Misunderstanding κυκλοφόρησε περίπου ενάμιση μήνα μετά το δίσκο και πρώτα στην Αμερική, όπου ανεβαίνοντας στη 14η θέση αναδείχθηκε το μεγαλύτερο hit του συγκροτήματος στη χώρα έως εκείνη τη στιγμή και για ακόμη τρία χρόνια.
- Turn It On Again (03:50) – Duke (1980)
Ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του άλμπουμ και όχι μόνο έγινε must στις περιοδείες της μπάντας έκτοτε, αλλά έδωσε το όνομά του και στο Turn It On Again: The Tour (2007), αποκλειστικά για τις ανάγκες του οποίου οι Genesis επανενώθηκαν για πρώτη φορά, υπό τη διαχρονικότερη σύνθεση των Banks, Collins και Rutherford. Το τραγούδι προέκυψε από κομμάτια που δεν είχαν χρησιμοποιήσει σε προσωπικά τους projects οι δύο εκ των ιδρυτών της μπάντας, ενώ ο Phil προσέθεσε τη δική του χαρακτηριστική αύρα στα drums, με το τέμπο να διαφοροποιείται συνεχώς από την εισαγωγή, στα κουπλέ, τις γέφυρες και τα ρεφραίν, τόσο όσο ο κόσμος να μη μπορεί να το χορέψει ή να χτυπήσει παλαμάκια μέχρι τέλους, δίχως να βγει εκτός ρυθμού, όπως έχουν παραδεχτεί τόσο ο Tony όσο και ο Phil. Ένα απολαυστικό κομμάτι στο σύνολό του, το Turn It On Again κυκλοφόρησε ως lead single κατά το μήνα κυκλοφορίας του δίσκου κι έγινε το δεύτερο της μπάντας που κατόρθωσε να μπει στο top 10 των βρετανικών charts (no. 8).
- Duke’s Travels (08:38) / Duke’s End (02:04) – Duke (1980)
Είναι τα δύο καταληκτικά κομμάτια του δίσκου, που συνθέτουν το άτυπο Duke’s Suite και αρχικά επρόκειτο να αποτελούν το τελευταίο μέρος του ενιαίου, μεγάλης διάρκειας track, όπως προαναφέρθηκε. Αμφότερα κατ’ εξοχήν ορχηστρικά, εν προκειμένω οι Genesis επαναφέρουν ακέραια την prog rock ταυτότητά τους, σχεδόν σε πείσμα του υπόλοιπου άλμπουμ και μέσα από έναν πολύ πιο «ενθουσιώδη» ήχο σε σύγκριση με το παρελθόν, πιστό στο ύφος του Duke και εμπνέοντας δικαίως το όνομά του, μεταξύ άλλων τραγουδιών. Μια εντυπωσιακή σουίτα, η οποία όσο λειτουργεί ως επίλογος του άλμπουμ, τόσο δείχνει να ξεκινά κάτι καινούριο. Δεν είναι τυχαίο ότι στις δύο reunion περιοδείες της μπάντας, το Duke’s End ήταν αυτό που άνοιγε τις συναυλίες!
- Abacab (06:58) – Abacab (1981)
Σε συνδυασμό με την προσπάθεια των Βρετανών να μην επαναληφθούν στο ενδέκατο studio album τους, αναζητώντας πλέον νέα μοτίβα και ήχο, η αντικατάσταση του επί τέσσερεις συναπτούς δίσκους producer και engineer David Hentschel ήταν μία από τις σημαντικότερες αλλαγές του καινούριου εγχειρήματος. Η δεύτερη ήταν η… Φάρμα, το studio που αγόρασαν οι Genesis στο Surrey, ηχογραφώντας έκτοτε τα projects τους στο δικό τους χώρο. Αντικαταστάτης του Hentschel ήταν ο Hugh Padgham, με τον οποίον ο Phil Collins είχε συνεργαστεί τόσο στο Face Value όσο και στο Peter Gabriel νωρίτερα (1980), το τρίτο προσωπικό άλμπουμ του πρώην frontman των Genesis, σε αρκετά τραγούδια του οποίου ο Collins έπαιξε drums.
Το album Abacab παρέμεινε για δύο εβδομάδες στην κορυφή των βρετανικών charts και έγινε το πρώτο της μπάντας, που κατόρθωσε να μπει στο top 10 των Η.Π.Α. (no. 7), συνεχίζοντας μια σταθερά ανοδική πορεία εκεί, η οποία είχε ξεκινήσει το 1973. Το ομώνυμο τραγούδι είναι και το πρώτο του δίσκου, ενώ ο τίτλος προκύπτει από την επεξεργασία τριών διαφορετικών μερών του, με την «κωδική» ονομασία A, B, C. Εν τούτοις το Abacab δεν ανταποκρίνεται στην… πραγματικότητα, καθώς η τελική σύνθεση δεν προφέρεται! Το κομμάτι χαρακτηρίζεται από ένα μελωδικό και αρκετά aggressive τόνο, ενώ κυκλοφόρησε ως lead single ένα μήνα πριν από το άλμπουμ, και μάλιστα σε μια version σχεδόν κατά τρία λεπτά μικρότερη από την αντίστοιχη του LP. Έγινε συνολικά το τρίτο τραγούδι του σχήματος στο top 10 του Ηνωμένου Βασιλείου (no. 9), ενώ επιβίωσε στο setlist του συνοδευτικού tour και των αμέσως επόμενων.
- No Reply At All (04:33) – Abacab (1981)
Είναι το δεύτερο κομμάτι του δίσκου, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, έγινε άμεσα χρυσός στο Μεγάλο Νησί, ενώ στην Αμερική χάρισε στους Genesis την πρώτη πλατίνα τους και ακόμη μία το 1988. Το τραγούδι κυκλοφόρησε ως lead single στις Η.Π.Α., «κόβοντας» κάποιους στίχους προκειμένου να μην υπερβαίνει τα τέσσερα λεπτά, ενώ σημείο αναφοράς του υπήρξε αναμφίβολα η συμμετοχή των πνευστών των Αμερικανών Phenix Horns, γνωστών και ως EWF Horns, με τους οποίους ο Collins είχε ήδη συνεργαστεί στο Face Value. Αυτή έγινε έτσι η πρώτη φορά μετά το παρθενικό άλμπουμ των Genesis, From Genesis to Revelation, κατά την οποία συνυπήρξαν σε επίπεδο στούντιο με άλλους μουσικούς. Το No Reply At All κινείται πολύ πιο κοντά στις προσωπικές εξερευνήσεις του Phil -ο οποίος υπογράφει και τους στίχους, όπως είχε ήδη διαφανεί μέσα από το I Missed Again του πρόσφατου δίσκου του, αποτελεί ωστόσο μια ευχάριστη διαφοροποίηση στη ευρύτερη κατεύθυνση της μπάντας.
- Paperlate (03:20) – 3x3 (1982)
Είναι το μοναδικό τραγούδι της λίστας μας, το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται σε studio album των Βρετανών, αλλά στο δεύτερο και τελευταίο EP που κυκλοφόρησαν, έχοντας ηχογραφηθεί κατά την περίοδο του Abacab. Όπως έχει διευκρινίσει ο Collins, καθώς πέρασε απαρατήρητο από κριτικούς της εποχής του, το cover του 3x3 είναι εξ ολοκλήρου μια έμμεση αναφορά στο Twist and Shout, το πρώτο EP των Beatles, που είχε κυκλοφορήσει το 1963. Μάλιστα το οπισθόφυλλο σχεδιάστηκε από τον Tony Barrow, τον άνθρωπο που είχε επιμεληθεί και το αντίστοιχο των Σκαθαριών, με στόχο να είναι ακριβώς ίδιο! Ακόμη και ο τίτλος του EP των Genesis, πέραν ότι αντιστοιχεί στα τρία μέλη τους και τα ισάριθμα κομμάτια που το αποτελούν, εμπνέεται ουσιαστικά από τα Five by Five EP και 12x5 LP των Rolling Stones, που παρουσιάστηκαν αμφότερα το 1964. Το Paperlate ήταν το τραγούδι του 3x3 που «τράβηξε κουπί», με τη συμμετοχή και πάλι των EWF Horns, κινούμενο πολύ κοντά στο No Reply At All και μπαίνοντας στο top 10 των εγχώριων charts.
- Mama (06:52) – Genesis (1983)
Τα credits των συνθέσεων του δωδέκατου studio album των Βρετανών αποδίδονται και στους τρεις, κάτι που είχε να συμβεί δέκα χρόνια, από το Selling England by the Pound, διότι κατά βάση γεννήθηκαν από κοινού μέσα στο στούντιο. Το γεγονός ώθησε τους Banks, Collins και Rutherford να δώσουν στο δίσκο το όνομα της μπάντας! Το Genesis συμπεριλαμβάνει μια ασύλληπτη πρώτη πλευρά, με μνημειώδη κομμάτια στη σπουδαία ιστορία της μπάντας. Το άλμπουμ έγινε το τρίτο διαδοχικό no. 1 του συγκροτήματος στη Μεγάλη Βρετανία και το δεύτερο που μπήκε στο top 10 της Αμερικής (no. 9). Το εμβληματικό Mama, τόσο διαφορετικό από οτιδήποτε είχαν παρουσιάσει μέχρι τότε, ανοίγει το δίσκο και είναι ασυζητητί το αγαπημένο μας των Genesis. Ένα τραγούδι σκοτεινό, πρωτοφανώς εκρηκτικό χάρη στην απίστευτη ερμηνεία του Phil, τόσο στο studio όσο και στις live εκτελέσεις μέχρι την αποχώρησή του από το σχήμα.
Οι στίχοι του βραχύσωμου δημιουργού περιγράφουν το οιδιπόδειο σύμπλεγμα που έχει αναπτύξει ένας νεαρός με μια πόρνη, δίχως εκείνη να ανταποκρίνεται. Το χαρακτηριστικό δαιμονισμένο γέλιο του Collins εμπνέεται από το Message (1982), ένα κομμάτι του αμερικανικού hip hop group Grandmaster Flash and the Furious Five. Ως lead single και λίγο μικρότερο σε διάρκεια, το Mama κυκλοφόρησε ενάμιση μήνα πριν από το άλμπουμ και αποδείχθηκε το μεγαλύτερο hit ever των Genesis εντός συνόρων, ανεβαίνοντας στο no. 4 των charts. Η έκδοση για το συνοδευτικό βίντεο αλλά και τα ραδιόφωνα είναι κατά ενάμισι -και πλέον- λεπτό μικρότερη από την αυθεντική, ωστόσο ό,τι κερδίζει σε εικόνα, το χάνει σε… ήχο, καθώς το τραγούδι δεν χορταίνεται! Διόλου τυχαίο ότι κυκλοφόρησε και long version, διάρκειας 07:27!
- That’s All (04:25) – Genesis (1983)
Το άλμπουμ έμελλε να σημειώσει εξ αρχής σπουδαία εμπορική επιτυχία. Έγινε άμεσα πλατινένιο τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην Αμερική, ενώ πιστοποιήθηκε για δεύτερη φορά platinum το 1987, στην πρώτη περίπτωση, και για τέταρτη το 1996, στη δεύτερη! Το That’s All είναι το δεύτερο τραγούδι του Genesis, για το οποίο ο Collins έχει παραδεχτεί ότι η μπάντα ήθελε να δημιουργήσει κάτι στο στυλ των Beatles. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Phil επιχειρεί να προσεγγίσει στα τύμπανα το ύφος του drummer των Σκαθαριών, Ringo Starr. Υπογράφει μάλιστα και τους στίχους, που σε κάποια σημεία θυμίζουν έμμεσα το Hello, Goodbye (1967) των συμπατριωτών του, του Paul McCartney για την ακρίβεια, μέσα από τις αντιθέσεις με τις οποίες παίζει: “I could say day, and you’d say night / Tell me it’s black, when I know that it’s white”. Το That’s All είναι από τα πιο ευχάριστα και χορευτικά κομμάτια των Βρετανών, κατορθώνοντας κάπως έτσι να γίνει το κορυφαίο hit της μπάντας στις Η.Π.Α. έως εκείνη τη στιγμή και για ακόμη τρία χρόνια σχεδόν, σκαρφαλώνοντας στο no. 6 των charts. Έκτοτε θα παιζόταν στις περισσότερες περιοδείες της.
- Just A Job to Do (4:47) – Genesis (1983)
Ο Mike Rutherford επιμελείται στιχουργικά τα τέσσερα από τα πέντε τραγούδια της δεύτερης πλευράς του άλμπουμ, και το συγκεκριμένο δεν αποτελεί εξαίρεση, αντίθετα, συνιστά μια από τις πολύ δυνατές στιγμές του, παρότι κρύφτηκε στη σκιά άλλων. Μέσα από μία εκ των πραγμάτων χιουμοριστική προσέγγιση, η οποία ωστόσο προκύπτει από την pop rock ξεσηκωτική μουσική και όχι τους στίχους, ο Phil Collins γίνεται ο αντιήρωας της υπόθεσης, ο άνθρωπος της νύχτας που κυνηγά το υποψήφιο θύμα του εκτελώντας πληρωμένο συμβόλαιο, απλώς ως μια δουλειά που πρέπει να γίνει! “It seems you went just a little too far this time / Heard a Bang Bang Bang, and down you go / It’s just a job I do”! Μπορεί να μην κυκλοφόρησε ως single, ωστόσο το τραγούδι μπήκε στο top 10 των Mainstream Rock charts των αμερικανικών tabloids κατά το μήνα κυκλοφορίας του δίσκου, τα οποία διαμορφώνονται από τα κομμάτια που παίζουν στον αέρα οι σχετικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί των Η.Π.Α..
- Home by the Sea (05:08) / Second Home by the Sea (06:06) – Genesis (1983)
Αυτή η συγκλονιστική σουίτα, που υπερβαίνει τα έντεκα λεπτά, συμπεριλαμβάνεται σε δύο μέρη στο άλμπουμ, ολοκληρώνοντας την πρώτη πλευρά του. Είναι το δεύτερο πιο αγαπημένο τραγούδι μας μετά το Mama και πρόκειται για το πεντόσταγμα της συνεισφοράς των Genesis στο progressive rock κατά τη δεκαετία του ’80, ακόμη κι αν δεν περιορίζεται δογματικά σ’ αυτήν την υποκατηγορία. Προϊόν συνεργασίας στο στούντιο, jamάροντας κοινώς, ο Collins ψέλλιζε παράλληλα τη φράση “home by the sea”, από την οποία πιάστηκε ο Tony Banks διαμορφώνοντας στιχουργικά το άκρως εμπνευσμένο concept. Βάσει αυτού, ένας κλέφτης εισβάλλει σε παραθαλάσσιο σπίτι, όταν αρχίζει να αισθάνεται περίεργα. Η προσπάθεια να εγκαταλείψει το χώρο είναι αποτυχημένη, ενώ από το σκοτάδι ακούει τον απόκοσμο, απειλητικό χαιρετισμό: “Welcome to the Home by the Sea”. Το σπίτι είναι στοιχειωμένο κι ο ίδιος πλέον αιχμάλωτος! Με εξαίρεση ένα στίχο στο φινάλε, το δεύτερο μέρος είναι αμιγώς ορχηστρικό, ενώ η εκτέλεση του τραγουδιού σε όλες τις περιοδείες έκτοτε, πραγματικά απίστευτη, καταδεικνύοντας πόσο σπουδαίοι μουσικοί είναι τόσο οι τρεις όσο οι Stuermer και Thompson, οι οποίοι τους πλαισιώνουν.
- Invisible Touch (03:29) – Invisible Touch (1986)
Το 13ο studio album των Genesis ήταν το κορυφαίο τους σε πωλήσεις στις Η.Π.Α., αλλά όχι παγκοσμίως, καθώς έμελλε να υπάρξει και συνέχεια. Ήταν ωστόσο η καλύτερη στιγμή τους σε εμπορικό επίπεδο έως τότε, στον τέταρτο και τελευταίο δίσκο τους κατά τη δεκαετία του ’80. Το Invisible Touch έγινε το τέταρτο συνεχόμενο no. 1 άλμπουμ των Βρετανών στα εγχώρια charts, παραμένοντας στην κορυφή επί τρεις εβδομάδες, ενώ σημείωσε την καλύτερη επίδοση ever της μπάντας στην Αμερική, ανεβαίνοντας στην τρίτη θέση. Μάλιστα τα singles που κυκλοφόρησαν είχαν τεράστιο… σουξέ στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, καθώς και τα πέντε μπήκαν στο top 5 των charts (συγκεκριμένα, από την τέταρτη θέση και πάνω), κάτι που δεν είχε κατορθώσει ούτε ένα κομμάτι του συγκροτήματος έως εκείνη τη στιγμή! Κι ακόμη περισσότερο, οι Genesis έγιναν η πρώτη και τελευταία μπάντα όλων των εποχών που κατόρθωσε κάτι τέτοιο στις Η.Π.Α., από ένα άλμπουμ! Πρόκειται για τα τραγούδια Invisible Touch, Throwing It All Away, In Too Deep, Land of Confusion και Tonight, Tonight, Tonight. Το παράδοξο του πράγματος είναι ότι κανένα εξ αυτών δεν κατόρθωσε να ανέβει ψηλότερα από τη… 14η θέση στο Ηνωμένο Βασίλειο!
Το ίδιο το Invisible Touch κυκλοφόρησε ως lead single σχεδόν είκοσι μέρες πριν από το ομώνυμο άλμπουμ, ενώ έγινε το πρώτο και τελευταίο no. 1 των Genesis στην Αμερική, επιτυχία που, όπως είδαμε, δεν σημείωσαν ποτέ εντός συνόρων! Το τραγούδι γεννήθηκε συμπτωματικά, από ένα riff που δοκίμασε ο Rutherford κατά τη διαμόρφωση του Domino, και συγκεκριμένα του δεύτερου part του κομματιού, The Last Domino, το οποίο ακούγεται στο B-side του single. Αμέσως ο Collins τραγούδησε το στίχο “She seems to have an invisible touch”, και όλα τα υπόλοιπα ακολούθησαν σχεδόν φυσιολογικά! Tο Invisible Touch είναι το αγαπημένο του Phil με τους Genesis, εκτιμώντας ότι δίνει το στίγμα ολόκληρου του δίσκου, ενώ οι στίχοι αναφέρονται στην πρώην γυναίκα του. Είναι αλήθεια ότι το στυλ του κομματιού βρίσκεται αρκετά κοντά στο Sussudio, που είχε ανοίξει το τρίτο προσωπικό του studio album, No Jacket Required, ένα χρόνο νωρίτερα, με τον ίδιο μάλιστα να αναγνωρίζει έμμεσες επιρροές από τους Prince και Sheila E.
- Tonight, Tonight, Tonight (08:53) – Invisible Touch (1986)
Ο δίσκος συνιστά την επιτομή της εξέλιξης του ήχου των Genesis στα ‘80s προς την pop διάσταση της rock, δίχως ωστόσο η μπάντα να λησμονεί τις καταβολές της, σε μια περίοδο κατά την οποία τα μέλη της επανέρχονταν μετά από ένα σύντομο, αλλά εξαιρετικά παραγωγικό, διάστημα στο οποίο είχαν επικεντρωθεί σε προσωπικά projects. Το εκπληκτικό No Jacket Required του Phil Collins ήταν οπωσδήποτε το σημείο αναφοράς, με πωλήσεις οι οποίες σήμερα υπερβαίνουν τα 25 εκ. αντίτυπα παγκοσμίως και το κατατάσσουν μεταξύ των best-selling albums όλων των εποχών! Ίσως κεφαλαιοποιώντας και μέρος αυτής της επιτυχίας, το Invisible Touch, που ούτως ή άλλως αποτελείται πραγματικά από τραγούδια «ένα κι ένα», έγινε ο πρώτος τρεις φορές πλατινένιος δίσκος των Βρετανών μέσα σε ένα χρόνο, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στις Η.Π.Α.. Στην πρώτη περίπτωση, μάλιστα, προσέθεσε άλλη μία πλατίνα έως το 1989, ενώ στη δεύτερη ακόμη τρεις μέχρι το 1996! Το Tonight, Tonight, Tonight είναι το δεύτερο τραγούδι του άλμπουμ, κρατώντας ψηλά τη σημαία του αυτοσχεδιασμού και των prog rock στοιχείων που εξακολούθησαν να βρίσκονται στη ραχοκοκαλιά του σχήματος, ανεξαρτήτως της εξέλιξης του ήχου τους σε βάθος χρόνου. Συγκαταλέγεται οπωσδήποτε στα πέντε αγαπημένα μας και κονταροχτυπιέται για την τριάδα του βάθρου με το -ομολογουμένως πολύ πιο σύνθετο- Domino.
Οι ατελεύτητοι πειραματισμοί του Banks, ο οποίος πάντοτε πίεζε τους άλλους δύο σε νέους δρόμους, έξω από τα μοτίβα επάνω στα οποία δοκίμαζαν πράγματα, κάνουν και εδώ την εμφάνισή τους. Η εκρηκτική ερμηνεία του Phil απογειώνει το τελικό αποτέλεσμα, ξεδιπλώνοντας όλα όσα έχει να προσφέρει το κομμάτι, ενώ, την ίδια στιγμή, τα εφέ του Rutherford και οι μουσικές φράσεις του στο παρασκήνιο συμβάλλουν αποφασιστικά στο ομιχλώδες, γεμάτο μυστήριο ηχητικό παραγόμενο. Ο πρώτος στίχος που σκέφτηκε ο Collins ήταν το “I’m coming down, coming down like a monkey”, ενώ σε συνδυασμό με τη φράση “It’s like a load on your back that you can’t see” λειτουργεί ως έμμεση αναφορά στο στίχο “But like a monkey on your back” του Man on the Corner, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στο Abacab. Αυτή τη φορά μάλιστα ο Phil συμπεριέλαβε και τη φράση “in too deep”, που είναι ακριβώς ο τίτλος του τρίτου και τελευταίου κομματιού των οποίων τους στίχους υπογράφει στο Invisible Touch. Το Tonight, Tonight, Tonight περιστρέφεται θεματικά γύρω από τους κινδύνους των εξαρτησιογόνων ουσιών, ενώ ως τέταρτο single κυκλοφόρησε εννιά μήνες μετά το δίσκο, σε μια έκδοση σχεδόν κατά τρεισήμισι λεπτά μικρότερη, σκαρφαλώνοντας στο no. 3 των αμερικανικών charts. Στη δεύτερη πλευρά συμπεριλαμβάνει το πρώτο μέρος του Domino, υπό το όνομα “In the Glow of the Night”.
- Land of Confusion (04:45) – Invisible Touch (1986)
Όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση του Genesis, η μουσική του άλμπουμ γεννήθηκε από κοινού από την τριάδα των Banks, Collins και Rutherford, μέσα σε πρόβες και δοκιμές στο στούντιο, ενώ στιχουργικά η ευθύνη διαμοιράστηκε. Το Land of Confusion είναι σήμερα ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα κομμάτια των Βρετανών, με τον Rutherford να αποφασίζει τότε να γράψει ένα τραγούδι-διαμαρτυρία εναντίον των επιλογών των «ισχυρών» του κόσμου αυτού και της τροχιάς του πολιτισμού μας. Κάπως έτσι προέκυψε η συνεργασία με το Spitting Image, το βρετανικό σατιρικό τηλεοπτικό κουκλοθέατρο, για τις ανάγκες του συνοδευτικού βίντεο. Σ’ αυτό παρελαύνουν ως καρικατούρες μια σειρά σύγχρονων και παλαιότερων πολιτικών ηγετών, μεταξύ των οποίων ο τότε Πρόεδρος των Η.Π.Α., Ronald Reagan, η τότε Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Margaret Thatcher, ο Leonid Brezhnev, τέως Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, και ο Benito Mussolini, ενώ εμφανίζονται επίσης άλλες διασημότητες, του καλλιτεχνικού χώρου και μη. Με το συγκεκριμένο βίντεο οι Genesis κατέκτησαν το μοναδικό Grammy της διαδρομής τους, ενώ στα MTV Awards ήταν προτεινόμενοι σε επτά κατηγορίες, εν τούτοις δεν βραβεύτηκαν σε καμία, «χάνοντας» στις έξι εξ αυτών από το βίντεο του Sledgehammer, του Peter Gabriel! Το single του Land of Confusion κυκλοφόρησε πέντε μήνες μετά το άλμπουμ και ανέβηκε στην τέταρτη θέση των charts της Αμερικής.
- Anything She Does (04:20) – Invisible Touch (1986)
Ανοίγει τη δεύτερη πλευρά και είναι το μοναδικό του δίσκου που δεν ερμήνευσαν ζωντανά οι Βρετανοί, καθώς είναι πιο απαιτητικό, όπως έχει παραδεχτεί ο Banks, ο οποίος υπογράφει και τους στίχους. Εμπνέεται από τη συνήθη πρακτική εκείνων των δεκαετιών, όταν σε τοίχους, ντουλάπια και συρτάρια τα αγόρια συνήθιζαν να καρφιτσώνουν ή να κρύβουν φωτογραφίες κοριτσιών από εφημερίδες και περιοδικά… τις οποίες δε θα γνώριζαν ποτέ! Η προσέγγιση έχει προφανώς χιουμοριστική διάθεση, ωστόσο κρύβει και μια ειλικρινή μελαγχολία. Σε επίπεδο σύνθεσης, ο Tony δανείστηκε ένα δείγμα που είχε… περισσέψει από το Paperlate, προκειμένου να αναπαράγει στα πλήκτρα του τον σχετικό ήχο των πνευστών των EWF Horns. Παρότι το Anything She Does ανήκει στη μειοψηφία των τραγουδιών του Invisible Touch, που δεν κυκλοφόρησαν ως single, το γεγονός δεν απέτρεψε τη μπάντα από την παρουσίαση ενός συνοδευτικού βίντεο, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο θρυλικός Benny Hill!
- Domino (10:45) – Invisible Touch (1986)
Ακολουθεί στο άλμπουμ αμέσως μετά το Anything She Does, συνεχίζοντας μ’ ένα δικό του τρόπο το μεγαλείο του Home by the Sea από το Genesis, στον prog rock ήχο της μπάντας κατά τη δεκαετία του ’80. Είναι οπωσδήποτε το πιο σύνθετο και εντυπωσιακό κομμάτι του Invisible Touch, ενώ ο Rutherford το θεωρεί μια από τις κορυφαίες στιγμές του σχήματος γενικότερα. Τους εξαιρετικούς στίχους υπογράφει και πάλι ο Banks, εμπνεόμενος από τον πόλεμο του Λιβάνου (1982) και τις απερίσκεπτες επιλογές των πολιτικών, οι οποίοι, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, δεν υπολογίζουν τις αλυσιδωτές αντιδράσεις και συνέπειες που προκαλούν οι ενέργειές τους. Ένα απολύτως δυσοίωνο και σκοτεινό τραγούδι, απερίγραπτο στις εναλλαγές του ρυθμού και τις διαστάσεις που λαμβάνει καθ’ όλη τη διάρκειά του, το οποίο διακρίνεται άτυπα σε δύο parts, παρότι στο δίσκο κυκλοφόρησε ενιαίο, σε αντίθεση με άλλες σουίτες, όπως ήδη διαπιστώσαμε. Το Domino είναι ένα από τα αριστουργήματα που παρέδωσαν οι Genesis στη μουσική, και οι ίδιοι το τίμησαν δεόντως, ερμηνεύοντάς το σε όλες τις περιοδείες τους έκτοτε.
- Throwing It All Away (03:51) – Invisible Touch (1986)
Είναι το προτελευταίο τραγούδι του άλμπουμ και γεννήθηκε από ένα riff του Rutherford, ο οποίος υπογράφει επίσης τους στίχους. Ο αρχικός ήχος ήταν σκληρότερος, ωστόσο αυτό άλλαξε όταν προστέθηκαν τα λόγια, προκειμένου να συμβαδίζει με το… αγαπησιάρικο concept! Πρόκειται για ό,τι πιο κοντινό σε rock μπαλάντα υπάρχει στη λίστα μας, από τη στιγμή που δεν συμπεριλαμβάνουμε το πραγματικά εξαιρετικό In Too Deep, που όμως θυμίζει και είναι κυρίως και κατ’ εξοχήν γόνος του Collins, παραπέμποντας σε μπαλάντες του προσωπικού ρεπερτορίου του και κινούμενο αισθητά μακριά από τους μουσικούς δρόμους των Genesis. Κυκλοφορώντας ως δεύτερο single του δίσκου, το Throwing It All Away ανέβηκε στην τέταρτη θέση των αμερικανικών charts, ενώ έκτοτε δεν έλειψε από καμία περιοδεία της μπάντας. Το συνοδευτικό βίντεο ξεκινά με τον Phil να κρατά μια κάμερα, απευθυνόμενος στους θεατές με το χαρακτηριστικό χιούμορ του, και προετοιμάζοντας για πολλές backstage εικόνες, οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Intermezzo. The Brazilian (05:04) – Invisible Touch (1986)
Το όγδοο και τελευταίο κομμάτι του δίσκου είναι αμιγώς ορχηστρικό και προτιμήθηκε έναντι του Do the Neurotic, που κυκλοφόρησε ως B-side της βρετανικής έκδοσης του single In Too Deep. Μάλιστα το Brazilian ήταν μεταξύ των υποψηφίων για Grammy στην κατηγορία Καλύτερης Pop Ορχηστρικής Εκτέλεσης, στην οποία εν τέλει επικράτησε το Top Gun Anthem της ομώνυμης ταινίας. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική ενδεικτική στιγμή του τρόπου με τον οποίο οι Βρετανοί δοκίμαζαν διάφορα εντός στούντιο στα δύο τελευταία άλμπουμ τους μέχρι τότε, κρατώντας τα κομμάτια που τους ενδιέφεραν και κάνοντας όμορφα πράγματα. Το συγκεκριμένο ξεκίνησε από μια πρωτοβουλία του Banks δίχως να ενημερώσει τους άλλους δύο, ενώ έπαιζαν παράλληλα, καθώς δημιούργησε μια λούπα, επάνω στην οποία προσέθεσαν νέους αυτοσχεδιασμούς στη συνέχεια. Το Brazilian είναι ακόμη μία περίπτωση των Genesis, κατά την οποία ο ακροατής καλείται απλώς να χαλαρώσει, απολαμβάνοντας τρεις κορυφαίους μουσικούς να παίζουν.
- No Son of Mine (06:41) – We Can’t Dance (1991)
Το 14ο -και δεύτερο διπλό μετά το Lamb Lies Down on Broadway– studio album της μπάντας έμελλε να είναι και το τελευταίο του Phil Collins σ’ αυτήν. Ήταν ήδη μια μικρή έκπληξη η επανένωση της τριάδας μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια, και ιδιαίτερα η επιστροφή του… κοντού της παρέας, ο οποίος, συνεχίζοντας με σπασμένα φρένα την εκπληκτική προσωπική διαδρομή του, είχε παρουσιάσει το εξαιρετικό …But Seriously το 1989. Η τελευταία συστηματική συνύπαρξή τους ήταν στο πλαίσιο του Invisible Touch Tour, το οποίο παρακολούθησαν περίπου 3,5 εκ. θεατές σε 112 συναυλίες παγκοσμίως(!), ενώ η περιοδεία είχε ολοκληρωθεί με τέσσερα sold out concerts στο τεράστιο Wembley Stadium, στο Λονδίνο (1-4/7/87)! Το μέγεθος των Genesis ήταν αδιανόητο!
Έχοντας μετρήσει τρεις δίσκους με τον Hugh Padgham ως producer και engineer, που είχε παραπλήσιο ρόλο και στα τέσσερα άλμπουμ του Collins έως εκείνη τη στιγμή, οι Βρετανοί επέλεξαν τον Nick Davis στην περίπτωση του We Can’t Dance, με τον οποίον οι Banks και Rutherford είχαν ήδη συνεργαστεί σε προσωπικές δουλειές τους. Το άλμπουμ εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της μπάντας παγκοσμίως, υπερβαίνοντας σε πωλήσεις τα 10 εκ. αντίτυπα, ενώ η διάδοση των CDs εξάλειψε κάθε προβληματισμό για τη διαχείριση του περιορισμένου χώρου των βινυλίων. Ως εκ τούτου η συνολική διάρκειά του υπερβαίνει τα 70 λεπτά. Ο δίσκος εξελίχθηκε στο πέμπτο διαδοχικό και τελευταίο no. 1 του συγκροτήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανεβαίνοντας στην κορυφή των charts για δύο εβδομάδες με απόσταση εννιά μηνών(!), ενώ στις Η.Π.Α. σκαρφάλωσε έως την τέταρτη θέση, μία κάτω από την κορυφαία επίδοσή του, αυτήν του Invisible Touch. Για τρίτη συνεχόμενη φορά οι Banks, Collins και Rutherford επέλεξαν να δημιουργήσουν από κοινού σε συνεδρίες, αντί να προετοιμάσουν κάτι μεμονωμένα και να το κομίσουν στους υπόλοιπους, όπως συνέβαινε επί δέκα χρόνια στην προ Genesis εποχή. Το We Can’t Dance, ωστόσο, έγινε το πρώτο άλμπουμ στην post-Peter Gabriel-era, στο οποίο ένα μέλος της μπάντας, και συγκεκριμένα ο Phil, υπογράφει τους στίχους περισσότερων από τα μισά τραγούδια (7/12).
Το No Son of Mine είναι το υπέροχο κομμάτι που ανοίγει το δίσκο, θίγοντας το κοινωνικό ζήτημα της κακοποίησης εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος, η οποία κάποια στιγμή συνυφαίνεται με την καθημερινότητα. Ο νεαρός της ιστορίας εγκαταλείπει το σπίτι προκειμένου να επιβιώσει· όταν όμως επαφίεται στο χρόνο, που υποτίθεται ότι γιατρεύει τις πληγές, αποφασίζοντας να επιστρέψει, η απόκριση του πατέρα περιλαμβάνει ένα ψυχρό βλέμμα και μία μόνο φράση: “You’re no son of mine”. Πρόκειται για μια από τις σπουδαίες στιγμές του Collins σε στιχουργικό επίπεδο με το συγκρότημα, και όχι μόνο, ακόμη κι αν η αρχική πρόθεσή του ήταν πολύ πιο πεζή, θέλοντας απλώς να επιμείνει στην πιασάρικη ατάκα και να χτίσει γύρω από αυτήν την ιστορία του, όχι να κάνει κοινωνικό σχόλιο. Η υψηλή τέχνη, ωστόσο, υπερβαίνει πάντοτε τον δημιουργό της. Ο μελαγχολικός χαρακτήρας του κομματιού εκτιμήθηκε δεόντως: το No Son of Mine κυκλοφόρησε ως lead single λίγες μέρες πριν από το δίσκο, ανεβαίνοντας στην έκτη θέση των βρετανικών charts και σημειώνοντας έτσι τη δεύτερη καλύτερη επίδοση της μπάντας μετά το Mama, ενώ στην Αμερική αναρριχήθηκε έως το no. 12. Σε ό,τι μας αφορά, είναι ίσως το τραγούδι που συμπληρώνει το top 5 των πλέον αγαπημένων μας από αυτή τη λίστα.
- Jesus He Knows Me (04:16) – We Can’t Dance (1991)
Το άλμπουμ σάρωσε σε όλο τον κόσμο, κατορθώνοντας να γίνει μέσα στον πρώτο χρόνο τέσσερεις φορές πλατινένιο στη Μεγάλη Βρετανία (συν ακόμη μία έως το 1997) και άλλες τρεις στις Η.Π.Α. (συν ακόμη μία έως το 1996). Ακόμη καλύτερα από το Νησί τα πήγε στη Γερμανία, στην οποία οι πέντε πλατίνες που συγκέντρωσε έως το 1994 αντιστοιχούν σε 2.5 εκ. αντίτυπα (ενώ στην Αγγλία σε 1,5 εκ.)! Το Jesus He Knows Me είναι το δεύτερο τραγούδι του δίσκου, και πάλι σε στίχους Collins, σατιρίζοντας με τον πλέον έντονο τρόπο το κίνημα των διαφόρων τηλεευαγγελιστών, που σάρωναν τα τηλεοπτικά κανάλια των Η.Π.Α. καθ’ όλη εκείνη την περίοδο, πλουτίζοντας εις βάρος των αφελών, και τους οποίους η μπάντα έβρισκε συνεχώς μπροστά κάθε φορά που περιόδευε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Όλοι οι επιτήδειοι βεβαίως ήταν μπλεγμένοι σε σκάνδαλα, οικονομικά ή σεξουαλικά. Πρόκειται για ένα απολαυστικό κομμάτι, με τον πιο γρήγορο ρυθμό από αυτά της λίστας μας, που γίνεται ακόμη καλύτερο βλέποντας το άκρως χιουμοριστικό βίντεο με το οποίο το συνοδεύουν οι Genesis. Ως τέταρτο single από τα έξι που παρουσιάστηκαν συνολικά, κυκλοφόρησε περίπου εννιά μήνες μετά το We Can’t Dance, έχοντας στη δεύτερη πλευρά το πολύ καλό Hearts On Fire.
- I Can’t Dance (04:01) – We Can’t Dance (1991)
Ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του δίσκου και είναι ουσιαστικά το τραγούδι που του χάρισε το όνομα. Με έναν έντονο blues rock χαρακτήρα, ο οποίος δε θύμιζε σε τίποτα όσα είχε δοκιμάσει η μπάντα έως τότε, το I Can’t Dance ήταν το δεικτικό σχόλιο των Βρετανών στα αυξανόμενα ανδρικά μοντέλα που προβάλλονταν κατά κόρον τότε σε διαφημίσεις blue jeans, αλλά κατά τα φαινόμενα το ενδιαφέρον γι’ αυτά εξαντλείτο στην εξωτερική εμφάνισή τους. Ο Collins υπογράφει τους στίχους και σ’ αυτήν την περίπτωση, ενώ το τραγούδι, που αρχικά φάνταζε ένας ευχάριστος αυτοσχεδιασμός και τίποτα περισσότερο, άρχισε να σχηματοποιείται όταν ο Banks προσέθεσε τα πρώτα εφέ με τα πλήκτρα του, επάνω στο riff του Rutherford. Δύο μήνες μετά το άλμπουμ, το τραγούδι κυκλοφόρησε ως δεύτερο single, έχοντας ως B-side το ενδιαφέρον On The Shoreline, ενώ τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην Αμερική ανέβηκε στην έβδομη θέση των charts, ισοφαρίζοντας την τρίτη καλύτερη επίδοση της μπάντας εντός συνόρων, του Follow You Follow Me (1978). Το συνοδευτικό βίντεο ενισχύει απόλυτα και με πολύ χιούμορ το σκωπτικό ύφος του κομματιού, σατιρίζοντας συνήθεις πρακτικές των ανωτέρω διαφημίσεων.
- Congo (04:51) – Calling All Stations (1997)
Από τις αρχές του 1996 οι Banks και Rutherford ξεκίνησαν να δημιουργούν νέο υλικό, το οποίο κάποια στιγμή θεώρησαν ότι τους επιτρέπει να προχωρήσουν σε ακόμη ένα άλμπουμ ως Genesis, παρά την αποχώρηση του Phil Collins. Στην πράξη αποδείχθηκε ότι τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά, ενώ ακόμη και η επιλογή των τραγουδιών που κόπηκαν, παραμένοντας ως B-sides, δεν ήταν η καλύτερη που θα μπορούσε να γίνει. Αντιθέτως, η προτίμηση του Ray Wilson τους δικαίωσε στην πραγματικότητα· ο Σκωτσέζος κατόρθωσε να ξεχωρίσει με το εντελώς διαφορετικό στυλ της φωνής του (βραχνή, πιο βαθιά, σκοτεινότερη), ακόμη και τον τρόπο με τον οποίο προσαρμόστηκε στα παλαιότερα τραγούδια του σχήματος. Μετά από πέντε συνεχόμενα άλμπουμ, το Calling All Stations δεν κατόρθωσε να ανέβει στην κορυφή των βρετανικών charts (no. 2), ενώ στις Η.Π.Α. καταβαραθρώθηκε, καθώς με την 54η θέση σημείωσε τη χειρότερη επίδοση των Genesis μετά την πρώτη φορά που συμπεριλήφθηκαν στα charts, το 1973, με το Selling England by the Pound (no. 70). Ως προς τις πωλήσεις, ο δίσκος έγινε απλώς χρυσός στην Αγγλία, κάτι που είχε να γίνει από το 1981 και το Abacab, ενώ στις Η.Π.Α. δεν έλαβε κάποια πιστοποίηση, το οποίο είχε να συμβεί από το μακρινό 1972 και το Foxtrot.
Η απουσία του Collins φάνηκε ιδιαίτερα σε δημιουργικό επίπεδο, ακόμη περισσότερο διότι ο Wilson περιορίστηκε κυρίως σε ρόλο ερμηνευτή, με εξαίρεση τρία από τα έντεκα κομμάτια, στα οποία λαμβάνει credits μαζί με τους άλλους δύο. Το Congo είναι το δεύτερο κομμάτι του άλμπουμ και διακρίνεται άτυπα σε δύο ύφη: ένα πιο ευχάριστο, που ξεχωρίζει για τα… αφροκαραϊβικά vibes του, και ένα πιο σκοτεινό και rock, πολύ κοντά σ’ αυτό που άκουσε ο Banks από τον Wilson στους Stiltskin και τον τοποθέτησε σε πρώτη προτεραιότητα για τη θέση του frontman στους Genesis. Δύο εβδομάδες μετά το release του άλμπουμ, το Congo παρουσιάστηκε ως lead single, σημειώνοντας ως τέτοιο τη χειρότερη επίδοση των Βρετανών στα εγχώρια charts (no. 29) από το Your Own Special Way (no. 43) του Wind & Wuthering (1977). Στην Αμερική μάλιστα δεν κατατάχθηκε καν, κάτι που είχε να συμβεί από το Entangled του A Trick of the Tail (1976).
Οι αριθμοί δίνουν μια εικόνα βεβαίως, αλλά δε λένε απαραίτητα όλη την αλήθεια, ειδικά όταν πρόκειται για μουσική. Αγαπάμε Ray Wilson, το Congo είναι ευχάριστο και αρκετά ξεσηκωτικό, γι’ αυτό και το ακούμε! Το συνοδευτικό βίντεο αφορά μια version κατά ένα λεπτό μικρότερη, όντας κάτι εντελώς έξω από τα νερά της μπάντας· κι αυτή τη φορά υπάρχουν πολλά νερά, κυριολεκτικά! Σκηνοθετεί ο εξαιρετικά πεπειραμένος Βρετανός Howard Greenhalgh, ο οποίος τότε μετρούσε ήδη συνεργασίες με σπουδαίους καλλιτέχνες όπως οι Elton John, George Michael, Sting, Meat Loaf, Bruce Dickinson και γκρουπ όπως οι Pet Shop Boys, A-ha, Orchestral Manoeuvres in the Dark και Soundgarden. Οι Genesis τον εμπιστεύθηκαν εν λευκώ και τουλάχιστον ο Banks ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα, ακόμη κι αν, όπως παραδέχτηκε, η εικόνα δεν είχε καμία σχέση με τους στίχους του Congo!
- The Dividing Line (07:45) – Calling All Stations (1997)
Είναι μακράν το πιο αδικημένο κομμάτι του δίσκου, καθώς αφενός δεν προωθήθηκε όσο έπρεπε μέσα από κάποιο single, αφετέρου… το πήρε η μπάλα μαζί με ολόκληρο το project, κάτι που καθιστά το Dividing Line ένα από τα πιο «ριγμένα» τραγούδια στην 30ετή δισκογραφική διαδρομή των Genesis γενικότερα. Έχει τον πιο σκληρό ήχο του Calling All Stations και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ήταν αρχική πρόθεση η τοποθέτησή του στο κλείσιμο, κορυφώνοντας μια ανάλογη κατεύθυνση του άλμπουμ. Εν τέλει, τοποθετήθηκε στο φινάλε της πρώτης πλευράς του LP, ενώ εμείς το συμπεριλαμβάνουμε με άνεση στο top 10 των αγαπημένων μας. Ο στίχος είναι πολύ συγκεκριμένος και σκληρός, καταγγέλλοντας τις ανισότητες εντός του ίδιου κοινωνικού ιστού και αναδεικνύοντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτών που ευπορούν και εκείνων που υποφέρουν λίγο παραδίπλα, ενώ απευθύνεται στους πρώτους, τουλάχιστον προς όσους έχει απομένει αρκετή συνείδηση ώστε να ξεβολεύονται όταν το ακούν ή το βλέπουν μπροστά τους. Η τραχιά δυναμική φωνή του Ray Wilson είναι ιδανική για το ύφος του τραγουδιού, οι Banks και Rutherford θυμίζουν παλιές εποχές, αλλά με έναν ανανεωμένο τρόπο, ενώ για τον Nir Zidkyahu στα drums θα τα πούμε αμέσως!
Το Dividing Line ήταν αναπόσπαστο μέρος του Calling All Stations Tour, στο οποίο, όπως σημειώθηκε εξ αρχής, ο Anthony Drennan αντικατέστησε τον Daryl Stuermer σε μπάσο και κιθάρα και ο Nir Zidkyahu τον Chester Thompson στα τύμπανα. Στις συναυλίες αυτές, λοιπόν, οι Genesis έπαιξαν μια extended version του τραγουδιού, που άγγιζε πλέον σε διάρκεια τα 11’30”(!), η οποία οφειλόταν σε δύο πράγματα: αφενός, ένα εκπληκτικό εκτεταμένο intro, κατά το οποίο οι Rutherford και Drennan «ανταγωνίζονταν» στην ηλεκτρική κιθάρα, απαντώντας ο ένας στον άλλο με εντυπωσιακό όσο και υπέροχα αρμονικό για τις ανάγκες του τραγουδιού τρόπο, σ’ ένα πραγματικά πολύ badass στιγμιότυπο. Αφετέρου, ένα συγκλονιστικό ρεσιτάλ του Nir στα drums, ο οποίος σε όλο το κομμάτι δίνει ρέστα, μέχρι τη στιγμή που το παίρνει επάνω του και για περισσότερο από δύο λεπτά, μετά το έβδομο, κάνει το καλύτερο solo που έχουμε δει ποτέ, με απίστευτο συναίσθημα αλλά και αισθητική. Το σημείο αναφοράς και στις δύο περιπτώσεις είναι η κορυφαία αίσθηση του μέτρου, ότι όλα συμβαίνουν μέσα στο τραγούδι, ανήκουν πραγματικά σ’ αυτό και δεν αποτελούν το προσωπικό show είτε του drummer είτε των guitarists. Χάρη στην τηλεοπτική κάλυψη της συναυλίας στο Katowice της Πολωνίας το 1998, μπορούμε να το ζούμε κι εμείς σα να συνέβη χθες. Γι’ αυτό, κατ’ εξαίρεσιν και έναντι του original studio ήχου, επιλέγουμε τη συγκεκριμένη εκτέλεση, ως την πλέον αντιπροσωπευτική του Dividing Line.
Πέρα από οτιδήποτε άλλο, οι Genesis αποτελούνταν πάντοτε από σπουδαίους δημιουργούς, από τις πρώτες μέρες στα τέλη της δεκαετίας του ’60 έως τα τέλη των ‘90s, ενώ υψηλότατου επιπέδου ήταν και οι μουσικοί που τους πλαισίωναν στις περιοδείες. Άπαντες αποδείκνυαν του λόγου το αληθές κάθε φορά που ερμήνευαν ζωντανά αρκετά από τα πιο περίπλοκα και απαιτητικά κομμάτια της μπάντας, ιδίως τα μεγαλύτερα σε διάρκεια, τα οποία ανέκαθεν χαρακτηρίζονταν από εκτεταμένα ορχηστρικά μέρη, που δοκίμαζαν τα όριά τους. Η συνοχή επί σκηνής ήταν εντυπωσιακή σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, και αξίζει πραγματικά να έχει κάποιος μια γενική εικόνα· ενδεικτικά, μέσα από τα παρακάτω βίντεο, συναυλιών των 1980, 1987 και 1992.