Ήταν 3 Ιουλίου 1971 όταν ο 27χρονος Jim Morrison εντοπίστηκε νεκρός από τη σύντροφό του, Pamela Courson, στη μπανιέρα του διαμερίσματος που διέμεναν στο Παρίσι κατά τους τελευταίους μήνες. Καθώς δεν διενεργήθηκε ποτέ αυτοψία, ο θάνατός του αποδόθηκε σε ανακοπή, παρότι οι καταχρήσεις σε αλκοόλ και ναρκωτικά ήταν συνυφασμένες με το όνομά του και δημιουργούσαν ουκ ολίγα προβλήματα στη σύντομη διαδρομή του συγκροτήματος. Η κοπέλα δεν άργησε να τον ακολουθήσει στον άλλο κόσμο, μόλις τρία χρόνια αργότερα και για αντίστοιχους λόγους, όντας κι εκείνη σε ηλικία 27 ετών. Οι Doors είχαν ξεκινήσει μόλις το 1967, προλαβαίνοντας να παρουσιάσουν έξι studio albums έως τότε, και ορισμένα τραγούδια που θα άφηναν εποχή. Ο Ray Manzarek στα… πάσης φύσεως πληκτροφόρα, ο Robby Krieger στην ηλεκτρική κιθάρα και ο John Densmore στα τύμπανα, συνυπογράφουν μαζί με τον Jim, ως The Doors, τα κομμάτια τεσσάρων εξ αυτών των projects. Αυτό που διαπιστώνεται ότι απουσιάζει είναι το μπάσο(!), για τις ανάγκες του οποίου, όταν δεν επιλαμβανόταν ο Manzarek στα πλήκτρα του, προσλαμβάνονταν εξωτερικοί μουσικοί τόσο για το studio, σε συγκεκριμένα κομμάτια, όσο βεβαίως για τα live.
Μετά τον χαμό του Morrison, οι τρεις εξακολούθησαν για δύο ακόμη χρόνια, παρουσιάζοντας ισάριθμους δίσκους, που όμως «δεν περπάτησαν», με συνέπεια τη διάλυση του σχήματος μέχρι το 1978, όταν και επανενώθηκαν για μια τελευταία δουλειά. Ο λόγος για το An American Prayer, το ένατο και τελευταίο άλμπουμ των Αμερικανών με original υλικό, στο οποίο ο Morrison διαβάζει στίχους του, που είχε ηχογραφήσει το 1969/70· πλέον, τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος έρχονταν να επενδύσουν μουσικά αυτήν την αφήγηση. Η εμπορική επιτυχία του συγκεκριμένου εγχειρήματος ήρθε πολλά χρόνια αργότερα, όταν, μετά την επανακυκλοφορία του σε CD το 1995, έγινε χρυσό εντός του επόμενου έτους και πλατινένιο το 2001 στις Η.Π.Α..
Στη σύντομη ζωή του ο Jim είχε πολλά μπλεξίματα με την Αστυνομία, τόσο ως rock star όσο και νωρίτερα, εκδηλώνοντας συχνά βίαιη συμπεριφορά σε κατάσταση μέθης, στην οποία βρισκόταν συστηματικά. Η εκκεντρική persona και το πρόωρο τέλος του, τον κατέστησαν πολύ σύντομα θρύλο του χώρου, αναδεικνύοντας έναν τρόπο-ορισμό του να ζει κάποιος στα άκρα. Κι αυτό από τη μία μπορεί να μεταφράζεται σε ένταση, από την άλλη όμως ερμηνεύεται ως εξάντληση των περιθωρίων της ζωής, προσεγγίζοντας τη διαχωριστική γραμμή που διακρίνει τους ζωντανούς από τους πεθαμένους. Βεβαίως ο Morrison δεν ήταν ούτε ο πρώτος και δεν θα ήταν ούτε ο τελευταίος, που όχι μόνο θα «έφευγε» νωρίς, αλλά θα έμπαινε και στο «μαύρο» club των 27. Το ίδιο ακριβώς, στο οποίο τα τελευταία δύο χρόνια είχαν συμπεριληφθεί ο ιδρυτής των Rolling Stones, ο πολυτάλαντος Brian Jones (1969), ο «τεράστιος» Jimi Hendrix και η σπουδαία Janis Joplin (1970), όλοι σε ηλικία 27 ετών.
Σε τέτοιες περιπτώσεις προκύπτουν πάντοτε ερωτήματα… Πώς «παντρεύεται» το εκφραστικό μεγαλείο ενός δημιουργού, σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης, με την ψυχική και πνευματική του ισορροπία, και πώς το ένα μπορεί να επηρεάζει το άλλο ώστε να παράγεται ένα μνημειώδες αποτέλεσμα. Πόσο αξίζει να θυσιάζεται το ένα για το άλλο, προκειμένου ο πολιτισμός μας να απολαμβάνει τους πλούσιους καρπούς της δημιουργικότητας εκείνων που οδηγούνται και οδηγούν προς τη φυσιολογική -αλλά όχι φυσική- εξόντωση του εαυτού τους· αν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο. Και η όποια ειδωλοποίηση μπορεί να ακολουθήσει από τους fans, τι ακριβώς αφορά; Την τέχνη του καλλιτέχνη, τον τρόπο ζωής ή την καταστροφή του;
Οι Doors γεννήθηκαν το 1965, μέσα από μια τυχαία συνάντηση του Morrison με τον Manzarek, παλαιών γνώριμων από το σχολείο. Το όνομα της μπάντας εμπνεύστηκε από τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του Άγγλου Aldous Huxley, The Doors of Perception (1954), δάνειο και αυτό από μια φράση του επίσης Άγγλου William Blake στο βιβλίο του, The Marriage of Heaven and Hell, την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα. Περίπου ένα μήνα αργότερα ενσωματώθηκε και ο Densmore, ενώ μέχρι το τέλος του ίδιου έτους τους πλαισίωσε και ο Krieger. Οι συνολικές πωλήσεις των Αμερικανών υπολογίζονται σε περισσότερα από 100 εκ. αντίτυπα παγκοσμίως, ενώ η μουσική τους κινείται μεταξύ έντονου ψυχεδελικού rock, καθώς επίσης blues, art, acid, ακόμη και funk rock. Εμείς ξεχωρίζουμε 15 -και κάτι- τραγούδια και τα τοποθετούμε με τρόπο που να ανταποκρίνεται στην playlist της φαντασίας μας!
Intro. The Crystal Ship (02:35) – The Doors (1967)
Το παρθενικό και ομότιτλο της μπάντας studio album αυτής εκτείνεται σ’ ένα ευρύ φάσμα της μουσικής που θα εξερευνούσε ακόμη περισσότερο στη συνέχεια. Έμελλε μάλιστα να είναι σε βάθος χρόνου το πλέον επιτυχημένο εμπορικά σε σχέση με όλους τους επόμενους δίσκους των Doors με πρωτότυπο υλικό, καθώς οι πωλήσεις του έως σήμερα υπερβαίνουν τα 13 εκ. σ’ όλον τον πλανήτη! Ανεξαρτήτως αυτού, θεωρείται μάλλον δικαίως το καλύτερο άλμπουμ των Αμερικανών και είναι αυτό από το οποίο έχουμε κρατήσει περισσότερα κομμάτια έναντι κάθε άλλου στο συγκεκριμένο αφιέρωμα. Αναρριχήθηκε έως τη δεύτερη θέση των εγχώριων charts, πίσω μόνο από το θρυλικό Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band των Beatles, ενώ στην πορεία 40 ετών και μέσα από αρκετές επανεκδόσεις έγινε τέσσερεις φορές πλατινένιο!
Το Crystal Ship είναι μια υπέροχη ψυχεδελική μπαλάντα, γραμμένη κατά κύριο λόγο από τον Morrison, οπωσδήποτε σε ό,τι αφορά τους στίχους. Ο τίτλος, και κατ’ επέκταση ολόκληρο το τραγούδι, προδιαθέτει έντονα για ένα ταξίδι με τη βοήθεια της crystal meth, δεδομένου και του… βεβαρυμμένου μητρώου του frontman. Εν τούτοις ο John Densmore έχει δηλώσει δεκαετίες αργότερα ότι ο bandmate του αναφερόταν απλώς στον χωρισμό με την τότε κοπέλα του, ως ένα αποχαιρετιστήριο love song. Ο βαρύτονος Jim πραγματοποιεί με το «καλημέρα» μια από τις κορυφαίες ερμηνείες της σύντομης καριέρας του, ταξιδεύοντας μεταξύ διαφορετικών εικόνων, νοημάτων και νοουμένων, συμπαρασύροντας μαζί του και εμάς, ενώ ο Manzarek μαγεύει στο πιάνο, σχηματοποιώντας αυτό το πλοίο και εγγυώμενος ότι, τουλάχιστον αυτή τη φορά, όλοι θα φτάσουν σώοι στον προορισμό τους.
- Peace Frog (02:50) – Morrison Hotel (1970)
Μετά το σχετικά «πειραματικό» Soft Parade, οι Doors επέστρεψαν σε πιο γνώριμα μονοπάτια μέσα από τον πέμπτο δίσκο τους, ισορροπώντας μεταξύ rock, R&B και ψυχεδελικών ήχων. Το Morrison Hotel δεν πήρε το όνομά του από τον Jim, αλλά από ομώνυμο ξενοδοχείο του Λος Άντζελες, στην υποδοχή του οποίου πρόλαβαν να τρυπώσουν την κατάλληλη στιγμή τα τέσσερα μέλη της μπάντας και να φωτογραφηθούν κρυφά για τις ανάγκες… του εξωφύλλου του άλμπουμ, καθώς ο υπάλληλος είχε απομακρυνθεί προς στιγμήν! Αλητεία! Επιπλέον, μπορεί το project να έμεινε γνωστό κυρίως υπό τον συγκεκριμένο τίτλο, ωστόσο στην αυθεντική έκδοση αυτός δεν αποτελεί παρά τον τίτλο της δεύτερης πλευράς του. Η πρώτη τιτλοφορείται Hard Rock Café, ενώ η σχετική φωτογραφία του οπισθοφύλλου απεικονίζει ακριβώς το πρώτο μαγαζί της πασίγνωστης πλέον αλυσίδας! Σε γενικές γραμμές και κρίνοντας σε ορίζοντα δεκαετιών, είναι αρκετά ασφαλές να ειπωθεί ότι οι πωλήσεις των Doors αποδείχθηκαν πολύ καλύτερες από τις επιδόσεις τους στα charts διαφόρων χωρών, ακόμη και των Η.Π.Α. όσον αφορά το An American Prayer. Το Morrison Hotel έφτασε στο no. 4 εντός συνόρων, όπου πιστοποιήθηκε άμεσα χρυσό και πλατινένιο εν τέλει το 2001, όπως και στη Γαλλία την ίδια χρονιά. Έγινε μάλιστα το δεύτερο συνεχόμενο και τελευταίο άλμπουμ επί ημερών Morrison, στο οποίο αποδίδονται credits ξεχωριστά στο εκάστοτε μέλος των Doors, και συγκεκριμένα στον ίδιο τον Jim και τον κιθαρίστα, Robby Krieger.
Το Peace Frog είναι ένα απολαυστικό funky rock, χώρο στον οποίο η μπάντα δεν είχε πει ακόμη την τελευταία της λέξη. Το εναρκτήριο riff που συνοδεύει το κομμάτι καθ’ όλη τη διάρκεια και ανήκει -όπως και η μουσική γενικότερα- στον Krieger, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει αποτελέσει μια πηγή έμπνευσης για το εμβληματικό riff του Kurt Cobain στο Smells Like Teen Spirit των Nirvana (1991). Το τραγούδι ηχογραφήθηκε πριν βρεθούν οι στίχοι, γι’ αυτό και ο Morrison ακολούθησε τους υπόλοιπους με overdubs αργότερα, όταν εντόπισε στα… τεφτέρια του ένα ποίημα που θα ταίριαζε. Σχεδόν όλοι οι στίχοι των κουπλέ αρχίζουν με τη λέξη “blood”, ενώ υπάρχουν αρκετές έμμεσες αναφορές σε προσωπικές περιπέτειες του Jim, η πιο πρόσφατη εκ των οποίων αφορά τη σύλληψή του επί σκηνής το 1967, στο New Haven του Connecticut: “Blood in the streets in the town of New Haven”· τότε, που περιέγραψε από μικροφώνου και με τον… δικό του τρόπο μια στιχομυθία που είχε στα παρασκήνια με αστυνομικό, όταν εκείνος τον «τσάκωσε» με μια κοπέλα στις ντουζιέρες! Άξιο αναφοράς, επίσης, το μικρό, αλλά «φευγάτο» σόλο του Krieger στη μέση του Peace Frog, που συμπεριλαμβάνεται με τη σειρά του στην πρώτη πλευρά του άλμπουμ, Hard Rock Café. Από αυτήν, που θεωρείται σε γενικές γραμμές η καλύτερη, έχουμε κρατήσει όλα όσα τραγούδια προτιμούμε από το συγκεκριμένο project.
- Light My Fire (07:08) – The Doors (1967)
Με το τραγούδι αυτό οι Doors έκαναν το δικό τους breakthrough στη μουσική. Στα ραδιόφωνα των Η.Π.Α. οι ακροατές το ζητούσαν επανειλημμένα· οι παραγωγοί αναγκάζονταν να παίζουν τη συγκεκριμένη version, καθώς το Light My Fire δεν είχε κυκλοφορήσει σε single. Αυτό τελικά συνέβη 3,5 και πλέον μήνες αργότερα, όταν παρουσιάστηκε μια version μικρότερη των τριών λεπτών, καθώς αφαιρέθηκε το εκτεταμένο ενδιάμεσο ορχηστρικό σκέλος, ενώ στη δεύτερη πλευρά του single βρέθηκε το προαναφερθέν, Crystal Ship. Το 1971 οι αναφορές έκαναν λόγο για περισσότερα από 920.000 πουλημένα αντίτυπα(!), ενώ η σχετική πιστοποίηση platinum δόθηκε εν τέλει μόλις το 2018, για ψηφιακές πωλήσεις πλέον. Το κομμάτι έγινε το πρώτο no. 1 των Αμερικανών, παραμένοντας στην κορυφή των εγχώριων charts επί τρεις διαδοχικές εβδομάδες, ενώ στο τέλος του έτους κυκλοφορίας κατατάχθηκε στην έκτη θέση των κορυφαίων τραγουδιών της χρονιάς στην Αμερική! Αντιθέτως, στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπήρξε η ανάλογη απήχηση στην εποχή του. Εν τούτοις, το Light My Fire κατόρθωσε να μπει στο top 10 (no. 7) μόλις το 1991, χάρη στην ομώνυμη της μπάντας ταινία του -ήδη τρις βραβευμένου με Όσκαρ- Oliver Stone, με τον Val Kilmer ως Jim Morrison και τον αγαπημένο Kyle MacLachlan ως Ray Manzarek. Εκείνη την περίοδο το Doors έγινε χρυσό στο Μεγάλο Νησί, ενώ μέχρι το 2004 πιστοποιήθηκε δύο φορές πλατινένιο και μία στη Γερμανία.
Ένα -κλασικό, πλέον- ψυχεδελικό rock κομμάτι, το Light My Fire γράφτηκε κατά κύριο λόγο από τον Krieger, εν τούτοις άπαντες συνέβαλαν στην πορεία. Ο κιθαρίστας των Doors παραδέχτηκε αργότερα ότι εμπνεύστηκε από το Hey Joe των Leaves (1965), ενώ την ίδια χρονιά του άρεσε και το Play With Fire των Rolling Stones, αποφασίζοντας να «παίξει» με τη φωτιά… αλλά αποφεύγοντας να καεί! Το εμβόλιμο ορχηστρικό part του τραγουδιού διαρκεί περίπου 4,5 λεπτά και διαιρείται σε δύο εκτενή σόλο, αρχικά του Manzarek στο όργανο και εν συνεχεία του Robby. Ο πρώτος περιέγραψε μεταγενέστερα πώς ο χαρακτήρας του Light My Fire τους επέτρεψε να jamάρουν όσο ήθελαν, βασισμένοι στις δύο επαναλαμβανόμενες συγχορδίες του συγκεκριμένου μέρους, μνημονεύοντας εν προκειμένω και ενδεικτικά το παράδειγμα του εμβληματικού jazz σαξοφωνίστα John Coltrane (1926-1967) στο My Favorite Things (1961), τον οποίο και μιμήθηκαν, ενώ συγκεκριμένα ο Ray δανείστηκε κάτι από Bach! Μετά την ηχογράφηση, ο παραγωγός των πρώτων πέντε άλμπουμ των Doors, Paul A. Rothchild, προσέλαβε τον μπασίστα Larry Knechtel, προκειμένου να κάνει τα σχετικά overdubs στη μπασογραμμή που έπαιζε ο Manzarek στα πλήκτρα, αναβαθμίζοντας το ρόλο του συγκεκριμένου οργάνου και υποστηρίζοντας καλύτερα το τραγούδι, που ολοκληρώνει την πρώτη πλευρά του δίσκου.
Ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν το Light My Fire είναι ότι η version του single είναι περίπου κατά 3,5% ταχύτερη από την αντίστοιχη του άλμπουμ, πράγμα που εκ του αποτελέσματος, καθώς δεν πρόκειται για διαφορετική ηχογράφηση, ανεβάζει την τονικότητα του κομματιού κατά ένα ημιτόνιο, σε Am πλέον. Ο Krieger έχει εξηγήσει δεκαετίες αργότερα πως αυτό οφείλεται σε πατέντα του Rothchild, ο οποίος τύλιξε μια ταινία γύρω από τη βελόνα του πικάπ, προκειμένου το reel να γυρίζει ταχύτερα, κάνοντας έτσι το τραγούδι ελάχιστα γρηγορότερο και πιο «λαμπερό». Στα live της μπάντας το Light My Fire ερμηνεύεται ούτως ή άλλως από τον συγκεκριμένο, υψηλότερο τόνο. Κάπως έτσι, όταν το 2007 κυκλοφόρησε το συλλεκτικό άλμπουμ The Very Best of the Doors με αφορμή την 40ή επέτειο του original release, παρουσιάστηκαν νέες, στερεοφωνικές πλέον, remastered και remixed versions των tracks, μεταξύ των οποίων και του συγκεκριμένου, όπου το pitch συμβαδίζει με το αντίστοιχο του single. Την επιμέλεια της συλλογής είχε ο Bruce Botnick, engineer των πέντε πρώτων studio albums των Αμερικανών και συμπαραγωγός των δύο επόμενων. Παρά ταύτα, όσοι έχουν αγαπήσει τη μεγάλη version του Light My Fire είναι πιθανότερο ότι έχουν ακούσει αυτήν που, έστω και μέσα από κάποιο άλλο remaster στην πορεία του χρόνου, υπάρχει στον αυθεντικό δίσκο. Εμείς παραθέτουμε και τις δύο, για τις απαραίτητες συγκρίσεις.
- Hello, I Love You (02:16) – Waiting for the Sun (1968)
Το τρίτο studio album των Doors δημιουργήθηκε σε πιο τεταμένες συνθήκες, καθώς ο εντεινόμενος εθισμός του Morrison στο αλκοόλ δυσκόλευε τη συνεργασία του με τους υπόλοιπους. Ξεπερνώντας τις δυσκολίες, που συμπεριλάμβαναν και τη δημιουργία υλικού κατάλληλου για ένα διαδοχικό νέο project, το Waiting for the Sun έμελλε να είναι ο πρώτος και τελευταίος no. 1 δίσκος του συγκροτήματος στην Αμερική, παραμένοντας στην κορυφή για τέσσερεις εβδομάδες συνολικά, ενώ έγινε άμεσα χρυσός και πλατινένιος το 1987. Με το ψυχεδελικό rock στον άξονα και αυτού του εγχειρήματος, παρότι επεκτάθηκε και σε άλλους χώρους ανά περίπτωση, το άλμπουμ ανοίγει με το δεύτερο και τελευταίο no. 1 τραγούδι της μπάντας εντός συνόρων (για δύο εβδομάδες). Το Hello, I Love You υπήρχε ήδη από το 1965, όταν για κάποιους μήνες οι Morrison, Manzarek και Densmore έπαιζαν μαζί σε clubs ως μέλη των Rick & the Ravens, προ του ερχομού του Krieger και της δημιουργίας των Doors. Κυκλοφόρησε ως το δεύτερο single του δίσκου, περίπου τρεις εβδομάδες πριν από αυτόν.
Ο Jim εμπνεύστηκε τους στίχους αντικρίζοντας μια -πολύ- νεαρή Αφροαμερικανή στην παραλία, γράφοντας πλέον όσα δεν τόλμησε να της πει. Ως προς τη μουσική, το σχήμα κατηγορήθηκε, κάθε άλλο παρά άδικα, γι’ αυτό που ένας fan των Kinks θα ονόμαζε στυγνή αντιγραφή του riff του -γρηγορότερου και πιο εκρηκτικού- All Day and All of the Night, που είχε κυκλοφορήσει το 1964, παρά τη μικρή παραλλαγή στην κατάληξή του. Οι πληροφορίες διίστανται, αν και κατά πόσο υπήρξε δικαστικός ή εξωδικαστικός συμβιβασμός, όπως δήλωσε δεκαετίες αργότερα ο leader των Kinks, Ray Davies, ωστόσο κατά τα φαινόμενα η υπόθεση δεν εξελίχθηκε «αναίμακτα» για τους Αμερικανούς. Ανεξαρτήτως αυτού, και έχοντας γίνει άμεσα χρυσό στις Η.Π.Α., το Hello, I Love You παραμένει σήμερα ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα τραγούδια του συγκροτήματος.
- Tightrope Ride (04:14) – Other Voices (1971)
Το έβδομο studio album των Doors κυκλοφόρησε μόλις τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Jim Morrison και έξι από τον προηγούμενο δίσκο. Manzarek, Krieger και Densmore δούλευαν ήδη επάνω στο συγκεκριμένο project και περίμεναν τον Jim να επιστρέψει από το Παρίσι προκειμένου να βοηθήσει στην ολοκλήρωσή του. Μετά τον χαμό του, οι τρεις αποφάσισαν να συνεχίσουν μόνοι, με τους Ray και Robby να μοιράζονται πλέον τα φωνητικά. Η απώλεια του Morrison, ωστόσο, αποδείχθηκε μοιραία για το μέλλον της μπάντας καθώς, λίγο-πολύ, ο εμβληματικός frontman ήταν αυτός που συγκέντρωνε όλα τα φώτα πάνω του, πέραν της απολύτως ουσιαστικής συνεισφοράς του στην παραγωγή νέων τραγουδιών, όταν ήταν σε θέση να το πράξει. Οι Αμερικανοί κυκλοφόρησαν ακόμη έναν δίσκο την επόμενη χρονιά, το Full Circle, και έκτοτε κάθε μέλος τράβηξε το δρόμο του, με εξαίρεση την επανένωσή τους για τις ανάγκες του «ιδιαίτερου» An American Prayer (1978), καθώς ούτε το πρώτο ούτε και το Other Voices κατόρθωσαν να πουλήσουν. Ακόμη και στα εγχώρια charts κατρακύλησαν, όχι απλώς βγαίνοντας για πρώτη φορά από το top 10 μετά τα πρώτα έξι projects, αλλά αγκομαχώντας να ανέβουν στο no. 31 στην πρώτη περίπτωση και στο no. 68 στη δεύτερη.
Παρά ταύτα, το Tightrope Ride είναι ένα τραγούδι που δεν αξίζει και δεν πρέπει να χαθεί μέσα στη γενικότερη απαξίωση και απογοήτευση της μετά-Morrison πραγματικότητας. Πρόκειται για ένα εκρηκτικό rock ‘n’ roll με ανάλογο στίχο, που φέρει την υπογραφή των Manzarek και Krieger και ολοκληρώνει την πρώτη πλευρά του Other Voices. Ερμηνεύει ο πραγματικά εξαιρετικός Ray, δείχνοντας προς στιγμήν ότι οι Doors μπορούν να προχωρήσουν και αλλιώς, ενώ το τελευταίο λεπτό είναι αφιερωμένο σ’ ένα απολαυστικό σόλο του Robby, οδηγώντας σε fade out. Στο μπάσο επιστρατεύεται ο Jack Conrad, που θα περιόδευε με το συγκρότημα αυτήν και την επόμενη χρονιά. Το κομμάτι κυκλοφόρησε ως lead single, ίσως μέσα στο επόμενο δίμηνο από το release του άλμπουμ, και είναι οπωσδήποτε το highlight ενός project, που δεν άφησε τον χρόνο να κυλήσει μετά την απώλεια του Jim. Ωστόσο ο άνεμος είχε πλέον αλλάξει, καθώς η edgy -σε καλλιτεχνικό, κοινωνικό και κάθε άλλο επίπεδο- προσωπικότητα του Morrison ήταν το αλατοπίπερο της μπάντας, η προσωποποίηση και η επιτομή όλης αυτής της ψυχεδέλειας και αντισυμβατικότητας που εξέφραζαν οι Doors.
- You Make Me Real (02:53) – Morrison Hotel (1970)
Παρουσιάστηκε ως το μοναδικό single του δίσκου, κατά τον μήνα κυκλοφορίας αυτού, ωστόσο το τραγούδι της δεύτερης πλευράς έμελλε να έχει μεγαλύτερη απήχηση τότε και αντοχή στο χρόνο μέχρι σήμερα. Εν τούτοις, το You Make Me Real δεν παύει να είναι ένα από τα εκρηκτικότερα tracks των Doors επί ημερών Jim Morrison, στον οποίο και αποδίδονται τα σχετικά credits για τη δημιουργία του. Ο ίδιος γράφει αναφερόμενος στη σύντροφό του, Pamela Courson, απευθύνοντας ένα… ιδιαίτερο ερωτικό κάλεσμα, ενώ πραγματοποιεί μια από τις καλύτερες και πιο hard rock ερμηνείες του, σ’ ένα κομμάτι που κυμαίνεται κάπου μεταξύ blues rock και rock ‘n’ roll· αν βεβαίως έχουν κάποια σημασία τέτοιου είδους διακρίσεις σε μια μουσική που ξεσηκώνει, συμπαρασύρει και δεν προσφέρεται για λεπτολογικές αναλύσεις. Η πρωτόλεια σύνθεση υπήρχε από το 1966 και ακουγόταν ήδη στα live των τεσσάρων… Doors εκείνες τις μέρες. Στο μπάσο πλέον, όπως και στο σύνολο του Morrison Hotel, βρίσκεται ο Ray Neopolitan. Το tack piano του Manzarek δείχνει προς στιγμήν να τοποθετηθεί το σκηνικό σε κάποιο saloon της Άγριας Δύσης, πριν ακολουθήσει ο aggressive Krieger στην ηλεκτρική, για να τους πλαισιώσει τελικά ένας… εκστασιασμένος badass Morrison! Το You Make Me Real δεν το… διαπραγματεύεται ιδιαίτερα και δεν διεκδικεί κάποιες δάφνες ποιότητας· απλώς, επιβάλλεται!
- Touch Me (03:12) – The Soft Parade (1969)
Το τέταρτο studio album των Αμερικανών αποδείχθηκε αυτό με τις χαμηλότερες πωλήσεις παγκοσμίως σε σχέση με τα υπόλοιπα πέντε επί ημερών Morrison, τα προσωπικά θέματα του οποίου με το αλκοόλ, και όχι μόνο, άρχιζαν να αυξάνονται επικίνδυνα, με τον ίδιο να σκέφτεται προς στιγμήν ακόμη και την αποχώρησή του από τη μπάντα. Κάπως έτσι τα καθήκοντα του Robby Krieger σε δημιουργικό επίπεδο αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο. Καθώς για πρώτη φορά αποδίδονται ξεχωριστά credits και όχι στους Doors συνολικά, ο κιθαρίστας υπογράφει τα μισά τραγούδια του δίσκου, τα υπόλοιπα ο Jim και ένα από κοινού. Κάπως έτσι διαπιστώνεται ότι το «άνοιγμα» του Soft Parade σε πιο art rock και experimental μονοπάτια αφορά κυρίως τα κομμάτια του Krieger, κατεύθυνση που υποστήριζε ο Rothchild και προς την οποία οι Manzarek και Densmore ήταν δεκτικοί, αλλά δεν… συγκινούσε ιδιαίτερα τον Morrison. Για πρώτη φορά επιστρατεύτηκαν περισσότεροι από τρεις επιπλέον μουσικοί, προστέθηκαν parts με σαξόφωνο, τρομπόνι, κόρνο, μαντολίνο και ορχηστρικά μέρη που επιμελήθηκε ο Paul Harris· όλα αυτά, αποκλειστικά για τα τραγούδια του Krieger. Το Soft Parade έγινε το πρώτο άλμπουμ των Doors που έμεινε εκτός top 5 εντός συνόρων (no. 6), παρότι έγινε άμεσα χρυσό και πλατινένιο το 1987. Επιπλέον, στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν κατόρθωσε έστω να καταγραφεί(!), μολονότι ο προκάτοχός του είχε ανέβει στο no. 16.
Το Touch Me φέρει την υπογραφή του Krieger, ενώ ως lead single είχε κυκλοφορήσει ήδη επτά μήνες νωρίτερα. Αποδείχθηκε μάλιστα ένα από τα μεγαλύτερα hits των Doors, ανεβαίνοντας στην τρίτη θέση των charts, το τελευταίο τραγούδι τους στο top 10 των Η.Π.Α., και έγινε άμεσα χρυσό. Μουσικά, πρόκειται ίσως για το πιο πλουραλιστικό κομμάτι της λίστας μας και ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα του συγκροτήματος γενικότερα, παντρεύοντας με μοναδικό τρόπο soul, rock χαρακτηριστικά αλλά και jazzy στοιχεία της αμερικανικής traditional pop. Ο Robby παραδέχτηκε αργότερα ότι δανείστηκε το riff του από το C’mon Marianne, που είχαν ερμηνεύσει οι Four Seasons την προηγούμενη χρονιά (1967) σε σύνθεση των L. Russell Brown και Raymond Bloodworth. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι και το κουπλέ του Krieger, που επαναλαμβάνεται μια δεύτερη φορά, αρχίζει με την… ψαγμένη φράση “Come on, come on, come on, come on / Now touch me, babe”!
Στο μπάσο, όπως και σε ακόμη πέντε tracks του Soft Parade, βρίσκεται ο Harvey Brooks, που είχε ήδη προλάβει να συνεργαστεί με τον «τεράστιο» Bob Dylan στο εμβληματικό album Highway 61 Revisited (1965). Στον αξεπέραστο Αμερικανό δημιουργό έχουμε αναφερθεί εκτενώς κατά το παρελθόν. Την παράσταση στην περίπτωση του Touch Me κλέβει καθ’ όλη τη διάρκεια ο Curtis Amy στο σαξόφωνο, προσφέροντας ένα ξεσηκωτικό σόλο στο τελευταίο μέρος, ενώ είναι εξαιρετική η ενορχήστρωση του Harris για τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λος Άντζελες, που προσδίδει κάτι μεγαλειώδες. Οι όμορφες πινελιές του Manzarek στην τσελέστα μόνο απαρατήρητες δεν περνούν, ενώ ο Morrison ερμηνεύει άψογα, με αέρα και στυλ καλλιτεχνών μιας άλλης μουσικής ταυτότητας.
- Love Her Madly (03:20) – L.A. Woman (1971)
Το έκτο studio album των Doors παρουσιάστηκε μόλις δύομισι μήνες πριν από τον θάνατο του Morrison. Η τελευταία συναυλία της μπάντας με τον ίδιο έμελλε να είναι αυτή στο Warehouse της Νέας Ορλεάνης στις 12/12/1970, όταν ο Jim, πασχίζοντας καθ’ όλη τη διάρκεια, εξαιτίας της μέθης, να σταθεί όρθιος και ξεχνώντας τα λόγια του Light My Fire, εν τέλει «το έχασε» εντελώς, συντρίβοντας το μικρόφωνό του on stage και αποχωρώντας. Τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος συμφώνησαν ότι οι εναπομείνασες συναυλίες ακυρώνονται και θα επικεντρωθούν πλέον στο L.A. Woman. Στα πρώτα κιόλας sessions ο παραγωγός Paul Rothchild τους εγκατέλειψε, εκτιμώντας ότι οι επιδόσεις τους δεν ανταποκρίνονται στα standards που ήθελε και ήξερε ότι μπορούν. Θεωρούσε ότι, παρότι υπήρχαν τρεις songwriters στην μπάντα, αργούσαν υπερβολικά στην παραγωγή νέου υλικού, ενώ η συστηματική παρουσία του Morrison στο studio γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη. Γι’ αυτό και ως producers εμφανίζονται πλέον οι ίδιοι οι Doors μαζί με τον Bruce Botnick, πάγιο engineer των άλμπουμ έως εκείνη τη στιγμή. Ο δίσκος διακρίνεται για τον έντονα bluesy προσανατολισμό του, ενώ τα credits των τραγουδιών αποδίδονται και πάλι στο συγκρότημα συνολικά, όπως είχε συμβεί τις πρώτες τρεις φορές.
Το L.A. Woman μπήκε στο αμερικανικό top 10 όπως και όλοι οι προκάτοχοί του (no. 9), αλλά κανένα από τα τρία επόμενα. Η αισθητική του σε συνδυασμό με το ότι πρόκειται για το τελευταίο άλμπουμ των Doors με τον Morrison εν ζωή, το ανέδειξαν ως αυτό με τις περισσότερες πωλήσεις μετά το παρθενικό τους. Έγινε άμεσα χρυσό στις Η.Π.Α., δύο φορές πλατινένιο έως το 1987 και ακόμη μία το 2021, ενώ στη Γαλλία, όπου άφησε την τελευταία του πνοή ο Jim, πιστοποιήθηκε δις platinum έως το 1993. Τον προηγούμενο μήνα κυκλοφορίας του άλμπουμ παρουσιάστηκε το Love Her Madly ως lead single, μικρότερο σε διάρκεια από την επακόλουθη version, που οριακά δεν κατόρθωσε να μπει στο εγχώριο top 10 (no. 11). Στο μπάσο, όπως και σε ολόκληρο το L.A. Woman, έχει επιστρατευτεί ο Jerry Scheff, γνωστός εκείνα τα χρόνια από τη συνεργασία του με τον ασυναγώνιστο Elvis Presley. Το κομμάτι έχει γραφτεί από τον Robby Krieger και αφορά τα συναισθηματικά… μπλεξίματά του με την τότε κοπέλα και μετέπειτα σύζυγό του, Lynn. Είναι ένα «πιασάρικο» blues rock, το οποίο, από άποψη αισθητικής, θα μπορούσε να έχει γεννηθεί στα sessions για κάποιο από τα προηγούμενα projects, παρότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο· τούτο δε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον αρκετά ακουστικό ήχο του τραγουδιού, καθώς ο Krieger παίζει τόσο ηλεκτρική όσο και ακουστική κιθάρα, ενώ ο Ray Manzarek αξιοποιεί το tack piano όπως και στο Morrison Hotel.
- Love Street (02:52) – Waiting for the Sun (1968)
Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως B-side του no. 1 single Hello, I Love You και είναι αυτό που το διαδέχεται στο άλμπουμ. Οι στίχοι του Love Street ανήκουν στον Morrison και αναφέρονται στη σύντροφό του, Pamela, κάτι που θα ξανασυνέβαινε. Το τραγούδι είναι ένα ιδιαίτερα όμορφο baroque pop, που ανταποκρίνεται σ’ έναν χώρο τον οποίο εξερευνούσαν αρκετές μπάντες εκείνο το διάστημα, με κορυφαία βεβαίως την περίπτωση των Beatles. Ο ίδιος ο Jim είχε δηλώσει ότι το προτιμούσε ως A-side, ενώ ο «τεράστιος» David Bowie το αναγνώρισε εν έτει 1979 ως ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια γενικότερα! Η ερμηνεία του Morrison συνοψίζει όλα όσα στερήθηκε η μουσική από τον πρόωρο χαμό του. Ο δε Manzarek συνοδεύει στο πιάνο με υποδειγματική ευαισθησία, ενώ σε συνδυασμό με τις «διακριτικές» κιθάρες του Krieger και τα τύμπανα του Densmore, οι τέσσερεις Doors ακούγονται εν προκειμένω σαν ένας!
- People Are Strange (02:12) – Strange Days (1967)
Το δεύτερο studio album των Doors κυκλοφόρησε περίπου 8,5 μήνες μετά το ντεμπούτο τους, θέλοντας να κεφαλαιοποιήσει την επιτυχία του προηγούμενου και βεβαίως του single Light My Fire. Συνεπώς η ψυχεδέλεια διατηρείται ως βασικό συστατικό στοιχείο των rock συνθέσεων του Strange Days, το υλικό του οποίου άλλωστε προϋπήρχε ως έναν βαθμό ήδη πριν από την πρώτη δισκογραφική δουλειά τους. Ο δίσκος σκαρφάλωσε στην τρίτη θέση των αμερικανικών charts, ωστόσο η επιτυχία του «υπονομεύτηκε» από την τεράστια απήχηση του ίδιου του Doors, που παρέμεινε στις σχετικές λίστες επί 121 συνεχόμενες εβδομάδες! Παρά ταύτα, το άτυπο… sequel έγινε άμεσα χρυσό στις Η.Π.Α. και εν τέλει πλατινένιο το 2001, μολονότι στα ξένα charts παρέμεινε αχαρτογράφητο σχεδόν οπουδήποτε, της Μεγάλης Βρετανίας συμπεριλαμβανομένης.
Το απολαυστικό People Are Strange κυκλοφόρησε ως lead single τον ίδιο μήνα με το άλμπουμ, ανεβαίνοντας στο no. 12 των εγχώριων charts. Ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του Strange Days, όντας ένα smooth ψυχεδελικό rock κομμάτι, γραμμένο κυρίως από τους Morrison και Krieger, ενώ στο μπάσο, όπως και σε ακόμη έξι από τα δέκα τραγούδια του Strange Days, βρίσκεται ο Doug Lubahn. Ο Jim εμπνεύστηκε τους στίχους μετά από έναν περίπατο με τον Robby και τον John Densmore στο γειτονικό τους Laurel Canyon, στο Λος Άντζελες. Πρόκειται για ακόμη μία περίπτωση που αποτυπώνει τον ευρύ χώρο στον οποίο είχε τη δυνατότητα να κινείται η μπάντα και τα πράγματα για τα οποία ήταν ικανή σε βάθος χρόνου, αν η ιστορία δεν έπρεπε τη γνωστή τροπή.
- Wishful Sinful (02:58) – The Soft Parade (1969)
Είναι ακόμη ένα σημαντικό τραγούδι του Robby Krieger, η συνεισφορά του οποίου σε δημιουργικό επίπεδο ήταν καταλυτικής σημασίας, πραγματικά σπουδαία στη σύντομη διαδρομή των Doors. Το Wishful Sinful έγινε το δεύτερο single του Soft Parade, κυκλοφορώντας τέσσερεις μήνες πριν από το άλμπουμ. Πρόκειται για ένα ατμοσφαιρικό baroque pop, το οποίο επενδύουν υπέροχα τα ορχηστρικά parts που έχει επιμεληθεί ο Paul Harris για τα έγχορδα -και όχι μόνο- της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λος Άντζελες, ενώ το κάτι παραπάνω χαρίζει το όμορφο αγγλικό κόρνο του Champ Webb και ιδιαίτερες «πινελιές» το τρομπόνι του George Bohanon. Μπάσο, όπως σε δύο ακόμη τραγούδια του δίσκου, παίζει και πάλι ο Doug Lubahn. Η νηφαλιότητα της ερμηνείας του βαρύτονου Jim Morrison έρχεται σε πλήρη αντίθεση -και όχι για πρώτη φορά- με την εκρηκτική φυσιογνωμία του, φαντάζοντας αδιανόητο ότι ένας άνθρωπος που τραγουδά έτσι, οδηγείται την ίδια στιγμή με γρήγορους βηματισμούς έως άλματα προς το τέλος της ζωής του. Σχολιάζοντας μισό και πλέον αιώνα αργότερα, είναι πραγματικά λυπηρό.
- Waiting for the Sun (04:00) – Morrison Hotel (1970)
Το δημιούργημα του Morrison θα μπορούσε να είναι το ομότιτλο τραγούδι του τρίτου δίσκου των Αμερικανών rockers, αλλά οι αντισυμβατικοί Doors δεν μπορούσαν να περιοριστούν σε τέτοιες λεπτομέρειες! Κάπως έτσι το Waiting for the Sun παρουσιάστηκε δύο άλμπουμ αργότερα, καθώς προηγουμένως η μπάντα θεωρούσε ότι δεν είναι ακόμη έτοιμο. Αυτό το δυναμικό ψυχεδελικό rock μοιάζει κάποια στιγμή να διαστρέφει το νόημα της αναμονής του ήλιου, κι από μια εικόνα ανοιξιάτικης ευφορίας, όπως σχεδόν θα προϋπέθετε μια κυριολεκτική ερμηνεία, να δημιουργεί ένα σχεδόν απειλητικό τοπίο. Ή απλώς ο Jim αρχίζει να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στο σκοτάδι των εξαρτήσεων, από το οποίο δεν θα καταφέρει ποτέ να ξεφύγει, ώστε οι στίχοι του να δύνανται να ερμηνευτούν μόνο μεταφορικά, όπου, σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, οποιοδήποτε φως δεν θα μπορούσε παρά να είναι εχθρός: “Waiting for you to tell me what went wrong / This is the strangest life I’ve ever known…Can’t you feel it / Now that spring has come / That it’s time to live in the scattered sun”. Στο synthesizer συμμετέχει εκτάκτως ο Paul Beaver, που θα πέθαινε πέντε χρόνια αργότερα από ανεύρυσμα εγκεφάλου σε ηλικία μόλις 49 ετών. Το Waiting for the Sun είναι θεωρητικά ένα από τα outsiders του αφιερώματός μας, ωστόσο για εμάς δεν υπήρχε ποτέ αμφιβολία.
- Break On Through (To the Other Side) [02:29] – The Doors (1967)
Είναι το τραγούδι με το οποίο οι Doors συστήνονται επίσημα στη μουσική, καθώς κυκλοφορεί ως lead single λίγες μέρες προ του παρθενικού δίσκου τους, τον οποίο και ανοίγει. Το riff που παίζει ο Krieger θυμίζει έντονα την εισαγωγή του εμβληματικού Ray Charles στο What’d I Say (1959), ενώ η γκρούβα του Densmore στα τύμπανα σε ρυθμό bossa nova και η μετέπειτα μπασογραμμή του Manzarek -κατά πάσα πιθανότητα στα πλήκτρα- παραπέμπουν αμφότερα ως ένα βαθμό στο One Two Brown Eyes των Them (1965). Το Break On Through (To the Other Side) συνδυάζει ψυχεδελικά και hard rock χαρακτηριστικά, συνιστώντας ένα ιδιαίτερα επιθετικό μπάσιμο της μπάντας στη βιομηχανία· και παρότι η εμπορική απήχησή του δεν ήταν η αναμενόμενη, υπήρξε ένα από τα standards στα live των Αμερικανών. Αξιοσημείωτο το γεγονός ότι είναι το μοναδικό τους single που πιστοποιήθηκε χρυσό στη Γερμανία, το 1994, για πωλήσεις τουλάχιστον 250.000 αντιτύπων.
- Roadhouse Blues (04:04) – Morrison Hotel (1970)
Αν οι Doors ήθελαν να αφήσουν πίσω τους το πιο… artistic Soft Parade, τότε το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν πράγματι ιδανικό προκειμένου να ανοίξει το Morrison Hotel. Το Roadhouse Blues βρέθηκε στη δεύτερη πλευρά του single You Make Me Real, ωστόσο είχε μεγαλύτερη επιτυχία τότε και αποδείχθηκε πράγματι πολύ πιο διαχρονικό. Πρόκειται για ένα κλασικό, εκρηκτικό blues rock, που ακούγεται σαν την… προσωπική εκδίκηση του Morrison μετά την προηγούμενη στροφή της μπάντας, καθώς τώρα… ξεσαλώνει(!): “Yeah, the back of the Roadhouse they got some bungalows / And that’s for the people who like to go down slow…Let it roll, baby, roll”! Οι στίχοι ανήκουν στον Jim, ενώ η μουσική υπογράφεται από τους Doors συνολικά.
Στο μπάσο βρίσκεται ο Lonnie Mack, όπως και σε ακόμη ένα τραγούδι του δίσκου, ενώ ξεχωρίζει στη φυσαρμόνικα ο John Sebastian, leader του folk rock συγκροτήματος, The Lovin’ Spoonful (1964-1968), την ίδια στιγμή που ο Robby Krieger και ο Ray Manzarek δίνουν… πόνο στην ηλεκτρική και το tack piano, αντίστοιχα. Ο σπουδαίος Alice Cooper αποκάλυψε αρκετές δεκαετίες αργότερα ότι ο στίχος της τρίτης στροφής, “Well, I woke up this morning and I got myself a beer” προέκυψε στην πραγματικότητα… από τον ίδιο: Χαλαρώνοντας… πίνοντας παρέα με τον Morrison και τους υπόλοιπους, περιέγραψε το πρωινό του ξύπνημα. Ο Jim σημείωσε επιτόπου τη φράση σ’ ένα χαρτί και κάποιες στιγμές αργότερα ο Cooper τον άκουγε να το ηχογραφεί στο στούντιο! Από τις πρόβες για το άλμπουμ, μια ενδιαφέρουσα ηχογράφηση με τον Manzarek στα φωνητικά παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2019, μεταξύ των bonus tracks της επετειακής έκδοσης του Soft Parade: 50th Anniversary Edition, την οποία επίσης παραθέτουμε.
- Love Me Two Times (03:16) – Strange Days (1967)
Παρότι υπογράφεται από τους Doors, πρόκειται για ακόμη ένα τραγούδι του Krieger, που ξεχωρίζει για την ποιότητά του· ένα κλιμακούμενο, δυναμικό blues rock, το οποίο δανείζεται και baroque στοιχεία, κάτι που εν πολλοίς οφείλεται στο τσέμπαλο του Manzarek, ο οποίος το προτιμά έναντι του πιάνο, κάνοντας ένα σόλο που κεντρίζει το ενδιαφέρον στο μέσο του κομματιού. Ο Morrison τραγουδά παθιασμένα… σαν να απευθύνεται στη δική του κοπέλα, ο Robby παραμένει εγγύηση στην κιθάρα, ενώ στο μπάσο βρίσκεται και πάλι o Doug Lubahn. Μια μικρότερη έκδοση του Love Me Two Times κυκλοφόρησε δύο μήνες αργότερα, ως το δεύτερο single του Strange Days, όντας γενικότερα μια από τις πλέον αξιόλογες στιγμές του δίσκου.
Hidden Track. Back Door Man (03:34) – The Doors (1967)
Πρόκειται για μία από τις δύο διασκευές που συμπεριλαμβάνονται στο παρθενικό άλμπουμ της μπάντας. Το τραγούδι έχει γραφτεί από τον Willie Dixon και η πρώτη εκτέλεση είναι του Howlin’ Wolf (1961). Ο Krieger το έφερε εις γνώση των υπολοίπων μέσα από το πρώτο cover, που έγινε από τον John Hammond τρία χρόνια αργότερα. Άπαντες παρακινήθηκαν από την ερωτική θεματολογία του κομματιού, που, σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να σκεφτεί ένας διεστραμμένος νους σήμερα, αναφέρεται στον άντρα ο οποίος, ελληνιστί, το έχει δίπορτο, μιλώντας μάλιστα σε πρώτο πρόσωπο. Οι Doors παίρνουν αυτό το τραγούδι και πραγματικά το απογειώνουν, μετατρέποντάς το σ’ ένα «άγριο» blues rock, που τελικά κυριαρχεί όταν ο Morrison ουρλιάζει επανειλημμένα “I’m a back door man”. Ο Jim πειράζει ορισμένους στίχους σε σχέση με το original, παραλείπει κάποιους άλλους και προστίθεται μια επιπλέον συγχορδία, ενώ η γκρούβα που επενδύει το Back Door Man γίνεται απολύτως εθιστική, ιδίως από τη στιγμή που μπαίνει και ο Manzarek με το όργανο στο πλευρό του Krieger, ο οποίος παίζει και μπάσο στην προκειμένη περίπτωση.
- Riders on the Storm (07:15) – L.A. Woman (1971)
Είναι η τελευταία ηχογράφηση του Jim Morrison, για το καταληκτικό τραγούδι του έκτου δίσκου των Doors. Δύο μήνες μετά το release του L.A. Woman, κυκλοφόρησε και ως το δεύτερο single αυτού. Το Riders on the Storm θα αποδεικνυόταν το πλέον διαχρονικό τραγούδι των Αμερικανών, ξεπερνώντας ακόμη και τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, όπως το Light My Fire. Είναι σχεδόν απίθανο να μην έχει ακούσει κάποιος σήμερα αυτήν την απόκοσμη, ψυχεδελική rock μπαλάντα, κάπου μεταξύ αστραπόβροντων και μιας καταιγίδας που μαίνεται καθ’ όλη τη διάρκειά της. Ορισμένοι στίχοι του Jim αναφέρονται στη σύντροφό του, Pamela Courson, σύμφωνα με τον Manzarek, ενώ άλλοι εμπνέονται από την περίπτωση του κατά συρροή δολοφόνου Billy Cook, ο οποίος σκότωσε έξι άτομα, συμπεριλαμβανομένης μιας πενταμελούς οικογένειας, πριν εκτελεστεί σε φυλακή της Καλιφόρνιας το 1952, σε θάλαμο αερίων, και ηλικία μόλις 23 ετών! Μια αποτρόπαια ιστορία, που την αμέσως επόμενη χρονιά έγινε και ταινία, The Hitch-Hiker, σε σκηνοθεσία της Ida Lupino. Η μουσική του τραγουδιού είναι μαγευτική, προϊόν συλλογικής προσπάθειας· το πιάνο του Ray ακούγεται σαν τις στάλες της βροχής, ενώ το τρέμολο της κιθάρας του Krieger σχεδόν ψιθυρίζει όσα έχει να πει σ’ αυτό το υπέροχο επτάλεπτο. Τα προσεγμένα τύμπανα του John Densmore εγγυώνται ότι ο μυσταγωγικός χαρακτήρας του Riders on the Storm παραμένει συγκεκριμένος εντός των ορίων της ελευθερίας των bandmates του, ενώ το εξαιρετικό μπάσο του Jerry Scheff λειτουργεί ως βάση και εφαλτήριο όλων αυτών.
Outro. End of the Night (02:52) – The Doors (1967)
Αυτή η «άρρωστη» ψυχεδελική μπαλάντα είναι το τραγούδι με το οποίο, στην πρωτόλεια μορφή του, οι Doors προσπάθησαν -ανεπιτυχώς, την πρώτη φορά- να υπογράψουν με εταιρία. Η μετέπειτα προσθήκη του Krieger βελτίωσε καταλυτικά το τελικό αποτέλεσμα, ενώ το κομμάτι μπήκε επίσης στο B-side του single Break On Through (To the Other Side). Ο τίτλος του προκύπτει από τη νουβέλα Journey to the End of the Night του Louis-Ferdinand Céline (1894-1961) ενώ ένα δίστιχο, από το Auguries of Innocence, ποίημα του William Blake, ο οποίος ενέπνευσε και το όνομα της μπάντας, όπως ήδη σημειώθηκε. Το End of the Night είναι ίσως ό,τι πιο ονειρικό και συγχρόνως «σάπιο» έγραψαν ποτέ οι Αμερικανοί. Η κιθάρα του Robby δείχνει να αργοπεθαίνει στα χέρια του, το όργανο και το πιάνο του Ray κάθε άλλο παρά βελτιώνουν τα πράγματα, ενώ ο Densmore φαντάζει ως το μηχάνημα που διατηρεί τον ασθενή στη ζωή, την ίδια στιγμή που ο Morrison βρίσκεται απολύτως στο στοιχείο του!