20 αγαπημένα fast-paced τραγούδια των Iron Maiden

Αν κάποιος θέλει να ασχοληθεί πάση θυσία με την κορυφαία heavy metal μπάντα του γνωστού κόσμου, οι αφορμές είναι αμέτρητες και όχι πάντοτε οι πλέον προφανείς. Πλησιάζοντας με σταθερούς ρυθμούς τα 45 χρόνια στο χώρο της δισκογραφικής παραγωγής, αρχής γενομένης από το Soundhouse Tapes EP, που κυκλοφόρησε στα τέλη του 1979, οι Iron Maiden συνεχίζουν ασταμάτητοι την αδιανόητη πορεία τους, γράφοντας τη μία χρυσή σελίδα μετά την άλλη στο πλατινένιο βιβλίο της ιστορίας τους. Αποφεύγοντας συνειδητά τη συζήτηση περί της εξέλιξης του ήχου τους στην πορεία των δεκαετιών, το κίνητρό μας αυτή τη φορά προσδιορίζεται ακριβώς στον τίτλο του κειμένου και συνοψίζεται σ’ ένα βασικό, διπλό ερώτημα: Πόση μελωδικότητα ή τραχύτητα μπορεί να συμπυκνωθεί σ’ ένα γρήγορο κομμάτι και πόσο ικανό είναι το καθένα να κάνει τους fans να χτυπιούνται στους -ενίοτε φρενήρεις- ρυθμούς του σα να μην υπάρχει αύριο;

Είναι βεβαίως γεγονός ότι τα ανωτέρω χαρακτηριστικά δεν αποτελούσαν ποτέ αυτοσκοπό στις δημιουργικές αναζητήσεις των Βρετανών. Και είναι επίσης αλήθεια ότι στο δεύτερο μισό της διαδρομής τους η διάρκεια των δίσκων τους -και κατ’ επέκταση των ίδιων των τραγουδιών- έχει αυξηθεί κατακόρυφα, κυμαινόμενη μεταξύ 66-92 λεπτών ανά περίπτωση, κάτι που στο παρελθόν μόνο το X Factor (1995) είχε να επιδείξει (70 λεπτά), με την κατεύθυνση της μπάντας να είναι πολύ διαφορετική από εκείνη στις απαρχές της. Συνεπώς, σε ό,τι αφορά τη λίστα μας, είναι εύλογο ότι όσο… πιο πίσω πηγαίνουμε, τόσο περισσότερα κομμάτια που μας ενδιαφέρουν, συναντούμε. Κάπως έτσι η εποχή του Paul Di’Anno και τα δύο πρώτα άλμπουμ των Maiden έχουν αναπόφευκτα την τιμητική τους, ενώ 15/20 tracks ανήκουν στα ‘80s και συνολικά 11/20 ανοίγουν είτε την πρώτη είτε τη δεύτερη πλευρά των δίσκων. Αυτά, λοιπόν, είναι τα αγαπημένα μας fast-paced τραγούδια της αιχμής του δόρατος του heavy metal, αποκλειστικά από τα επίσημα studio albums του συγκροτήματος.

  1. Invaders (03:20) – The Number of the Beast (1982)

Ανοίγει ένα από τα πιο εμβληματικά άλμπουμ της ιστορίας του heavy metal, το πρώτο με τον Dickinson στα φωνητικά και τρίτο των Iron Maiden. Ο Steve Harris περιγράφει την προσπάθεια άμυνας απέναντι σε μια εισβολή των Vikings, σ’ ένα από τα δύο εκρηκτικότερα τραγούδια του δίσκου, τουλάχιστον ως προς την ταχύτητά τους, το οποίο δεν παίχτηκε ποτέ live, κάτι μάλλον αναμενόμενο αν αναλογιστεί κάποιος το μεγαλείο των υπολοίπων κομματιών του Number of the Beast. Το Invaders ήταν στην πραγματικότητα μια «επανεγγραφή» του Invasion (1979) με τον Paul Di’Anno, που είχε συμπεριληφθεί στο Soundhouse Tapes EP, με διαφορετική μουσική και -ως επί το πλείστον- στίχους, αλλά ίδια θεματολογία, ωστόσο δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι μας αρέσει περισσότερο από το… παλιό. Ο ίδιος ο captain των Maiden έχει παραδεχτεί ότι είναι μια από τις πιο αδύναμες στιγμές του δίσκου, όπως και το αμέσως επόμενο της λίστας μας.

  1. Gangland (03:46) – The Number of the Beast (1982)

Σε μια απόφαση για την οποία αργότερα μετάνιωσαν τόσο ο Harris όσο και ο Dickinson, ενδεχομένως και άλλα μέλη του σχήματος, το Gangland μπήκε στο άλμπουμ ως προτελευταίο τραγούδι. Η επιλογή τότε ήταν μεταξύ αυτού και του Total Eclipse. Το πιο αδύναμο θα συμπεριλαμβανόταν στο single του Run to the Hills ως B-side, όπως και συνέβη στην περίπτωση του δεύτερου. Το Gangland γράφτηκε από τον Adrian Smith και τον τότε drummer των Maiden, Clive Burr, αναφερόμενο ουσιαστικά στη στιγμή κατά την οποία ο πρωταγωνιστής της ιστορίας βρίσκεται πλέον στη «λάθος πλευρά» του υποκόσμου. Έχει ενδιαφέρον πάντως ποια είναι τα τραγούδια που η μπάντα θεωρεί κατώτερα των απαιτήσεών της! Το Number of the Beast έγινε ο πρώτος no. 1 δίσκος των Βρετανών στα charts του Ηνωμένου Βασιλείου, παραμένοντας στην κορυφή για δύο εβδομάδες.

  1. Be Quick or Be Dead (03:21) – Fear of the Dark (1992)

Ανοίγει το ένατο studio album της μπάντας και τελευταίο πριν από την αποχώρηση του Bruce Dickinson για πέντε χρόνια από αυτήν. Με υπογραφή του ίδιου και του Janick Gers, είναι ίσως το πιο… δαιμονισμένο τραγούδι των Maiden, στιγματίζοντας την πολιτική διαφθορά και απληστία. Ως single αποδείχθηκε το δεύτερο μεγαλύτερο hit ever των Βρετανών στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανεβαίνοντας στη δεύτερη θέση. Το μοναδικό no. 1 εντός συνόρων μέχρι σήμερα παραμένει το Bring Your Daughter… to the Slaughter από το No Prayer for the Dying, που είχε κυκλοφορήσει δύο χρόνια νωρίτερα (1990). Το Be Quick or Be Dead είναι επίσης ένα από τα λιγοστά τραγούδια στη διαδρομή του συγκροτήματος που συνοδεύονται από video, μάλιστα με τα μέλη του, αλλά και με πλάνα… αλλόφρονα, όπως το ίδιο! Σε ό,τι αφορά το Fear of the Dark, έγινε το τρίτο no. 1 άλμπουμ της μπάντας στα βρετανικά charts.

  1. Back in the Village (05:02) – Powerslave (1984)

Ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του πέμπτου studio album των Iron Maiden και δίνει ανάλογο τόνο με εκείνον του μεγαθηρίου που ανοίγει την πρώτη. Το Back in the Village είναι θεωρητικά από τα πιο «αδύναμα» κομμάτια του δίσκου, αλλά ένα τέτοιο σχόλιο αντέχει μόνο υποσημειώνοντας ότι μιλάμε με δεδομένα Powerslave! Ένα πολύ δυναμικό κομμάτι σε… απόλυτους αριθμούς, με την υπογραφή των Smith και Dickinson, στο οποίο ο τελευταίος εισάγει αρκετούς… αεροπορικούς όρους, και μάλιστα όχι για πρώτη, ούτε τελευταία φορά. Περαιτέρω, εμπνέεται κατά τα φαινόμενα από τη βρετανική τηλεοπτική σειρά The Prisoner (1967/68) του Patrick McGoohan, κάτι που είχε ισχύσει και στην περίπτωση παλαιότερου κομματιού! Στη λίστα μας είναι το τρίτο μεγαλύτερο σε διάρκεια.

  1. Wildest Dreams (03:52) – Dance of Death (2003)

Ανοίγει το 13ο studio album των Iron Maiden και είναι ένα εκ των δύο «εκπροσώπων» των ‘00s που βρίσκονται στη λίστα μας. Ως lead single κυκλοφόρησε μία μέρα νωρίτερα, ανεβαίνοντας μάλιστα έως την έκτη θέση των βρετανικών charts. Το κομμάτι υπογράφεται από τους Smith και Harris, είναι από τα ασυνήθιστα αισιόδοξα των Βρετανών και συνοδεύεται από ένα πολύ ωραίο animated video. Ένα «φρεσκάρισμα» της μνήμης στα tracks του Dance of Death αρκεί, προκειμένου να υπενθυμίσει ότι συμπεριλαμβάνονται ορισμένα σπουδαία μεταξύ αυτών. Το Wildest Dreams αποτελεί, αν μη τι άλλο, μια πολύ αξιόλογη περίπτωση… γι’ αυτό που είναι. Ο δίσκος αναρριχήθηκε έως το no. 2 των charts στο Μεγάλο Νησί.

  1. Tailgunner (04:13) – No Prayer for the Dying (1990)

Ανοίγει το όγδοο studio album της μπάντας και άντεξε στις δύο πρώτες περιοδείες από εκείνη τη στιγμή, όταν πλέον ο Bruce εγκατέλειψε το σχήμα. Οι στίχοι του είναι αμιγώς πολεμικοί, φιλοπολεμικοί θα μπορούσε να πει κάποιος, αναφερόμενοι στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως εκ τούτου, στην εποχή του Blood Brothers από την επιστροφή του Dickinson στους Iron Maiden για το Brave New World (2000), είναι αλήθεια ότι το Tailgunner θα φάνταζε πλέον εκτός κλίματος. Μαζί με τον Harris, ο Βρετανός τραγουδιστής συνυπογράφει το κομμάτι και το εμπλουτίζει με ουκ ολίγα στοιχεία των αερομαχητικών του γνώσεων, δίνοντας το στίγμα του. Μπορεί η εποχή της ζωντανής ερμηνείας του να έχει παρέλθει -πιθανότατα ανεπιστρεπτί, ωστόσο δεν παύει να είναι μεταξύ των κορυφαίων ενός άλμπουμ… που άκουσε πολλά, μολονότι έγινε no. 2 στο Ηνωμένο Βασίλειο.

  1. Different World (04:17) – A Matter of Life and Death (2006)

Ανοίγει το 14ο studio album των Maiden και ήταν το εναρκτήριο τραγούδι στους δύο κύκλους της ομώνυμης περιοδείας κατά την ίδια και την επόμενη χρονιά. Με υπογραφή Smith και Harris, το Different World αποτίνει, σύμφωνα με τη μπάντα, φόρο τιμής στο ιρλανδικό rock συγκρότημα Thin Lizzy, μέσα από τους στίχους που τραγουδάει ο Dickinson σε χαμηλότερη οκτάβα. Και αυτό το κομμάτι συνοδεύεται από ένα πολύ καλό animated video, ενώ ως single κυκλοφόρησε σχεδόν τρεις μήνες αργότερα από το δίσκο, σημειώνοντας στη Μεγάλη Βρετανία τη μεγαλύτερη επιτυχία ενός νέου Maiden song μετά από 14 χρόνια και το Be Quick or Be Dead, καθώς αναρριχήθηκε έως το no. 3 των charts. Το A Matter of Life and Death ανέβηκε στην τέταρτη θέση στο Μεγάλο Νησί, ενώ έγινε το πρώτο άλμπουμ στην ιστορία των Maiden, που μπήκε στο top 10 των Η.Π.Α. (9ο)!

  1. Flash of the Blade (04:05) – Powerslave (1984)

Υπογράφεται από τον Dickinson, ο οποίος φέρει έμμεσα στο προσκήνιο την αγαπημένη του ξιφασκία, διά της ιστορίας που διηγείται. Το τραγούδι είναι εκρηκτικό, χαρίζοντας τέσσερα λεπτά ασταμάτητου «σφυροκοπήματος», κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ ωστόσο σε συναυλία της μπάντας, καθώς δεν το έχει ερμηνεύσει ζωντανά. Σ’ ένα άλμπουμ με τουλάχιστον τέσσερα «διαμάντια» μεταξύ των οκτώ tracks, το Flash of the Blade τέθηκε εν τέλει στο περιθώριο. Ωστόσο, αν κάποιος επιζητά «αγνά γκάζια» σε κομμάτι των Maiden, χωρίς δευτερόλεπτο ανάσας, δε χρειάζεται να κοιτάξει αλλού. Σε άλλα σχήματα θα μπορούσε να αποτελεί πυλώνα της δισκογραφίας τους! Το Powerslave σκαρφάλωσε έως τη δεύτερη θέση των charts του Ηνωμένου Βασιλείου.

  1. Deja-Vu (04:55) – Somewhere in Time (1986)

Αν το έκτο studio album των Βρετανών είναι το πλέον αδικημένο της διαδρομής τους σε ό,τι αφορά τις live μη-ερμηνείες σπουδαίων τραγουδιών του, όπως έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν, το Deja-Vu συγκαταλέγεται οπωσδήποτε μεταξύ αυτών. Τα πρώτα 30 δευτερόλεπτα ξεγελούν μόνο τους ανυποψίαστους, καθώς ο καταιγισμός ακολουθεί αμέσως μετά και μέχρι τέλους, με τον Dave Murray να λαμβάνει credits δημιουργού για πρώτη και τελευταία φορά στο δίσκο, μαζί με τον Harris. Το Deja-Vu περιγράφει γλαφυρά το γνωστό φαινόμενο, όταν συμβαίνει κάτι που μια στιγμή νωρίτερα ήξερες ήδη ότι θα ακολουθήσει, ή όταν συναντάς πρόσωπα που είσαι σίγουρος ότι έχεις γνωρίσει στο παρελθόν… αλλά πώς είναι δυνατόν;! Και πώς είναι δυνατόν να μην έχει ακουστεί ποτέ ζωντανά;! Θα αλλάξει επιτέλους αυτό στο Future Past Tour που ξεκινά το 2023;

  1. The Loneliness of a Long Distance Runner (06:31) – Somewhere in Time (1986)

Είναι το μεγαλύτερο τραγούδι της λίστας μας σε διάρκεια. Παρά την πιο αργή εισαγωγή από το επίπεδο που μας ενδιαφέρει, και ένα ορχηστρικό που προηγείται της εξ ορισμού μεταβατικής γέφυρας στο τρίτο λεπτό, το κομμάτι συνιστά τον ορισμό της ταχύτητας μέσα από το ίδιο το στιχουργικό θέμα του κατ’ αρχάς, ενώ εμπνέεται από την ομώνυμη μικρή ιστορία του Alan Sillitoe (1959), η οποία το 1962 οδήγησε και σε μια ομότιτλη ταινία. Το Loneliness of a Long Distance Runner υπογράφει ο captain της μπάντας, αποτελεί ωδή στην ανθρώπινη υπέρβαση, που δε γνωρίζει όρια, και είναι must εν όψει του επικείμενου Future Past Tour, το οποίο θα παρουσιάσει κυρίως τραγούδια από το πρόσφατο Senjutsu (2021) και το Somewhere in Time. Το τελευταίο, στην εποχή του, ανέβηκε στη δεύτερη θέση των βρετανικών charts.

  1. Another Life (03:22) – Killers (1981)

Είναι από τα τραγούδια που επιβίωσαν δικαίως σε περιοδείες των Iron Maiden στη μετά Di’Anno εποχή. Εν προκειμένω ο Harris ακολουθεί ένα όχι ασυνήθιστο μοτίβο στα early days της μπάντας, καθώς οι στίχοι εξαντλούνται στην πρώτη στροφή, η οποία επαναλαμβάνεται ακόμη δύο φορές. Ο «Παυλάρας» είναι απόλυτος κυρίαρχος των δύο πρώτων δίσκων των Βρετανών, ενώ το Another Life, πέραν του ότι έχει περισσότερες εναλλαγές μέσα σε πολύ λίγο χρόνο, επιλέγεται στη λίστα μας έναντι -ενδεικτικά- του Murders in the Rue Morgue, ελέω της μεγάλης -για τη συνολική διάρκειά του- και αργής εισαγωγής του τελευταίου. Το Killers κινήθηκε σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα του προκατόχου του και περιορίστηκε στη 12η θέση των charts του Ηνωμένου Βασιλείου, αρνητική επίδοση που… έσπασε μόνο το Virtual XI (1998).

  1. Sanctuary (03:19) – Iron Maiden (1980)

Η πάσα αλήθεια υποσημειώνει ότι το τραγούδι συμπεριλήφθηκε σε πρώτη φάση μόνο στην αμερικανική version του debut studio album των Βρετανών, ενώ στο remaster του 1998 έγινε και επίσημα το ένατο κομμάτι αυτού. Είναι το δεύτερο single των Iron Maiden μετά το Running Free και μάλιστα το μεγαλύτερο hit του συγκροτήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο επί ημερών Di’Anno, ανεβαίνοντας στο no. 29, μέχρι τη στιγμή που ήρθε το Run to the Hills να θέσει νέα στάνταρ για τη μπάντα, δύο χρόνια αργότερα, μπαίνοντας στο top 10 (no. 7). Το Sanctuary ξεκινά στιχουργικά με το φόνο μιας γυναίκας, ενώ το γεγονός ότι ο Eddie -η έκτοτε θρυλική μασκότ της μπάντας που είχε ντεμπουτάρει ήδη από το παρθενικό single- στέκεται με ένα μαχαίρι πάνω από το πτώμα της Margaret Thatcher στο εξώφυλλο, δίνει εξ αρχής το στίγμα περί τίνος πρόκειται! Όλα αυτά, ως αντίποινα για το σκίσιμο μια αφίσας των Maiden από την Πρωθυπουργό της Αγγλίας… στο ίδιο το cover, σε μια εποχή κατά την οποία οι «αναφορές» των Βρετανών καλλιτεχνών στην πολιτική σκηνή του τόπου και του κόσμου είχαν πολύ πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Και ο Di’Anno ήταν η κατάλληλη φωνή μετάδοσης όλων αυτών των μηνυμάτων.

Τα δικαιώματα του Sanctuary ανήκαν αρχικά στον Bob Sawyer, κιθαρίστα του συγκροτήματος το 1977, που τα πούλησε στους Iron Maiden μετά την αποχώρησή του, στους οποίους αποδίδονται τα credits στην αμερικανική version του ομώνυμου album. Από την επανέκδοση του δίσκου (1998) αναφέρονται έκτοτε τα ονόματα των Harris, Murray και Di’Anno. Η ιστορία του συγκεκριμένου τραγουδιού στα live της μπάντας είναι πραγματικά τεράστια, καθώς πρόκειται για ένα από τα κορυφαία σε παρουσίες στο setlist, ακόμη κι αν δεν τοποθετείται στο σκληρό πυρήνα των «κλασικών» κομματιών των Maiden, κάτι που προφανώς δεν ισχύει για τους πολύ φανατικούς. Συγκεκριμένα, από την πρώτη μέρα και επί δέκα σερί «άλμπουμ περιοδείες», το Sanctuary ήταν μέρος των συναυλιών, και μάλιστα στο φινάλε στις μισές εξ αυτών. Η παράδοση έσπασε στο tour υποστήριξης του X Factor album (1995/96), ενώ από το Virtual XI tour (1998) και για τα επόμενα δέκα, το κομμάτι ακούστηκε ζωντανά στα πέντε. Όλα όμως ξεκίνησαν με τον Di’Anno να ξεσκίζει το κομμάτι στο Iron Maiden album και τα live των early days.

  1. Purgatory (03:18) – Killers (1981)

Όπως έχει διευκρινίσει αργότερα ο Nicko McBrain, ο οποίος αντικατέστησε τον Burr στα drums μετά τα τρία πρώτα άλμπουμ, το τραγούδι ήταν remake του Floating, προς το ασύγκριτα γρηγορότερο αυτή τη φορά, ενός τραγουδιού που έπαιζαν οι Maiden στα clubs κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70. Στο διαδίκτυο μάλιστα υπάρχουν και τα σχετικά ηχητικά πειστήρια, που βεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Το Purgatory ωστόσο απογειώνεται από τον Di’Anno και δοκιμάζει τα skills όλων σε θέματα ταχύτητας, ειδικά του Burr και του Harris, ο οποίος υπογράφει το κομμάτι. Αυτό ακούστηκε ζωντανά μόνο στην περιοδεία του Killers, ενώ στη θρυλική συναυλία που διασώζεται από την Ιαπωνία κατά το ίδιο έτος, η μπάντα προκαλεί σεισμό με το συγκεκριμένο. Έμελλε να είναι μάλιστα το τελευταίο single στη Di’Anno-era, κυκλοφορώντας τέσσερεις και πλέον μήνες μετά το άλμπουμ.

  1. Drifter (4:47) – Killers (1981)

Είναι το τραγούδι που ακολουθεί το Purgatory και κλείνει το δεύτερο studio album της μπάντας. Από τα κλασικά επί ημερών Di’Anno, έστω και όχι τα πλέον διαχρονικά, άντεξε σε τρεις συνεχόμενες περιοδείες και επανήλθε ζωντανά 22 χρόνια αργότερα, στο Eddie Rips Up the World Tour (2005). Είναι ένα από τα πιο «αφελή» τραγούδια των Maiden στιχουργικά, και αυτομάτως από τα πιο… ευδιάθετα, με την υπογραφή του captain για μία ακόμη φορά. Στις live εκτελέσεις μάλιστα, τουλάχιστον στα ‘80s, το Drifter άγγιζε τα οκτώ λεπτά, καθώς το σχήμα συνήθιζε να αλληλεπιδρά με τον κόσμο με ένα διαδοχικό “yo yo yo”, που σατίριζε έμμεσα το Walking on the Moon των Police (1979), το οποίο περιλαμβάνει ένα αντίστοιχο σημείο. Και οι πέντε της μπάντας δίνουν ρέστα καθ’ όλη τη διάρκεια, ενώ το κομμάτι αγγίζει τα όρια του εκτροχιασμού σε περισσότερα από ένα σημεία!

  1. Prowler (03:56) – Iron Maiden (1980)

Είναι το τραγούδι που ξεκινά να γράφει την ιστορία των Iron Maiden σε δισκογραφικό επίπεδο, ως το πρώτο του παρθενικού studio album τους, ίσως το τέλειο intro για κάτι τέτοιο, ενώ ήδη στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς είχε συμπεριληφθεί στο Soundhouse Tapes EP. Όλη η καφρίλα και ό,τι χαρακτηρίστηκε ως punk αισθητική, ακόμη κι αν τα μέλη της μπάντας εξέφρασαν αργότερα την αποστροφή τους για την τελευταία, τουλάχιστον όσον αφορά τη μουσική τους, συμπυκνώνεται στους στίχους του Prowler, το οποίο ο Di’Anno χειρίζεται με αδιαμφισβήτητο τρόπο. Το κομμάτι περιλαμβάνει ένα εξαιρετικό σόλο του Murray, ενώ στη δεύτερη κιθάρα βρίσκεται ο Dennis Stratton, ο οποίος μετά το συγκεκριμένο δίσκο αποχώρησε, ελέω διαφορετικού… μουσικού προσανατολισμού. Μετά τις πρώτες τέσσερεις περιοδείες των Maiden, το Prowler επανήλθε στα live το 1993, στο Real Live Tour, και το 2005. Το δε άλμπουμ πλασαρίστηκε στην τέταρτη θέση των εγχώριων charts.

  1. Iron Maiden (03:43) – Iron Maiden (1980)

Το ομότιτλο τραγούδι του… ομότιτλου άλμπουμ της μπάντας δεν έχει λείψει ποτέ από τις συναυλίες της, από την πρώτη μέρα μέχρι σήμερα, και πώς να συμβεί κάτι τέτοιο άλλωστε! Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1979, στην πρώτη πλευρά του Soundhouse Tapes EP, σε πολύ πιο ακατέργαστη μορφή, λίγο πιο αργό αλλά και σε χαμηλότερο τόνο· όλα αυτά, σε εποχές… οικονομικής δυσπραγίας κι ενώ οι ηχογραφήσεις έγιναν σ’ ένα Σαββατοκύριακο, 30/31-12-1978! Ο Di’Anno συνδέθηκε για πάντα με το κομμάτι-υπογραφή των Iron Maiden και έγραψε ιστορία μαζί με τον… γραφιά Harris και τα υπόλοιπα μέλη του σχήματος. Ένα track που δε χρειάζεται την παραμικρή σύσταση, με το κουπλέ να επαναλαμβάνεται ακόμη δύο φορές, καθ’ εκάστη μετά το refrain, κι ένα εισαγωγικό all-time classic riff που είναι αναγνωρίσιμο ακόμη και από κατά τα άλλα αδαείς. “Won’t you come into my room? / I wanna show you all my wares / I just want to see your blood / I just want to stand and stare”!

  1. The Prisoner (06:00) – The Number of the Beast (1982)

Το τραγούδι εμπνέεται από την ομότιτλη βρετανική τηλεοπτική σειρά (1967/68) του Patrick McGoohan, την άδεια του οποίου μάλιστα ζήτησε και πήρε ο manager του σχήματος, Rod Smallwood, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ο σχετικός διάλογος, που ακούγεται στο ξεκίνημα. Ο Bruce έχει δηλώσει κατά το παρελθόν ότι είχε πολύ μεγάλη συμμετοχή στη δημιουργία τόσο του συγκεκριμένου, όσο του Children of the Damned και του Run to the Hills, στο ντεμπούτο του με τους Iron Maiden, ωστόσο νομικές λεπτομέρειες από τη μέχρι πρότινος παρουσία του στους Samson δεν του επέτρεψε να λάβει τα δέοντα credits, που εν προκειμένω αποδίδονται στους Smith και Harris. Μετά την αρχική στιχομυθία και το αργό ρυθμικό εισαγωγικό, το Prisoner ανέρχεται στα εκρηκτικά επίπεδα στα οποία διατηρείται μέχρι τέλους, με τον Bruce να το απογειώνει και τον Adrian να δίνει ρεσιτάλ μέσα από το εκπληκτικό σόλο του και όχι μόνο. Παρότι κατ’ εξοχήν συναυλιακό κομμάτι, έχει συμπεριληφθεί μόνο σε τρεις περιοδείες και κάποια live μιας τέταρτης, με τελευταία παρουσία στο Maiden England World Tour (2012-14), όπου μάλιστα ο Steve το χαρακτήρισε ένα από τα δύο αγαπημένα του σ’ αυτό, μαζί με το Seventh Son of the Seventh Son!

  1. Futureal (03:00) – Virtual XI (1998)

Γενικότερα, οτιδήποτε σχετίζεται με τον Blaze Bayley, την πενταετή παρουσία του στους Iron Maiden και ιδίως τα δύο album που ηχογράφησε, αφιερώνεται εξαιρέτως στους απανταχού haters, ενώ προς όσους έχουμε οικειότητα και γνωρίζουμε ότι δε θα παρεξηγηθούν, υψώνουμε και το μεσαίο δάχτυλο με συντροφική αγάπη! Το καταιγιστικό Futureal υπογράφεται από τον Harris και τον ίδιο τον Blaze, και δεν αστειεύεται! Σε παίρνει και σε σηκώνει από το πρώτο δευτερόλεπτο, κάνοντας… ζημιά που θα ζήλευαν τα περισσότερα fast-paced τραγούδια των Maiden μέχρι τότε αλλά και μεταγενέστερα. Είναι μάλιστα ένα από τα κομμάτια της Blaze-era που έχουν επανέλθει στο setlist των συναυλιών ακόμη και μετά την επάνοδο του Bruce. Ως δεύτερο single του Virtual XI, ενδέκατου studio album των Βρετανών, κυκλοφόρησε τέσσερεις μήνες μετά από αυτό, παρά την αντίθετη γνώμη του Smallwood, ο οποίος το ήθελε lead single, αλλά ο λόγος του δεν πέρασε από τον Harris, που επέμεινε στο Angel and the Gambler… με μη επιθυμητά αποτελέσματα. Μετά το επικό Clansman, το Futureal είναι οπωσδήποτε η καλύτερη στιγμή ενός δίσκου που έχει ακούσει τα μύρια όσα, σημειώνοντας τη χειρότερη επίδοση εντός συνόρων, μεταξύ των υπολοίπων της μπάντας, με τη 16η θέση στα charts.

  1. The Number of the Beast (04:25) – The Number of the Beast (1982)

Το τραγούδι-θρύλος του ομώνυμου… άλμπουμ-θρύλου όχι μόνο της μπάντας, αλλά και του ίδιου του New Wave of British Heavy Metal! Το ντεμπούτο του Dickinson στους Iron Maiden σηματοδότησε το πέρασμα των Βρετανών σ’ ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο, κάτι που θα επαλήθευε η συνέχεια. Εμπνευσμένος από έναν εφιάλτη, τον οποίον είδε έχοντας παρακολουθήσει νωρίτερα την ταινία Damien: Omen II (1978), ο Harris γράφει το κομμάτι που δε θα λείψει ποτέ μέχρι σήμερα από το setlist των συναυλιών, παρά μόνο στο πρώτο σκέλος του A Matter of Life and Death Tour (2006). Τους στίχους της Αποκαλύψεως διαβάζει στο ξεκίνημα ο άσημος Barry Clayton, γράφοντας ιστορία όπως αποδείχθηκε, με τους Maiden να έχουν απορρίψει νωρίτερα την προοπτική του διάσημου Vincent Price όταν έμαθαν το κασέ του. Το track ηχογραφήθηκε το 1981, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι ο Price την αμέσως επόμενη χρονιά ηχογράφησε για το ομότιτλο τραγούδι του πιο εμπορικού άλμπουμ όλων των εποχών! Ο λόγος για το Thriller, του Michael Jackson! Το single του Number of the Beast κυκλοφόρησε ένα μήνα μετά το άλμπουμ, με συνέπεια να μη σημειώσει την επιτυχία του Run to the Hills, που είχε προηγηθεί του δίσκου. Περιορίστηκε στη 18η θέση των βρετανικών charts, ωστόσο ανέβηκε στο no. 3 όταν επανακυκλοφόρησε το 2005.

  1. Aces High (04:31) – Powerslave (1984)

Είναι το απόλυτο συναυλιακό intro, εκείνο που θέτει εξ αρχής τα στάνταρ σε οτιδήποτε έπεται, είτε αφορά τα live είτε το ίδιο το άλμπουμ, το οποίο επίσης ανοίγει. Όταν τοποθετείται πρώτο, με το διάσημο λόγο του Winston Churchill να προηγείται πάγια στις συναυλίες, η ενέργεια που βγάζει μέσα από έναν «ολόφρεσκο» Bruce είναι πραγματικά τεράστια και αστείρευτη. Αντίθετα, η τοποθέτησή του στο κλείσιμο του τρίτου και τελευταίου σκέλους του Legacy of the Beast Tour (2022) δε φάνηκε μια ιδιαίτερα φρόνιμη επιλογή, για τους ίδιους λόγους ακριβώς. Ο Harris υπογράφει ένα απίστευτο κομμάτι, με εκπληκτική μελωδία, εναλλαγές και δύο υπέροχα συνεχόμενα σόλο από τους Murray και Smith κατά σειρά. Οι στίχοι «προκύπτουν» μέσα από τα μάτια ενός πιλότου της βρετανικής πολεμικής αεροπορίας κατά τη Μάχη της Βρετανίας (1940), που διεξήχθη αποκλειστικά στον αέρα. Το Supermarine Spitfire, το πολεμικό αεροπλάνο στο οποίο τοποθετείται ο Eddie στο cover του σχετικού -δεύτερου- single του άλμπουμ, από το 2018 έχει αποκτήσει άλλη αίγλη μέσα από το πιστό αντίγραφο που εμφανίζεται επί σκηνής κατά την εκτέλεση του Aces High και αντιστοιχεί στο 90% του πραγματικού μεγέθους του αεροσκάφους! “Run, live to fly, fly to live, do or die / Won’t you run, live to fly, fly to live, Aces high”!

Panos Tsiatsos

Πόσο απέχει το ονοματεπώνυμο από το nickname; Όσο ένα κείμενο που πρόλαβε «να ξεφύγει» με το πρώτο. Ο συγκεκριμένος απαντά στις προσφωνήσεις «Professor», «Severus» ή «Snape», ενίοτε συνδυασμένες σε μία. Είναι ένας αδιάφορος, αλλόκοτος τύπος -αν μπορεί να συμβαίνουν και τα δύο συγχρόνως, ο οποίος κατά κανόνα δεν έχει να πει απολύτως τίποτα. Καθότι παράξενος, δύσκολα θα τον αναζητήσεις, κι επειδή ούτε εκείνος είναι σαν την αγάπη, που «όλους τους βρίσκει», πιθανότατα δε θα συναντηθείτε πουθενά. Αν όμως τύχει και συμβεί μέσα στις λέξεις, ίσως είναι αλλιώς: «Όλα θα ‘ναι πάντα μαύρα, μα θα κρύβουν μια φωτιά».

Previous Story

Rocky (1976) – Η ταινία σταθμός στην καριέρα του Sylvester Stallone

Next Story

1899 – 2 χρόνια μετά το “Dark” δε ζει πια;

Latest from Blog

Arch Enemy: Επίσημο μουσικό βίντεο για το νέο τραγούδι “Blood Dynasty”

Οι Σουηδοί/Καναδοί/Αμερικανοί τιτάνες του ακραίου metal Arch Enemy κυκλοφόρησαν το επίσημο μουσικό βίντεο για το ομώνυμο κομμάτι του επερχόμενου άλμπουμ τους “Blood Dynasty”. Το άλμπουμ αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 28 Μαρτίου μέσω…

Οι Lacuna Coil παρουσίασαν το νέο single “Gravity”

Ενώ το 2025 έχει μόλις ξεκινήσει, οι θρύλοι του Ιταλικού metal Lacuna Coil έχουν ήδη ξεκινήσει δυναμικά με την κυκλοφορία του νέου τους single “Gravity”. Το κομμάτι, το οποίο συνοδεύεται από ένα…
Punked
Go toTop