Τα τελευταία 50 χρόνια τα πολιτικά δικαιώματα για τα ομοφυλόφιλα και αμφιφυλόφιλα άτομα (LGB) σε κάποιες χώρες αυξήθηκαν και σε κάποιες μειώθηκαν. Σε πολλά μέρη του κόσμου, η υποστήριξη ή όχι των LGB δικαιωμάτων εξαρτάται από τις προκαταλήψεις, τις αιτίες και τις συνέπειες που θεωρείται ότι έχει ο ομοφυλοφιλικός προσανατολισμός.
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε με επικεφαλής τον J. Michael Bailey από το Northwestern University, έγινε μία προσπάθεια να ξεκαθαριστούν οι παρεξηγήσεις γύρω από τη σύνδεση επιστημονικών ευρημάτων και πολιτικών συμφερόντων γύρω από τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο Psychological Science in the Public Interest και κατέληξε σε κάποια συμπεράσματα γύρω από τη φύση του σεξουαλικού προσανατολισμού:
- Διαπολιτισμικά, μικρό αλλά όχι ασήμαντο ποσοστό ανθρώπων παρουσιάζουν μη ετεροφυλοφιλικά συναισθήματα, τα οποία παρά τους διαφορετικούς τρόπους έκφρασής τους λόγω των διαφορών που υπάρχουν ανάλογα με το πολιτισμικό πλαίσιο και τις παραδόσεις, αναπτύσσονται με παρόμοιο τρόπο καθολικά και παγκόσμια.
- Οι σεξουαλικές προτιμήσεις των ανδρών και των γυναικών εκδηλώνονται με διαφορετικό τρόπο και αυτή η διαφορά έγκειται κυρίως στο ό,τι στους άνδρες ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός είναι άμεσα συνδεδεμένος με τον τρόπο της σεξουαλικής τους διέγερσης, ενώ στις γυναίκες όχι.
- Βιολογικοί παράγοντες, όπως προγεννητικές ορμόνες και συγκεκριμένα γενετικά προφίλ, επηρεάζουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό αν και δεν είναι οι μοναδικοί παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτόν.
- Τα επιστημονικά ευρήματα δεν υποστηρίζουν την ιδέα ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι κάτι που μαθαίνεται ή διδάσκεται από τον κοινωνικό περίγυρο.
Η παραπάνω έρευνα δημοσιεύτηκε συνοδευμένη από κάποια σχόλια του Ritch Savin-Williams από το Cornell University. Υποστήριξε ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι ένα συνεχές και ο όρος «αμφιφυλόφιλος» καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα από το άκρο της ετεροφυλοφιλίας έως την ομοφυλοφιλία.
Επίσης, στη συγκεκριμένη έρευνα υποστηρίχτηκε ότι η συμπεριφορά με τρόπους που παρεκκλίνουν από τα στερεότυπα των φύλων στην παιδική ηλικία, προβλέπει την ομοφυλοφιλία στην ενήλικη ζωή. Ο Savin-Williams, εκφράζει την άποψη ότι αυτό το εύρημα σχετίζεται με τον τρόπο πρόσληψης της έρευνας από το συγκεκριμένο δείγμα και ότι ίσως με μεγαλύτερο δείγμα δε θα υπήρχε το ίδιο εύρημα.
Οι ερευνητές, συμφωνούν στο ότι δεν υπάρχουν επαρκή ερευνητικά δεδομένα για το πώς μετράται ο σεξουαλικός προσανατολισμός, γεγονός που αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο για την έρευνα σε αυτόν τον τομέα.
Οι περισσότεροι μελετητές συμπεραίνουν ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός αναλύεται σε επιμέρους στοιχεία όπως είναι η σεξουαλική συμπεριφορά, η σεξουαλική ταυτότητα, η σεξουαλική έλξη και η σωματική διέγερση και όμως ακόμα οι έρευνες στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε αυτοαναφορές για τη σεξουαλική έλξη. Το γεγονός αυτό, αποκλείει τη μελέτη των διαφορετικών πτυχών του σεξουαλικού προσανατολισμού οι οποίες μπορεί να ποικίλουν ανάλογα με το άτομο, το πολιτισμικό πλαίσιο και τον χρόνο.
Σχετικά με την ερώτηση του κατά πόσο διαλέγουμε τη σεξουαλική μας ταυτότητα, οι ερευνητές θεωρούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό βασισμένο στην επιθυμία και ότι τις επιθυμίες μας δεν μπορούμε να τις διαλέξουμε, οπότε δεν πρέπει να τίθεται αυτό το ζήτημα.
Το γεγονός ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι ένα θέμα που τίθεται ακόμα σε δημόσια συζήτηση, αναδεικνύει την ανάγκη για περισσότερη και καλύτερη έρευνα.
Ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι ένα πολύ σημαντικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό, το οποίο χρήζει διερεύνησης χωρίς φόβο και χωρίς πολιτικές προκαταλήψεις.
Πηγή: psychologynow.gr