Αστυνομικές λογοτεχνικές καταβολές, σκληροτράχηλοι και ηθικά διφορούμενοι πρωταγωνιστές, συχνά αναξιόπιστη αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, μελαγχολικοί τζαζ ήχοι, femme fatales, και δυστοπική οπτική της αστικής ζωής είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το noir. Ογδόντα χρόνια μετά την εμφάνιση των πρώτων επίσημα χαρακτηρισμένων noir ταινιών, θα μπορούσε να κυριαρχήσει η υποψία πως στο σινεμά έχουν μείνει πλέον μόνο ίχνη του noir με τη μορφή αυτών των στοιχείων στα οποία ανατρέχουν οι σύγχρονες ταινίες. Αν κοιτάξουμε όμως με ανοιχτό μυαλό, το noir παραμένει μια συνεχής πηγή σύγχρονου οράματος για σημαντικούς σκηνοθέτες που χρησιμοποιούν εν γνώσει τους με παραστατικό τρόπο το ατμοσφαιρικό εύρος που συνθέτει το film noir.
Η προσπάθεια να δοθεί ο ορισμός του noir ξεκίνησε όταν ο Γάλλος κριτικός Nino Frank χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο ‘μαύρη ταινία’ το 1946, προκαλώντας την απορία των ανθρώπων που τις έφτιαχναν, καθώς τις θεωρούσαν φτηνά ατμοσφαιρικά θρίλερ. Ακόμα και αφότου οριοθετήθηκε χρονικά η κλασική περίοδος του noir, από το 1941 με το “Γεράκι της Μάλτας” του John Huston μέχρι το 1958 με το “Αγγιγμα του Κακού” του Orson Welles, ήταν δύσκολο να κατανοηθεί πότε μια αστυνομική ταινία ή ένα ψυχολογικό θρίλερ ξέφευγε από τα πλαίσια του είδους της και μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα γνήσιο film noir. Οπως είπε ο σεναριογράφος Paul Schrader, «το film noir δεν είναι είδος, δεν χαρακτηρίζεται από συμβάσεις χώρου και σύγκρουσης, αλλά από τις πιο λεπτές ιδιότητες τόνου και διάθεσης».
Αν απομακρυνθούμε από το αυθεντικό φάσμα του noir, η αντιπαράθεση στην κατηγοριοποίησή του είναι πολύ πιο ανοιχτή. Τη δεκαετία του 1970 και με το πρώτο μεγάλο κύμα noir ταινιών που ξεπερνούν τα πλαίσια του πρωτότυπου ορισμού του, όπως το “Klute” του Alan J. Pakula, ο “Μεγάλος Αποχαιρετισμός” του Robert Altman και η “Chinatown” του Roman Polanski, προέκυψε ένα νέο πρόβλημα: πώς διαχωρίζεις την ειλικρινή απόδοση τιμής από την κιτς παρωδία μιας ήδη ρευστής κινηματογραφικής κατηγορίας που από το ξεκίνημά της επιδείκνυε τον συσχετισμό της με την υποκουλτούρα του pulp; Ο χρήσιμος όρος ‘neo-noir’ διαχώρισε τα πρωτότυπα της περιόδου 1941-1958 από τον ατελείωτο αριθμό ταινιών που εμπνεύστηκαν από αυτά.
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως πάνω από 50 noir ταινίες έχουν γυριστεί από το 2000 κι έπειτα. Η επιλογή των παρακάτω 15 ταινιών έγινε με βάση τη χρήση της noir ατμόσφαιρας είτε με εφευρετικό τρόπο ή ως μέσο για την παρουσίαση ανησυχιών της εποχής μας, με τον ίδιο τρόπο που έπρατταν τα πρωτότυπα noir στην πολεμική και μεταπολεμική Αμερική, πηγαίνοντάς όμως ένα βήμα παραπέρα. Το να βιώνουν οι κεντρικοί χαρακτήρες την διάσπαση της ύπαρξής τους, στα neonoir μπορεί να υποδεικνύει τη σύγχρονη δυσπιστία που νιώθει ένας μοναχικός τύπος, όπως και η απεικόνιση εύθραυστων και μεταβαλλόμενων προσωπικοτήτων. Η χρήση της βίας επί της οθόνης σαν αισθητικό αλλά και δραματικό εργαλείο είναι οικείο στοιχείο του noir αλλά στην εποχή μας, η pulp υπερβολή της στο “Sin City” και η αρρενωπή ικανοποίηση που προέρχεται από αυτήν στο “Drive”, τη νοηματοδοτούν με ανησυχητικές προεκτάσεις. Κι αυτό είναι το εντυπωσιακό σε αυτές τις ταινίες: ξεχειλίζουν με φρέσκιες προοπτικές. Που σημαίνει πως ελάχιστα από τα παραδείγματα αυτά είναι γνήσια με την έννοια του πρωτότυπου φάσματος του noir, αλλά και πάλι, ελάχιστα από τα αυθεντικά noir περιείχαν όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το είδος.
Memento | 2000, Christopher Nolan
Ο Λέοναρντ Σέλμπι (Guy Pearce) πάσχει από προδρομική αμνησία, δηλαδή δεν έχει την ικανότητα να δημιουργεί νέες αναμνήσεις. Γράφει τα πιο σημαντικά μηνύματα προς τον εαυτό του με φωτογραφίες ή τατουάζ στο σώμα του και ακολουθεί ένα σύστημα για το πώς θα ερμηνεύσει αυτές τις οδηγίες προς τον εαυτό του.
Ο λόγος που γίνεται πιστευτό το περίπλοκο αφηγηματικό οικοδόμημα του Nolan είναι γιατί αξιοποιούμε τις συνθήκες της noir αστυνομικής ταινίας για να προσεγγίσουμε την ιστορία. Μόλις ο Σέλμπι βρίσκει ένα όπλο δεμένο στο πόδι του και καταλάβουμε ότι υπάρχει κίνητρο για εκδίκηση (κάποιος σκότωσε τη γυναίκα του) νιώθουμε αρκετά έτοιμοι για να αντιμετωπίσουμε τη μεγαλύτερη πρόκληση της ταινίας: η ιστορία εκτυλίσσεται με έναν διπλό και αντικρουόμενο τρόπο, με τα έγχρωμα μέρη να διαδέχονται το ένα το άλλο πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο, ενώ τα ασπρόμαυρα πηγαίνουν μπροστά.
Μια αφήγηση που ανατρέχει στο παρελθόν είναι κλασικό στοιχείο του noir, όπως και η στοιχειωμένη μνήμη και η ονειρική κατάσταση του ατόμου. Η παραδοσιακή συνθήκη του noir που θέλει τον μοναχικό άντρα να δίνει εξηγήσεις μέσω του voice-over εδώ ανατρέπεται κι αντ’ αυτού βλέπουμε πώς ο Σέλμπι διαχειρίζεται αυτή την έλλειψη γνώσης και κατανόησης.
Η ταινία ασχολείται με τη διάσπαση της προσωπικότητας αλλά εδώ αυτή η διάσπαση έχει συμβεί προτού γνωρίσουμε τον κεντρικό χαρακτήρα. Παρακολουθούμε έναν άντρα που αποτελεί μυστήριο και για τον εαυτό του, και παρότι εμείς μαθαίνουμε ποιος είναι μέσα από τις πράξεις του, αυτός ο ίδιος, παρότι ο αφηγητής, δεν μπορεί ποτέ να μάθει. Υπό αυτή την έννοια, δε θα μπορούσε να είναι πιο εντυπωσιακά μεταμοντέρνο.
Mulholland Dr. | 2001, David Lynch
Στο ξεκίνημα της ταινίας, βλέπουμε μια εικόνα που δεν θα μπορούσε να είναι πιο noir: μια αστραφτερή μαύρη λιμουζίνα κινείται μέσα στη σκοτεινή οδό Μαλχόλαντ, ψηλά στο Λος Αντζελες, με τους κόκκινους προβολείς να λάμπουν μέσα στο έρεβος. Η ανώνυμη εντυπωσιακή γυναίκα (Laura Elena Harring) στο πίσω κάθισμα μοιάζει ολοκληρωτικά με την κλασική femme fatale, αλλά βρίσκεται σε κίνδυνο. Ο οδηγός και ο συνοδηγός τη σημαδεύουν με όπλα, όταν ένα άλλο αυτοκίνητο συγκρούεται πάνω τους και η γυναίκα που είναι η μόνη επιζώντας και πλέον πάσχει από αμνησία, κατηφορίζει το λόφο για να βρει καταφύγιο στο σπίτι της Μπέτι (Naomi Watts), της ανερχόμενης ηθοποιού που όταν ρωτά τη γυναίκα το όνομά της, εκείνη αυτοαποκαλείται Ρίτα, από τη Ρίτα Χέιγουορθ που τη βλέπει στο πόστερ της “Gilda” που υπάρχει στον τοίχο.
Η ταινία δεν ενδιαφέρεται μόνο για τον ψυχισμό της Ρίτα, η οποία πρέπει να παραμείνει ακατανόητη, αλλά μας προσκαλεί να βυθιστούμε στο μυαλό της Μπέτι, η οποία αναλαμβάνει το ρόλο του ερευνητή και κινεί το ρυθμό της ταινίας, και το ότι καλοπροαίρετη είναι ίσως η πιο εμφανής ανατροπή του noir στην ταινία. Ο Lynch συνδυάζει το κλασικό vamp στοιχείο της Ρίτα με τη χιτσκοκική ξανθιά της Μπέτι σε μία λεσβιακή σύζευξη που μας αποσπά από τη λογική πλοκή και προσφέρει κίνητρο για την παράδοξη εξέλιξη της ταινίας.
Ελάχιστα noir μπορούν να συναγωνιστούν την ικανότητα του Lynch να κάνει ένα απολύτως συνηθισμένο περιβάλλον να βρίθει από αλλόκοτο τρόμο και αυτή η ικανότητα μας επιτρέπει να αποδεχτούμε την έλλειψη κατανόησης μέσω της λογικής. Το ίδιο ισχύει και για την αμφισημία σχετικά με την ταυτότητα, και όχι μόνο λόγω της μεταμόρφωσης των δύο γυναικών που υπαινίσσεται από το άνοιγμα ενός μυστηριώδους μπλε κουτιού, αλλά και υπό τη σκέψη ότι ποτέ δεν είσαι απολύτως σίγουρος αν αυτό που βλέπεις είναι όνειρο ή πραγματικότητα.
Η Σκοτεινή Πλευρά Του Πάθους | In the Cut | 2003, Jane Campion
Αυτή η σεξουαλική εκδοχή πάνω στο noir προέρχεται από το συνδυασμό δυο γυναικείων φωνών: της συγγραφέως Susanna Moore και της σκηνοθέτιδας Jane Campion. Το ερωτικό θρίλερ μυστηρίου της Moore που εκδόθηκε το 1996, σόκαρε πολλούς αναγνώστες με το ανατρεπτικό φινάλε του, και η ταινία της Campion εξερευνά την ερωτική γοητεία του κινδύνου με ζέση.
Η Φράνι (Meg Ryan) μια καθηγήτρια πανεπιστημίου που συχνάζει σε κακόφημα μπαρ, βλέπει ένα βράδυ κατά λάθος μια γυναίκα με μακριά μπλε νύχια να κάνει στοματικό έρωτα σε έναν άντρα, το πρόσωπο του οποίου είναι στο σκοτάδι. Επιστρέφοντας σπίτι, την περιμένει ο ντετέκτιβ Μαλόι (Mark Ruffalo) ο οποίος ερευνά τη δολοφονία μιας γυναίκας που, όπως μαθαίνουμε, είχε μακριά μπλε νύχια.
Η Φράνι παρουσιάζεται σαν κοινωνικά αμήχανη και εύθραυστη καθώς επιδίδεται σε μια έντονη σεξουαλική σχέση με τον Μαλόι, παρότι υποπτεύεται πως ίσως είναι εμπλεκόμενος στους φόνους. Η σεξουαλική έντασή τους παίρνει ταξικές αποχρώσεις με το ενδιαφέρον του Μαλόι να προέρχεται από τη σκέψη μιας γυναίκας ανώτερης κοινωνικής τάξης από αυτόν ή και από κάτι πιο απειλητικό, και ο Ruffalo χειρίζεται άψογα αυτή την αμφισημία.
Ο πόθος μιας έξυπνης γυναίκας για έναν ενδεχομένως επικίνδυνο άντρα όπως και η παρουσίαση της σκοτεινής πλευράς της πόλης σαν ιδανικός τόπος για πάθη εξερευνάται σχολαστικά και η ταινία υιοθετεί την οπτική των ανθρώπων που πολύ συχνά βρίσκονται μόνοι στο διαμέρισμά τους και απασχολούνται με την ανικανότητά τους να έρθουν σε επαφή με τον κόσμο, αντανακλώντας το αδιέξοδο της γενιάς του online dating. Μερικοί διάλογοι ανάμεσα στη Φράνι και τη συγκάτοικό της μοιάζουν να έχουν βγει από το “Sex and the City” που τότε ήταν στην κορυφή της τηλεθέασης, αλλά είναι ο τρόπος που η Campion αντιπαραθέτει την παντοδύναμη θηλυκή επιθυμία με την ευαλωτότητα που κάνει την ταινία ένα μοναδικό noir.
Η Διαδρομή | Collateral | 2004, Michael Mann
Παρότι το θέμα της είναι η αξιοσύνη και η κοινωνική δικαιοσύνη, η σχέση της ταινίας με το noir αφορά περισσότερο τις τεχνολογικές της καινοτομίες. Είναι μάλλον η πρώτη ταινία τύπου noir που αξιοποίησε πλήρως την ψηφιακή κάμερα RED, καταγράφοντας την σύγχρονη αστική νύχτα με όλες τις ηλεκτρονικές της πηγές φωτός με έναν τρόπο που δεν είχε ξαναπαρουσιαστεί μέσω φιλμ. Εχοντας δουλέψει σε αμέτρητα αστυνομικά σίριαλ στην αρχή της καριέρας του, το “Collateral” μοιάζει να συγκεντρώνει τον απόηχο αυτών των στοιχείων και να τα παίζει σιγανά στο πίσω μέρος του μυαλού σου.
Η ταινία εκτυλίσσεται κυρίως μέσα στο ταξί του Μαξ (Jamie Foxx), ενός Αφρο-Αμερικανού που ονειρεύεται να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία ενοικίασης λιμουζίνων. Ο χαρακτήρας του δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από αυτόν του πρωτότυπου noir ταξιτζή, Τράβις Μπικλ, καλοκάγαθος, έντιμος και φιλόδοξος. Ο αποψινός πελάτης του Μαξ είναι ο Βίνσεντ (Tom Cruise) ένας επαγγελματίας δολοφόνος με μια μακριά λίστα θυμάτων που θα επισκεφθεί με τη σειρά, και που θα αποδομήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας την κοσμοθεωρία του Μαξ όπως και το ταξί του, το οποίο σταδιακά καταστρέφεται. Ο εκτελεστής είναι ένας άντρας που ζει στα άκρα, εκμεταλλεύεται καταστάσεις και κυριαρχεί σε κάθε περίσταση. Και παρότι ο Μαξ είναι στην πραγματικότητα η ψυχή του φιλμ, δεν θα μπορέσει να φτάσει στο ζενίθ του αν δεν αποδεχτεί ορισμένες από τις συμπεριφορές του Βίνσεντ.
Σε μια από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας, ο Μαξ πρέπει να υποκριθεί πως είναι ο εκτελεστής ώστε να πάρει τις πληροφορίες που θέλει από έναν γκάνγκστερ. Τα πάει πολύ άσχημα μέχρι τη στιγμή που βγάζει τα γυαλιά του και επαναλαμβάνει μία από τις λακωνικές φράσεις του Βίνσεντ με παγερή ψυχραιμία. Αυτή είναι και η noir καταβολή που εμπεριέχεται στην ταινία: για να πετύχεις στον κόσμο του “Collateral”, πρέπει να γίνεις ένας απρόθυμος εκτελεστής ενάντια στα ψήγματα της συνείδησής σου.
Εγκλημα Στο Κολέγιο | Brick | 2005, Rian Johnson
Από όλες τις ταινίες που αναγράφονται εδώ, αυτή είναι πιο κοντά στην αφήγηση του αρχικού μοντέλου από το 1940, ακόμα και στις ηλικίες των πρωταγωνιστών. Ο Joseph Gordon-Levitt ήταν 24 χρονών, μόλις πέντε χρόνια μικρότερος από τον Robert Mitchum και τον Alan Ladd, ενώ η Nora Zehetner ήταν επίσης 24, δηλαδή δυο χρόνια μεγαλύτερη από τη Lauren Bacall όταν έπαιξε στον “Μεγάλο Υπνο”.
Ο Gordon-Levitt παίζει τον Μπρένταν, έναν μαθητή λυκείου που στην αρχική σκηνή περιεργάζεται το πτώμα της κοπέλας του. Αμέσως μετά, ένα φλάσμπακ μας πηγαίνει δυο μέρες πίσω και μας επιτρέπει να ακολουθήσουμε τον Μπρένταν καθώς ξεδιπλώνει την προσωπική ιστορία του με την Εμιλι. Το σενάριο του Rian Johnson, επηρεασμένο έντονα από τα βιβλία του Dashiell Hammett, δημιουργού της σκληροτράχηλης ντετεκτιβίστικης λογοτεχνίας, δίνει στον ήρωά του τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της περσόνας του σκληροτράχηλου ντετέκτιβ μαζί με τις αιχμηρές ατάκες του: «Εχω και τις πέντε αισθήσεις μου κι έχω κοιμηθεί χτες το βράδυ. Αρα υπερισχύω όλων σας», λέει σε μια απειλητική παρέα μαστουρωμένων. Παρότι αρχικά τον βλέπουμε να κερδίζει στο ξύλο έναν αθλητή, στην πορεία τις τρώει συνεχώς, όπως πρέπει να συμβαίνει σε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ.
Η ταινία μοιάζει με το αποτέλεσμα της ένωσης μιας σχολικής ταινίας του John Hughes με ένα noir χαμηλού προϋπολογισμού ενώ οι μαθητές μιλάνε σαν να έχουν βγει από βιβλίο με τον Sam Spade, κι αν τα αποδεχτείς όλα αυτά, η ταινία λειτουργεί θαυμάσια. Το noir είναι εύκολο να το διακωμωδήσεις αλλά δύσκολο να το κάνεις με σοβαρότητα.
Sin City | 2005, Robert Rodriguez + Frank Miller)
Η ταινία γύρισε το noir πίσω στα pulp περιοδικά από τα οποία ξεπήδησε, χρησιμοποιώντας την τεχνολογία του green screen CGI για να αναπαράγει επακριβώς τις χαράξεις και τον σχεδόν μονόχρωμο κόσμο του ομώνυμου θρυλικού κόμικ του Frank Miller, μέσα από τέσσερις ιστορίες που εκτυλίσσονται όλες στη Basin City, μια ακόλαστη δυστοπική μεγαλούπολη. Ολοι οι ηθοποιοί είναι φωτισμένοι και κινηματογραφημένοι από τον Robert Rodriguez με τέτοιο τρόπο ώστε να απεικονίζουν τέλεια τα σχεδιασμένα πάνελ των κόμικ.
Βυθισμένη μέσα στον κόσμο και τα χαρακτηριστικά των κόμικ, η ταινία σπρώχνει τα επίπεδα της βίας στα όριά τους και απεικονίζει τις γυναίκες σαν ημίγυμνες σαδομαζοχιστικές vamp σε ένα βαθμό που δεν θα γινόταν ποτέ αποδεκτός σε μια ρεαλιστικού ύφους ταινία. Ενας ανελέητος ύμνος στον πόθο για το χυμένο αίμα, με μια υποσημείωση για την υπόσχεση ενός ρομάντζου και ενός μοναδικού ψήγματος για συναίσθημα.
Στη σεκάνς με τίτλο “The Hard Goodbye”, ο Μαρβ (Mickey Rourke), ο αδιάλλακτος και παντοδύναμος μπρατσαράς, εκθειάζει τις απολαύσεις του βασανισμού, και είναι κωμικό, με την πιο μαύρη έννοια, να βλέπεις πώς ο Rodriguez παίρνει το στοιχείο των καταπιεσμένων και χωρίς στόχο επιθυμιών του noir και το αφήνει να κυλήσει ορμητικό και ανεξέλεγκτο. Η φτιαχτή προφορική γλώσσα της αφήγησης και των διαλόγων στα συννεφάκια του κόμικ παρέχει μεγαλύτερη αποστασιοποίηση από οποιονδήποτε αληθοφανή κόσμο και επιτρέπει μεγαλύτερη ελευθερία.
Το “Sin City” είναι μια μυθοπλασία του φανταστικού που ικανοποιεί με φανερό τρόπο τις ορμές των νεαρών αντρών και εξαργυρώνει στην πορεία και την αδιάκοπη αδυναμία των ενηλίκων για απολαύσεις του παρελθόντος.
Ορέστης Μαλτέζος